Της Αναστασίας Μπουραντά,
Τα στοιχεία της ετήσιας Έρευνας Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών, που δημοσιοποίησε πρόσφατα η ΕΛ.ΣΤΑΤ., δείχνουν ότι το ποσοστό του πληθυσμού, που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού στην Ελλάδα, μειώθηκε κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες το 2022, γεγονός θετικό, αλλά όχι και επαρκώς ικανοποιητικό.
Συγκεκριμένα, τα δεδομένα δείχνουν ότι συνολικά 2.722.000 άτομα, που αντιστοιχούν στο 26,3% του πληθυσμού της χώρας, βρίσκονταν πέρυσι σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού, από 28,3% το 2021. Η μείωση του δείκτη κινδύνου φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού (δείκτης που περιλαμβάνει τους επιμέρους δείκτες κινδύνου φτώχειας, υλικής και κοινωνικής αποστέρησης και χαμηλής έντασης εργασίας) οφείλεται στη μείωση του ποσοστού των ατόμων με χαμηλή ένταση εργασίας, από 12,1% το 2021 σε 9,5% το 2022, και στη μείωση του πληθυσμού που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας, από 19,6% το 2021 σε 18,8% το 2022.
Αξίζει, βέβαια, να γίνει και σύγκριση με άλλες χώρε της Ευρώπης, όπως και πραγματοποιείται με κάθε δείκτη και μέγεθος, ώστε να λαμβάνεται και η ευρύτερη εικόνα που επικρατεί σε μια περιοχή. Ειδικότερα, η Ελλάδα κατατάσσεται δεύτερη μετά τη Βουλγαρία, μεταξύ των εννέα ευρωπαϊκών χωρών, για τις οποίες υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία, γεγονός που θα έπρεπε να το κατατάσσει σε ένα από τα πιο μείζονα ζητήματα για τη χώρα μας.
Επίσης, σύμφωνα πάντα με τα στοιχεία της ΕΛ.ΣΤΑΤ., το συγκεκριμένο φαινόμενο στην ελληνική κοινωνία είναι πιο έντονο σε ηλικίες κάτω των 17 ετών (28,1%), παρά τη βελτίωση που έχει υπάρξει κατά περίπου 3,9 ποσοστιαίες μονάδες. Αντιθέτως, σε μεγαλύτερες ηλικίες, που ανήκουν σε νοικοκυριά με χαμηλή ένταση εργασίας, το ποσοστό –αν και όχι αμελητέο– υποχωρεί σημαντικά. Άξιο αναφοράς είναι και η φυλετική διαφορά πάνω στο συγκεκριμένο ζήτημα, καθώς στις γυναίκες παρατηρείται ένα –ελαφρώς– υψηλότερο ποσοστό (12% έναντι 9,9%), που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού.
Σημαντικό είναι να αναφερθεί ότι το όριο της φτώχειας είναι € 5.712 ετησίως για ένα μονοπρόσωπο νοικοκυριό και € 11.995 για ένα νοικοκυριό με δύο ενήλικες και δύο εξαρτώμενα άτομα κάτω των 14 ετών, που αντιστοιχεί στο 60% του διάμεσου συνολικού μετατρεπόμενου διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, που ανέρχεται σε € 9.520, ενώ το εθνικό μέσο ετήσιο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών εκτιμάται σε € 18.563. Το 2022 (η περίοδος αναφοράς για το εισόδημα είναι το 2021), το 18,8% του συνολικού πληθυσμού βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας. Το ποσοστό αυτό αυξήθηκε από 19,6% το 2005 (η περίοδος αναφοράς για το εισόδημα είναι το 2004) σε 23,1% το 2012 και άρχισε να μειώνεται από το 2014, με εξαίρεση το 2021.
Περιφέρειες με τους χειρότερους δείκτες
Σε περιφερειακό επίπεδο, η Κρήτη, η Αττική, το Νότιο Αιγαίο, η Ήπειρος και η Θεσσαλία έχουν χαμηλότερα ποσοστά κινδύνου φτώχειας από το σύνολο της χώρας, ενώ οι υπόλοιπες οκτώ περιφέρειες (Ιόνια Νησιά, Βόρειο Αιγαίο, Δυτική Ελλάδα, Πελοπόννησος, Δυτική Μακεδονία, Στερεά Ελλάδα, Κεντρική Μακεδονία και Ανατολική Μακεδονία και Θράκη) έχουν χαμηλότερα ποσοστά κινδύνου φτώχειας από το σύνολο της χώρας. Μακεδονία και Θράκη παρουσίασαν, επίσης, υψηλά ποσοστά. Το υψηλότερο ποσοστό, όμως, καταγράφηκε στη Δυτική Ελλάδα (26,7%).
Το επίπεδο κινδύνου φτώχειας συσχετίζεται με το επίπεδο εκπαίδευσης.
Όσο υψηλότερο είναι το επίπεδο εκπαίδευσης, τόσο μικρότερος είναι ο κίνδυνος φτώχειας, όπως δείχνουν τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας. Συγκεκριμένα, το 2022, ο κίνδυνος φτώχειας ήταν 25,9% για όσους είχαν ολοκληρώσει προσχολική, πρωτοβάθμια και κατώτερη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, 18% για όσους είχαν ολοκληρώσει ανώτερη και ανώτατη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, και 7,2% για όσους είχαν ολοκληρώσει κατώτερη και ανώτατη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Ομάδες με τα υψηλότερα ποσοστά
Ο κίνδυνος φτώχειας, το 2022, μειώθηκε κατά 0,4 ποσοστιαίες μονάδες για τους άνδρες και 1,2 ποσοστιαίες μονάδες για τις γυναίκες, σε σύγκριση με το 2021, όπου ο κίνδυνος φτώχειας το 2022 ήταν υψηλότερος για τις γυναίκες (19,4%) από ό,τι για τους άνδρες (18,2%). Την ίδια ώρα, ο κίνδυνος φτώχειας για τα άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω βρίσκεται στο 17,6% για τις γυναίκες και στο 13,6% για τους άνδρες. Τα άτομα ηλικίας 75 ετών και άνω είχαν κίνδυνο φτώχειας 16,8%, έναντι 19,1% για τα άτομα ηλικίας κάτω των 75 ετών.
Ο κίνδυνος φτώχειας για τις γυναίκες ηλικίας 75 ετών και άνω ήταν 19,5%, ενώ για τους άνδρες της ίδιας ηλικιακής ομάδας ήταν 13,0%. Ο κίνδυνος φτώχειας για τα νοικοκυριά με έναν ή περισσότερους ενήλικες και ένα ή περισσότερα εξαρτώμενα μέλη ήταν 37,7%, για τα νοικοκυριά με τρεις ή περισσότερους ενήλικες και εξαρτώμενα μέλη 21,7%, και για τα νοικοκυριά με δύο ενήλικες και δύο εξαρτώμενα μέλη 18,9%.
Διαπιστώθηκε ότι οι μισθωτοί ηλικίας 18 ετών και άνω έχουν χαμηλότερο κίνδυνο φτώχειας, σε σύγκριση με τους ανέργους και τους οικονομικά μη ενεργούς (π.χ. νοικοκυρές). Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για τους μισθωτούς ηλικίας 18 ετών και άνω ήταν 10,6%, μειωμένο κατά 0,7 ποσοστιαίες μονάδες, σε σύγκριση με το 2021. Το ποσοστό κινδύνου φτώχειας για τους μισθωτούς ηλικίας 18 ετών και άνω μειώθηκε κατά 1,1 ποσοστιαίες μονάδες και για τους μισθωτούς άνδρες κατά 0 7,7% και 12,7%, μειωμένο κατά 0,3 ποσοστιαίες μονάδες.
Για τους ανέργους, όπως ήδη αναφέρθηκε, ο κίνδυνος φτώχειας είναι σημαντικά υψηλότερος 43,6%, με μεγάλες διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών (51,8% και 37,0%, αντίστοιχα), ενώ ο κίνδυνος φτώχειας για τους οικονομικά μη ενεργούς (εξαιρουμένων των συνταξιούχων) αυξήθηκε κατά 1,8 ποσοστιαίες μονάδες στο 29,1%, σε σχέση με το 2021.
Ο κίνδυνος φτώχειας
-για τους απασχολούμενους ηλικίας 18-64 ετών ήταν 10,6%, μειωμένος κατά 0,5 ποσοστιαίες μονάδες, σε σύγκριση με το 2021,
-για τις απασχολούμενες γυναίκες ηλικίας 18-64 ετών μειώθηκε κατά 0,8 ποσοστιαίες μονάδες, ενώ για τους απασχολούμενους άνδρες ηλικίας 18-64 ετών μειώθηκε κατά 0,2 ποσοστιαίες μονάδες σε 7,8% και 12,6%,
-για τους εργαζόμενους πλήρους απασχόλησης ήταν 9,9% και 18,4% για τους εργαζόμενους μερικής απασχόλησης.
-για τα νοικοκυριά, που ζούσαν σε ιδιόκτητες κατοικίες, ο κίνδυνος φτώχειας ήταν 18,8%, για τα νοικοκυριά, που ζούσαν σε ενοικιαζόμενες κατοικίες, ήταν 19%, ενώ για τα παιδιά ηλικίας 0-17 ετών ο κίνδυνος φτώχειας ήταν 23,6%, για τους ιδιοκτήτες κατοικιών και 19,9% για τους ενοικιαστές στην ίδια ηλικιακή ομάδα. Ο κίνδυνος φτώχειας για τα άτομα ηλικίας 18-64 ετών, των οποίων τα σπίτια ήταν ιδιόκτητα ήταν 19,0% και για την ίδια ηλικιακή ομάδα, των οποίων τα σπίτια ήταν μισθωμένα, ήταν 18,8%.
Αύξηση του μέσου διαθέσιμου εισοδήματος των ατόμων
Το 14,6% των νοικοκυριών ανέφερε αύξηση του εισοδήματος κατά το προηγούμενο έτος, το 15% ανέφερε μείωση, και το 70,4% ανέφερε καμία μεταβολή.
Το 26,1% ανέφερε ότι ο κύριος λόγος για την αύξηση ή τη μείωση του εισοδήματος ήταν το ξέσπασμα του νέου κορωνοϊού (COVID-19), εκ των οποίων το 6,1% ανέφερε αύξηση και το 20% μείωση.
Το μέσο ποσό του διαθέσιμου ισοδύναμου εισοδήματος για τα άτομα ήταν 10.832 ευρώ, 8,8% περισσότερο από ό,τι το προηγούμενο έτος.
Συμπεραίνουμε λοιπόν με όσα ειπώθηκαν και παραπάνω, αλλά και με τα στοιχεία που παρουσιάζει η ΕΛΣΤΑΤ, ότι στην Ελλάδα σημειώθηκε μία πολύ μικρή μείωση του δείκτη κινδύνου φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού (δείκτης που περιλαμβάνει τους επιμέρους δείκτες κινδύνου φτώχειας, υλικής και κοινωνικής απουσίας και χαμηλής έντασης εργασίας) το 2022. Αυτή η μείωση όμως, γνωρίζουμε ότι οφείλεται κυρίως στα αυξημένα επίπεδα εκπαίδευσης που υπάρχουν στις μέρες μας και για αυτό το λόγω ωστόσο, δυστυχώς αυτό το ποσοστό που αναφερόμαστε είναι μόνο δύο ποσοστιαίες μονάδες, ένα ποσό που κατά την γνώμη έπρεπε να έχει μειωθεί παραπάνω για να έχουμε μία φανερή διαφορά. Μία διαφορά που θα μας έδειχνε και την σωστή ανάπτυξη της χώρας μας, για να μπορούμε να συζητάμε ανοιχτά για μία μεγάλη οικονομία και ισχυρή δύναμη.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Σε κίνδυνο φτώχειας-κοινωνικού αποκλεισμού το 26,3% του πληθυσμού στην Ελλάδα – Οι ομάδες με τα υψηλότερα ποσοστά, naftemporiki.gr, διαθέσιμο εδώ