Του Θάνου Χρήστου,
Μετά τις πρόσφατες εξαγγελίες του πρωθυπουργού κ. Κυριάκου Μητσοτάκη στο 13ο συνέδριο του κυβερνώντος κόμματος για την καταβολή κοινωνικού μερίσματος, εν όψει των χριστουγεννιάτικων εορτών, σε 200.000 χιλιάδες πολίτες ειδικών κοινωνικών ομάδων, έντονες ήταν οι αντιδράσεις για τη μεγάλη μείωση του αριθμού των δικαιούχων σε σχέση με πέρυσι, που κυμαινόταν περίπου στο 1 εκατ. Αδιαμφισβήτητα, κάθε εισροή χρημάτων σε ένα μέσο νοικοκυριό μικρομεσαίου εισοδήματος θα λειτουργούσε ενισχυτικά. Ωστόσο, μια ευρεία και διαρκής επιδοματική πολιτική δεν μπορεί να επιφέρει μια μακροπρόθεσμη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου, αλλά αντίθετα θα συντελέσει στην υπονόμευσή του.
Το ελληνικό κράτος έχει δεσμευτεί για το εννεάμηνο (Ιανουάριος- Σεπτέμβριος 2019) ένα πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης των 4,5 δισ. ευρώ και βρίσκεται σε ένα σταθερό στάδιο οικονομικής μεγέθυνσης. Συνεπώς, αυξάνοντας τις δημόσιες δαπάνες, κυρίως με συνεχόμενη καταβολή επιδομάτων, ίσως αναγκαστεί να αυξήσει τη φορολογία, να παραγκωνίσει τις επενδύσεις και να μειώσει άλλες δαπάνες, όπως τη χρηματοδότηση στον τομέα της παιδείας και την υγείας, ώστε να επιτύχει τους δημοσιονομικούς στόχους.
Άλλωστε, ο στόχος για το πλεόνασμα του 2020 είναι 3,5%, ένας στόχος που απαιτεί θυσίες. Το κοινωνικό μέρισμα θα επιβαρύνει τον κρατικό προϋπολογισμό, με αποτέλεσμα να υπάρχει ανάγκη μεγαλύτερων φόρων σε άλλες κοινωνικές ομάδες και συνεπώς να μειωθούν τα κέρδη των επιχειρήσεων, γεγονός που ενδεχομένως να επηρεάσει και την προσφορά εργασίας αρνητικά, συνδράμοντας στην αύξηση της ανεργίας. Οι φορολογούμενοι πολίτες θα φλερτάρουν περισσότερο με το ενδεχόμενο της φοροδιαφυγής και τα Δημόσια σχολεία, τα πανεπιστήμια, τα νοσοκομεία και άλλα δημόσια κτήρια δεν θα αναβαθμιστούν στον επιθυμητό βαθμό.
Άραγε αποτελούν τα συνεχή επιδόματα το αντίδοτο για την πληγείσα – των τελευταίων χρόνων- μεσαία τάξη; Σίγουρα πολλοί μικρομεσαίοι διευκολύνονται με αυτά, για παράδειγμα στην ολοκλήρωση κάποιον οικονομικών υποχρεώσεων, αλλά θεωρείται μακράν αποδοτικότερη μια χάραξη πολιτικής φιλικής προς τις επενδύσεις. Αυτή θα περιελάμβανε μείωση της φορολογίας και της ανεργίας, καθιστώντας τον μέσο πολίτη πιο οικονομικά ελεύθερο και ανεξάρτητο από ένα κράτος με αρκετά επιβαρυμένο προϋπολογισμό.
Η διεθνής οικονομική κρίση που ξέσπασε το 2009 και διήρκεσε περίπου μία δεκαετία, οδήγησε την Ελλάδα σε εθνική κρίση με επιβολή αλλεπάλληλων μνημονίων και σκληρών πολιτικών λιτότητας. Ωστόσο, τώρα που τον τελευταίο καιρό, φαίνεται ότι η οικονομία ανακάμπτει, σύμφωνα με τις τελευταίες τριμηνιαίες μετρήσεις, και η εμπιστοσύνη των διεθνών αγορών προς τη χώρα μας επιστρέφει έπειτα από πολλά χρόνια, μέσω της μεγάλης μείωσης των επιτοκίων των κρατικών ομολόγων, ήρθε πλέον η ώρα να αναλογιστούμε και να κρίνουμε ποια πολιτική μπορεί να οδηγήσει την χώρα μας σε πραγματική ανάπτυξη, ποια δημοσιονομική πολιτική είναι ικανή να οδηγήσει σε μακροχρόνια οικονομική ευημερία και βελτίωση του εθνικού βιοτικού επιπέδου.
Ασφαλώς, ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος πρέπει να συνιστά ταυτόχρονα ένα κοινωνικό κράτος δικαίου και πρόνοιας, εξασφαλίζοντας ένα ισχυρό δίχτυ προστασίας για τους οικονομικά αδύναμους και παρέχοντάς τους δίκαιη κοινωνική ασφάλιση και καταβάλλοντας ειδικά μερίσματα. Δεν πρέπει όμως να αναλωθεί αποκλειστικά σε μια εκτεταμένη πολιτική επιδομάτων, που όπως αναλύθηκε μπορεί να καταλήξει επιζήμια για το κοινωνικό σύνολο με μια πρώτη προσέγγιση.
Σπουδάζει στο Τμήμα Μαθηματικών του ΕΚΠΑ (4ο έτος) και έχει μεγάλο ερευνητικό ενδιαφέρον για τα οικονομικά και πολιτικά ζητήματα. Του αρέσει επίσης η ενασχόληση με τα κοινά και είναι πρόσφατα εκλεγμένος τοπικός σύμβουλος στον Δήμο Αχαρνών. Γενικότερα, τάσσεται υπέρ του ρεύματος του κοινωνικού φιλελευθερισμού.