Του Κωνσταντίνου Γκότση,
Ουκ ολίγες φορές, κυρίως το τελευταίο διάστημα, έχει τονιστεί η ανάγκη αλληλοσυμπλήρωσης της δημοσιονομικής με τη νομισματική πολιτική –λόγω της ισχυρής επίδρασης που έχει η πρώτη στη μεταβολή της συνολικής ζήτησης–, με βασικό στόχο την καταπολέμηση του πληθωρισμού. Επίσης, τα στατιστικά στοιχεία μας παρουσιάζουν ότι ο αντίκτυπος της δημοσιονομικής πολιτικής στον πληθωρισμό έχει αλλάξει κατά τη διάρκεια των δεκαετιών, δείχνοντας σημάδια μεγαλύτερης συσχέτισης. Μάλιστα, για τις προηγμένες οικονομίες διαπιστώνεται ότι, από το 1985, η μείωση των δημοσίων δαπανών κατά 1 ποσοστιαία μονάδα του Α.Ε.Π. μειώνει τον πληθωρισμό κατά μισή ποσοστιαία μονάδα. Πλέον, έχει γίνει ξεκάθαρο αυτό στους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής, καθώς, σταδιακά, προετοιμάζονται το επόμενο διάστημα να κινηθούν προς αυτήν την κατεύθυνση.
Ο ασυγχρονισμός μεταξύ αυτών των δύο τομέων οικονομικής πολιτικής μπορεί να μείωσε την αποτελεσματικότητα των ενεργειών των Κεντρικών Τραπεζών, που στόχευαν στην αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, ωστόσο, ίσως αποφευχθεί ο μεγάλος αρνητικός αντίκτυπος, που προκαλούν οι συσταλτικές πολιτικές στην ανάπτυξη.
Μέχρι να εισέλθουμε σοβαρά στην επικείμενη δημοσιονομική «σύσφιξη», η οποία θα ξεκινήσει επίσημα στην Ευρωζώνη από 1/1/2024, με την ισχύ των κανόνων που θέτει το Σύμφωνο Σταθερότητας, οι αγορές θα έχουν προσαρμοστεί –άλλες λιγότερο, άλλες περισσότερο– στο νέο αυτό περιβάλλον υψηλών επιτοκίων περιορισμένης ρευστότητας, αλλά και –από όσο φαίνεται– αβεβαιότητας στο κομμάτι της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Συνεπώς, το πλήγμα από τις περιοριστικές πολιτικές ίσως μετριαστεί, πάντα, όμως, με το κόστος της μεγαλύτερης διάρκειας του ανεπιθύμητα υψηλού πληθωρισμού, δηλαδή της ακρίβειας και των πολύπλοκων και άδικων διανεμητικών επιδράσεων που έχει.
Πέρα από τις συσταλτικές πολιτικές σε όλα τα «μέτωπα», θα πρέπει οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής να κατανοήσουν καλύτερα τον τρόπο με τον οποίο ο πληθωρισμός επηρεάζει διάφορα τμήματα της κοινωνίας σε διαφορετικά μέρη. Διότι, παράλληλα με τη νέα, αντίθετη κατεύθυνση πολιτικής, θα χρειαστεί συνέχεια της αναδιανομής εισοδήματος από το κράτος, μέσω μεταβιβαστικών πληρωμών, λόγω της ιδιαιτερότητας της κατάστασης, αλλά και του πολιτικού κόστους. Το τελευταίο έχει μεγάλη σημασία, τόσο για την οικονομία όσο και ευρύτερα για την κοινωνία και τους θεσμούς της, καθώς, μέσα σε αυτή τη δυσμενή συνθήκη της πληθωριστικής κρίσης, ενέχει ο κίνδυνος λαϊκιστικών κομμάτων, τα οποία –νομοτελειακά– οδηγούν σε οικονομική αστάθεια και, εν τέλει, επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου, μεταξύ άλλων.
Διαβάζοντας, λοιπόν, το Fiscal Monitor Απριλίου 2023, που δημοσιεύθηκε από το Δ.Ν.Τ., στο οποίο μελετήθηκαν οι επιπτώσεις του (απροσδόκητου) πληθωρισμού στην ευημερία των ανθρώπων από τα μέσα του 2021 έως τα μέσα του 2022, μπορούμε να βγάλουμε κάποια εξέχοντα συμπεράσματα.
Πρώτη και βασική επίπτωση του απροσδόκητου πληθωρισμού, η οποία πολλές φορές υποτιμάται, επειδή βραχυπρόθεσμα ευνοεί τα μακροοικονομικά μια χώρας, είναι η διάβρωση της πραγματικής αξίας του δημόσιου χρέους σε βάρος των ομολογιούχων. Συγκεκριμένα, για χώρες με χρέος που υπερβαίνει το 50% του Α.Ε.Π., κάθε ποσοστιαία μονάδα απροσδόκητης αύξησης του πληθωρισμού μειώνει το δημόσιο χρέος κατά 0,6 ποσοστιαίες μονάδες του Α.Ε.Π., με συνέπεια να τον παρατείνει για χρόνια. Ωστόσο, καθώς ο πληθωρισμός γίνεται επίμονος και μπορεί να εκτιμηθεί με υψηλότερη ακρίβεια από τις αρχές, σταδιακά παύει να συμβάλλει στη μείωση των δεικτών χρέους προς Α.Ε.Π., δείχνοντας το «πραγματικό» επίπεδο βιωσιμότητας του χρέους. Ομοίως, οι λόγοι ελλειμμάτων προς Α.Ε.Π. αρχικά μειώνονται, καθώς οι δαπάνες αποτυγχάνουν να συμβαδίσουν με την αύξηση της νομισματικής αξίας του προϊόντος της οικονομίας. Ωστόσο, η ανατροπή αυτής της κατάστασης σε αυτόν τον τομέα φαίνεται πιο άμεσα, γεγονός που καθιστά επιτακτική την ανάγκη άμεσου εξορθολογισμού των δημοσιονομικών σε περιπτώσεις υπέρογκων χρεών.
Δεύτερον, όσον αφορά τα νοικοκυριά, αυτό που αποφάνθηκε είναι ότι ο πληθωρισμός, από τα μέσα του 2021 έως τα μέσα του 2022, επηρέασε τους ανθρώπους μέσω τριών βασικών καναλιών: τα καταναλωτικά τους πρότυπα, το εισόδημά τους από μισθούς, συντάξεις ή μεταβιβάσεις και τα περιουσιακά στοιχεία και τις υποχρεώσεις τους.
Η ταχύτερη αύξηση των τιμών των τροφίμων, σε σύγκριση με άλλες τιμές, πλήττει δυσανάλογα τις φτωχές οικογένειες, επειδή τα τρόφιμα αντιπροσωπεύουν μεγαλύτερο μερίδιο της συνολικής κατανάλωσής τους. Αυτή η επίδραση ήταν πιο έντονη στις χώρες που επικρατούν τα χαμηλά εισοδήματα και το επίπεδο φτώχειας είναι υψηλότερο. Επιπλέον, έντονος ήταν ο αρνητικός αντίκτυπος στα πραγματικά εισοδήματα σε χώρες εισαγωγής εμπορευμάτων, καθώς οι μισθοί σε όλες τις εισοδηματικές ομάδες δεν συμβαδίζουν με τις τιμές, λόγω της συνήθους χρονικής υστέρησης μεταξύ τιμών και μισθών.
Τρίτον, καθώς ο πληθωρισμός διάβρωνε τη νομισματική αξία των περιουσιακών στοιχείων και των υποχρεώσεων, οικογένειες με αρνητική καθαρή θέση επωφελήθηκαν σε βάρος των πιστωτών, ιδιαίτερα σε χώρες με ανεπτυγμένες χρηματοοικονομικές αγορές. Οι «άναρχες» αναδιανεμητικές επιπτώσεις του πληθωρισμού στον πλούτο επηρεάστηκαν, επίσης, από την ηλικιακή ομάδα του/των ατόμου/ατόμων που παράγει/ουν εισόδημα σε ένα νοικοκυριό. Ειδικότερα, οι νέες οικογένειες, που τείνουν να είναι καθαροί δανειολήπτες, κατέγραψαν όφελος μέσω των καναλιών πλούτου, ενώ, αντίθετα, τα νοικοκυριά, που συμμετέχουν περισσότερα χρόνια σε μια οικονομία, είδαν τον πλούτο τους να διαβρώνεται.
Όταν οι Κεντρικές Τράπεζες ενεργούν μόνες, χωρίς την υποστήριξη της δημοσιονομικής πολιτικής, πρέπει να αυξήσουν σημαντικά τα επιτόκια για να καταπολεμήσουν τον πληθωρισμό. Η δημοσιονομική υποβοήθεια με τον περιορισμό των δαπανών ή και την αύξηση των φόρων (αν και η φορολογία προκαλεί νέες στρεβλώσεις στην οικονομία) καθιστά δυνατή τη μικρότερη αύξηση των επιτοκίων για τον περιορισμό του πληθωρισμού, άρα εξασφαλίζεται σε μεγαλύτερο βαθμό και η χρηματοπιστωτική ασφάλεια, ειδικά σε συστήματα με «χαλαρή» (ή ανεπαρκή) εποπτεία.
Ωστόσο, για να προστατευθούν οι φτωχοί, οι οποίοι επωφελούνται περισσότερο από τις δημόσιες υπηρεσίες, οι αυξήσεις φόρων ή οι περικοπές στις δαπάνες πρέπει να συνδυαστούν με μεγαλύτερες μεταβιβάσεις. Ουσιαστικά, η δημοσιονομική πολιτική μπορεί να συμβάλλει στην προστασία των ευάλωτων άμεσα. Αυτή η στρατηγική έχει, θεωρητικά, ως αποτέλεσμα τη μη μείωση της κατανάλωσης για τους φτωχούς, αλλά και τη μικρότερη μείωση της συνολικής κατανάλωσης, η οποία σε σημαντικό βαθμό κατευθύνει και την παραγωγή, άρα, κατ’ επέκταση, την ανάπτυξη. Όμως, όλα αυτά ακούγονται σωστά σε θεωρητικό επίπεδο. Στην πράξη, όμως, η πραγματικότητα μας επιφυλάσσει κάποιες εξωτερικότητες και ηθικούς κινδύνους. Αν μια κοινωνική πολιτική δεν ασκείται υπό ένα –αυστηρό– δημοσιονομικό πλαίσιο, το οποίο θα δένει τα χέρια των πολιτικών για οικονομικές «ατασθαλίες», το μόνο που επιτυγχάνεται είναι –μακροπρόθεσμα– η επιβάρυνση των οικονομικά κατώτερων οικονομικών στρωμάτων.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- FISCAL MONITOR: On the Path to Policy Normalization (April 2023), IMF
- Fiscal Policy Can Help Tame Inflation and Protect the Most Vulnerable, imf.org, διαθέσιμο εδώ