Της Μαρίας Κουλούρη,
Η Πελοπόννησος αποτελείται από πλήθος αρχαιολογικών χώρων, οι οποίοι ήταν μεγάλης σημασίας κατά την αρχαιότητα. Ένας από τους πιο γνωστούς είναι ο αρχαιολογικός χώρος της Αρχαίας Νεμέας, ενώ η πόλη είναι φημισμένη για τον μύθο του λιονταριού της Νεμέας που σκότωσε ο Ηρακλής, αλλά και για την πολύ πετυχημένη οινοπαραγωγή της. Ο αρχαιολογικός χώρος της Αρχαίας Νεμέας περιλαμβάνει το Ιερό του Διός (ο ναός του Νέμειου Δία), το αρχαιολογικό μουσείο και το αρχαίο στάδιο, ενώ σε μικρή απόσταση βρίσκεται σήμερα ο ομώνυμος οικισμός.
Ο χώρος της Νεμέας έχει παρουσιάσει στοιχεία ανθρώπινης δραστηριότητας από την προϊστορική εποχή. Στο σημείο του ναού, υπήρχε ένας αρχαϊκός ναός κτισμένος τον 6ο αι. π.Χ., ενώ ο ναός του οποίου τα ερείπια σώζονται έως και σήμερα, χρονολογείται ανάμεσα στο 330 και το 320 π.Χ. Αυτός ο νέος ναός είναι περίπτερος (οι κίονες, δηλαδή, εκτείνονται γύρω από το κυρίως μέρος του ναού) και έχει ως πρότυπο τον ναό στην Τεγέα ακολουθώντας τις αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες και τις αναλογίες του. Όλα αυτά, βέβαια, φαίνεται πως στον ναό του Δία στη Νεμέα γίνονται σε μεγαλύτερη κλίμακα. Το γεγονός πως τα ιερά Τεγέας και Νεμέας είχαν τόσα κοινά, οδήγησε στο να διατυπωθεί η άποψη πως αποτελούν δημιουργήματα του ίδιου καλλιτέχνη, του Σκόπα, όμως κάτι τέτοιο δεν ισχύει, αφού πιθανότατα μόνο το οικοδομικό συνεργείο ήταν το ίδιο που εργάστηκε στη Νεμέα όταν ολοκληρώθηκε ο ναός της Τεγέας.
Η περίσταση του ναού είναι 6×12 κίονες και έχει ελαφρά μεγαλύτερο πλάτος από αυτή της Τεγέας. Ο ναός του Δία στη Νεμέα δεν έχει οπισθόδομο όπως ο ναός της Αθηνάς στην Τεγέα, ενώ μικρότερο είναι και το δυτικό δωμάτιο έχοντας βάθος ενός μεταξονίου αντί για δύο όπως στην Τεγέα. Η είσοδος έχει ανοικτή και πλατιά δομή όπως εκείνη της Τεγέας, με αποτέλεσμα η έμφαση του κτιρίου να δίνεται στην πρόσοψη και όχι στην πίσω πλευρά, έτσι ώστε να εντυπωσιάσει τον θεατή. Αυτό, σε συνδυασμό με τους ραδινούς κίονες, οι οποίοι φέρουν αρκετά λεπτό επιστύλιο και κωνικό κιονόκρανο, οδηγεί σε μια αίσθηση έλλειψης ζωντάνιας και ακαμψίας.
Η πολύ μεγάλη είσοδος έχει πλάτος 4,30 μ. και ύψος 9,10 μ. και δεν παρουσιάζει διακοπή στο πέρασμα προς τον σηκό, ο οποίος παρουσιάζει 6×4 κίονες. Πλέον, όμως, αυτοί οι κίονες ούτε στηρίζουν τη στέγη ούτε διαιρούν την αίθουσα, αλλά στριμώχνονται κοντά στους τοίχους των μακρών πλευρών διαμορφώνοντας την αίθουσα. Αυτοί οι εσωτερικοί κίονες αντιγράφουν το στυλ αυτών της Τεγέας, δηλαδή έχουν κορινθιακά κιονόκρανα και ιωνικό επιστύλιο με βαθμίδα ως βάση μιας μικρής κιονοστοιχίας αποτελούμενης από λεπτούς ιωνικούς ημικίονες, οι οποίοι ενώνονται με πεσσούς. Ο σηκός στο δυτικό μέρος πίσω από την κιονοστοιχία φαίνεται ακατέργαστος.
Τα υλικά κατασκευής του ναού δεν παρουσιάζουν κάποια πρωτοτυπία και παρατηρείται κι εδώ ακολουθία του προτύπου της Τεγέας. Ο ναός έχει κατασκευαστεί από ασβεστόλιθο της περιοχής έχοντας πάνω του στρώση κονιάματος και φαίνεται ως αποτέλεσμα μέτριας επιμελημένης τεχνικής. Επίσης, φαίνεται πως χρησιμοποιήθηκε και μάρμαρο στη σίμη του ναού. Σε αντίθεση με τον εμπλουτισμό του εσωτερικού, το εξωτερικό του ναού φαίνεται πιο απλοποιημένο και δεν παρουσιάζει γλυπτό διάκοσμο.
Αξίζει να σημειωθεί πως οι ανασκαφές στον χώρο ξεκίνησαν αρκετά νωρίς, το 1766, από την αποστολή Dilettanti, όμως τα ευρήματα χαρακτηρίζονταν ισχνά, όπως και αυτά της Γαλλικής Αρχαιολογικής Σχολής την περίοδο 1884-1912. Πιο δυναμικά συνέχισαν οι ανασκαφές από το 1924 έως το 1926 από την Αμερικανική Σχολή Κλασικών Σπουδών, ενώ η μεγαλύτερη δυναμική της ανασκαφής παρουσιάστηκε από το 1973 έως το 1986 από το Πανεπιστήμιο Berkeley της Καλιφόρνιας, με επικεφαλής τον S. Miller, ο οποίος αποτελεί τον άνθρωπο-συνώνυμο της Αρχαίας Νεμέας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Gruben G., ΙΕΡΑ ΚΑΙ ΝΑΟΙ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ, Εκδόσεις Καρδαμίτσα: Αθήνα 2015
- Αρχαιολογικός χώρος Νεμέας, gtp.gr, διαθέσιμο εδώ