Του Αναστάση Αναστασόπουλου,
Η πάταξη της φοροδιαφυγής είναι μια διαδικασία, που αποσκοπεί στο να αντιμετωπιστεί η απόκρυψη εισοδήματος και περιουσιακών στοιχείων, προκειμένου να αποφευχθεί η καταβολή φόρων ή η μείωση των φορολογικών υποχρεώσεων. Η φοροδιαφυγή αποτελεί παράνομη πρακτική και έχει σοβαρές επιπτώσεις στα δημόσια οικονομικά και την κοινωνία ευρύτερα, καθώς μειώνει τα έσοδα του κράτους, που χρησιμοποιούνται για την παροχή δημόσιων υπηρεσιών.
Για την πάταξη της φοροδιαφυγής, οι Κυβερνήσεις λαμβάνουν διάφορα μέτρα, τα οποία μπορούν να περιλαμβάνουν ενίσχυση της φορολογικής εποπτείας, παροχή κινήτρων για ψηφιακές συναλλαγές, μείωση φορολογικών συντελεστών, διαμόρφωση φορολογικής συνείδησης και ψηφιακός εκσυγχρονισμός των φορολογικών αρχών. Επιπλέον, η επιβολή αυστηρότερων ποινών βοηθά αποτρεπτικά στη φοροδιαφυγή, συνδυαστικά με την εντατικοποίηση των ελέγχων, καθώς την κάνει ασύμφορη. Επίσης, η κατάργηση του πλαστικού χρήματος, όπως των χαρτονομισμάτων, και η μετάβαση σε ηλεκτρονικά μέσα πληρωμής μπορεί να έχει ορισμένα οφέλη για το κράτος, αν και δεν είναι μια άμεση λύση για την πάταξη της φοροδιαφυγής.
Οι πιο αποτελεσματικές μέθοδοι για την καταπολέμηση αυτού του φαινομένου περιλαμβάνουν, κατά κύριο λόγο, την αυξημένη εποπτεία και τη χρήση ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής, όπως πιστωτικές κάρτες ή ψηφιακοί πληρωματικοί λογαριασμοί, διότι είναι πιο εύκολο για τις αρχές να παρακολουθούν τις οικονομικές συναλλαγές και να ανιχνεύουν πιθανές περιπτώσεις φοροδιαφυγής.
Επιπρόσθετα, με τα παραπάνω επιτυγχάνεται και ευρύτερα ο περιορισμός της «μαύρης» οικονομίας. Οι οικονομικές συναλλαγές μέσω ηλεκτρονικών μέσων είναι ευκολότερο να παρακολουθηθούν και να καταγραφούν, μειώνοντας, έτσι, τις ευκαιρίες για μη δήλωση εισοδημάτων.
Ωστόσο, παρά τα οφέλη που προκύπτουν από τη χρήση ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής, υπάρχουν και ορισμένες πιθανότητες για φοροδιαφυγή μέσω ηλεκτρονικού χρήματος. Αν και οι ηλεκτρονικές συναλλαγές μπορούν να ανιχνευθούν και να καταγραφούν, υπάρχουν ορισμένες πρακτικές, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την απόκρυψη εσόδων και τη διαφυγή φορολογίας. Μπορεί, δηλαδή, να υπάρξει χρήση μη επίσημων ηλεκτρονικών μέσων πληρωμής, όπως κρυπτονομίσματα, για να αποφευχθεί η καταγραφή των συναλλαγών και η ανίχνευση από τις φορολογικές αρχές.
Τέλος, πρέπει να γίνει ένα διαχωρισμός των εννοιών φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής. Ενώ η φοροδιαφυγή απαιτεί τη χρήση παράνομων μεθόδων για την αποφυγή καταβολής των απαιτούμενων φόρων, η φοροαποφυγή χρησιμοποιεί νόμιμα μέσα, για να μειώσει τις υποχρεώσεις ενός φορολογούμενου. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει ενέργειες, όπως η παροχή φιλανθρωπίας σε μια εγκεκριμένη οντότητα.
Κλείνοντας, η φοροδιαφυγή είναι ένα φαινόμενο που κυριάρχησε καθ’ όλη τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα, ενώ ακόμη δεν έχει εξαλειφθεί. Η απώλεια εσόδων για το κράτος, η οποία το εμποδίζει να ασκήσει τη δυνητική δημοσιονομική πολιτική, οδηγεί σε αυξήσεις των έμμεσων φόρων, όπως είναι ο Φ.Π.Α. Η αύξηση της έμμεσης φορολογίας γενικά αποτελεί μια άδικη πολιτική προς τους πολίτες, καθώς το κράτος τους φορολογεί βάσει της κατανάλωσής τους –οριζόντια– και όχι με βάση το παραγόμενο εισόδημά τους στην οικονομία.