Του Νίκου Χριστοδούλου,
Παραδοσιακά η εκλογική διαδικασία του 1981 θεωρείται συχνά η πιο εμβληματική της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας για πολλούς λόγους. Το 1981 είναι βάσιμα ένας από τους σημαντικότερους, ίσως ο πιο σημαντικός, πολιτικός σταθμός της λεγόμενης Μεταπολίτευσης. Λόγω όμως και των ημερών, είναι καταλληλότερο να εξετάσουμε πολιτικά και εκλογικά το πλαίσιο γύρω από την αναμέτρηση της 18ης Οκτωβρίου, και να αφήσουμε για κάποια άλλη φορά την παρακαταθήκη της.
Οι εκλογές αυτές συνιστούν την πρώτη φορά που ένα αριστερό κόμμα κερδίζει εκλογική αναμέτρηση στην Ελλάδα, ενώ παράλληλα συνιστά τη κορύφωση της εκλογικής απήχησης των δυνάμεων στα αριστερά του Κέντρου, καθώς το ΠΑΣΟΚ από κοινού με το ΚΚΕ και το ΚΚΕ εσωτερικού, συγκέντρωσαν σχεδόν 61% της λαϊκής ψήφου, σε αντίθεση με τις δυνάμεις της Δεξιάς-Κεντροδεξιάς που έλαβαν περίπου 38%.
Ήταν, όμως, εκείνη η εκλογική αναμέτρηση που καθιέρωσε και επίσημα πλέον τον μεταπολιτευτικό δικομματισμό που διατηρήθηκε μέχρι το 2012, με δύο κόμματα που κυριαρχούσαν κατά τρόπο απόλυτο στους χώρους τους, να εναλλάσσονται στην εξουσία. Μάλιστα, το άθροισμα της δύναμης του δικομματισμού ΠΑΣΟΚ – Ν.Δ. θα κινηθεί μονίμως σε ποσοστά που αγγίζουν ή και ξεπερνούν το 80% των ψήφων. Όπως όμως συνήθως συμβαίνει σε όλα τα κράτη, η εναλλαγή αυτή δεν ήταν απόλυτη, με το ΠΑΣΟΚ να αναδεικνύεται ως ο σαφώς ισχυρότερος πόλος του συστήματος.
Ο θρίαμβος του ΠΑΣΟΚ, με υψηλό ποσοστό (48,07%) που του εξασφάλισε ισχυρή πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο της τάξης των 172 εδρών, ρεκόρ που μέχρι σήμερα δεν έχει ξεπεραστεί, είχε προβλεφθεί από τούς περισσότερους πολιτικούς σχολιαστές της εποχής, ήδη από τους πρώτους μήνες μετά τις εκλογές του Νοέμβρη του 1977. Τότε το ΠΑΣΟΚ είχε καταφέρει όχι μόνο να διπλασιάσει το ποσοστό του σε σχέση με αυτό των εκλογών του 1974 (από 13,5% σε 25,3%) και να εκθρονίσει την Ένωση Δημοκρατικού Κέντρου ως τη δεύτερη μεγαλύτερη παράταξη της χώρας, αλλά και να δημιουργήσει την αναγκαία δυναμική στη κοινωνία που θα το οδηγούσε στη νίκη το 1981. Στη συνέχεια, οι δημοτικές εκλογές του 1978 που χαρακτηρίστηκαν από εκτεταμένες συνεργασίες μεταξύ των κομμάτων της αριστεράς και του κέντρου, επιβεβαίωσαν την ταχύτατη άνοδο του ΠΑΣΟΚ. Η νίκη των υποψηφίων του σε όλους σχεδόν μεγάλους δήμους της χώρας, όπως στην Αθήνα, τον Πειραιά, τη Θεσσαλονίκη, και τον Βόλο, κέρδισαν τις εντυπώσεις και ενέτειναν την επιθυμία του Κωνσταντίνου Καραμανλή να αποχωρήσει από την ενεργό πολιτική στην Προεδρία της Ελληνικής Δημοκρατίας.
Από την άλλη πλευρά, βέβαια, η κίνηση αυτή του Καραμανλή ενίσχυσε το αίσθημα ηττοπάθειας στους κόλπους της Νέας Δημοκρατίας, ενώ ο περιορισμένος βαθμός οργάνωσης του κόμματος, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι ο οποιοσδήποτε διάδοχος θα υστερούσε σε προσωπική αίγλη συγκρινόμενος με τον Καραμανλή, έφερναν το κυβερνών κόμμα σε δύσκολη θέση εν’ όψει των εκλογών. Ο μετριοπαθής φιλελεύθερος Γεώργιος Ράλλης, που διαδέχθηκε τον Καραμανλή στην πρωθυπουργία και ηγήθηκε της Ν.Δ. στην προεκλογική εκστρατεία του 1981, δεν διέθετε εκείνες τις επικοινωνιακές ικανότητες, ώστε να μπορέσει να αναμετρηθεί με επιτυχία με τον χαρισματικό Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος όχι μόνο είχε καταφέρει να επιβληθεί απόλυτα στον χώρο της αριστεράς και του κέντρου, αλλά κυρίως χάριν στον έντονα εθνοκεντρικό του λόγο και σε πολίτες της κεντροδεξιάς.
Ο Ράλλης από την άλλη, είχε αποτύχει να απευθυνθεί τόσο στους πιο συντηρητικούς ψηφοφόρους που τον θεωρούσαν υπερβολικά μετριοπαθή και δεν του συγχωρέσαν την «προοδευτική» εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1976, ενώ συνθήματα όπως «στις 19 και πάλι δεξιά» απομάκρυναν το κεντρώο ακροατήριο.
Εύστοχα ο Νίκος ο Μαραντζίδης σε άρθρο του στην εφημερίδα Καθημερινή σημειώνει:
«Στις αρχές του ’80, οι Σοσιαλιστές του ευρωπαϊκού Νότου κατέγραψαν νίκες που έφεραν τα κόμματά τους σε πρωταγωνιστική θέση. Η νίκη του σοσιαλιστή Φρανσουά Μιτεράν στις γαλλικές προεδρικές εκλογές, τον Μάιο του 1981, ήταν το προμήνυμα για την κατεύθυνση που θα φυσούσε ο εκλογικός άνεμος στην Ελλάδα τον Οκτώβριο.»
Έτσι καταδεικνύεται, ότι η στροφή προς τα αριστερά δεν ήταν μόνο ελληνικό φαινόμενο, αλλά με τις νίκες Παπανδρέου στην Ελλάδα, Μιτεράν στη Γαλλία, Κράξι στην Ιταλία, Γκονζάλες στην Ισπανία και Σοάρες στην Πορτογαλία όλη σχεδόν η νότια Ευρώπη γνώρισε ένα «πράσινο» (ροζ για τις υπόλοιπες χώρες) κύμα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Μαραντζίδης, Νίκος, Η αρχή της ομαλής εναλλαγής στην εξουσία, kathimerini.gr, Διαθέσιμο εδώ
- Γουλιάς, Νίκος (2023), Η Ελλάδα στις κάλπες, 1974-1989, τμ. Α΄, Αθήνα: Εκδόσεις Η Καθημερινή.