Του Κωνσταντίνου Γκότση,
Την Πέμπτη 4 Μαΐου, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα πρόκειται να συνεδριάσει, για να λάβει τις επόμενες αποφάσεις για το ύψος των επιτοκίων πολιτικής και για την ευρύτερη πορεία της νομισματικής πολιτικής που θα ακολουθήσει. Αυτό που αναμένεται, είναι να πραγματοποιηθεί μια εκ νέου αύξηση των βασικών επιτοκίων κατά 25 μονάδες βάσης, καθώς η αντιμετώπιση του υψηλού πληθωρισμού συνεχίζει να βρίσκεται στο επίκεντρο για την Φρανκφούρτη, παρά τις όποιες ανησυχίες υπάρχουν για χρηματοπιστωτική αστάθεια. Εξάλλου, το βασικό πρόβλημα βρίσκεται στις περιφερειακές τράπεζες των Η.Π.Α. και όχι της Ευρώπης, οι οποίες όλο αυτό το διάστημα βρίσκονται σε πιο αυστηρή εποπτεία και υπόκεινται σε συχνά και «σκληρά» stress test. Ωστόσο, το ενδεχόμενο για επικίνδυνη μετάδοση της τραπεζικής κρίσης, μέχρι και σε «φαινομενικά» υγιείς τράπεζες, δεν είναι αμελητέο.
Το τελευταίο διάστημα, η Ε.Κ.Τ. και, ειδικά, η διοικήτριά της, Christine Lagarde, έχει επικριθεί τόσο από την αγορά όσο και από τους συναδέλφους της. Βέβαια, μπορεί η πλειοψηφία των κεντρικών τραπεζιτών της Ευρώπης να τη στηρίζουν στην πολιτική της, ωστόσο δεν λείπουν οι αμφισβητήσεις αρκετών απέναντι στο πρόσωπό της. Μάλιστα, για μερικούς, η υπονόμευση της ικανότητάς της ως επικεφαλής της Ε.Κ.Τ. πηγάζει από το γεγονός ότι είναι γυναίκα σε έναν –διαχρονικά– ανδροκρατούμενο χώρο, αυτόν των χρηματοοικονομικών.
Η αλήθεια είναι, όμως, πως η ίδια έχει ανταποκριθεί αρκετά αποτελεσματικά κατά το παρελθόν απέναντι σε σημαντικές κρίσεις, ενώ διατελούσε σε θέσεις ευθύνης. Το λάθος που έκαναν –συνολικά– οι κεντρικοί τραπεζίτες της Ευρωζώνης ήταν ότι καθυστέρησαν να ξεκινήσουν τον κύκλο αύξησης επιτοκίων και τον νομισματικό περιορισμό, σε σχέση με τη Fed και την BoE. Σύμφωνα με την ίδια τη Lagarde, τα λάθη όλων των Κ.Τ. οφείλονται στη μεγάλη εμπιστοσύνη που επέδειξαν, κατά το δεύτερο μισό του 2021 και τις αρχές του 2022, στα μοντέλα προβλέψεων του πληθωρισμού. Όλοι τότε πίστευαν πως ο πληθωρισμός θα ήταν πρόσκαιρος, καθώς οφειλόταν, κυρίως, στην άνοδο των ευμετάβλητων τιμών της ενέργειας.
«Άργησαν πολύ να δράσουν. Όταν ξεκίνησε ο πόλεμος στην Ουκρανία, οι τιμές της ενέργειας ανέβηκαν και δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ο πληθωρισμός θα εδραιωνόταν», λέει η Μαρία Δεμερτζή, καθηγήτρια οικονομικής πολιτικής στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο στη Φλωρεντία.
Παράλληλα, το guidance των Κ.Τ. δεν άλλαζε, γεγονός που διατηρούσε μια χρηματοπιστωτική χαλαρότητα στην αγορά, παρά τους επικίνδυνους ρυθμούς ανόδου του γενικού επιπέδου των τιμών. Μάλιστα, μέχρι και το πρώτο διάστημα της νομισματικής «σύσφιξης», η χρηματοπιστωτική κατάσταση της αγοράς διατηρούνταν σημαντικά χαλαρή, καθώς, παρά τις επιθετικές ανόδους των επιτοκίων, η ρευστότητα ήταν ακόμη άπλετη.
Όλες οι νομισματικές αρχές θα έπρεπε να δράσουν νωρίτερα και πιο επιθετικά για να αντιμετωπίσουν τον υψηλό πληθωρισμό. Η διαμόρφωση των επιτοκίων διευκόλυνσης αποτελεί σημαντικό εργαλείο άσκησης πολιτικής, αλλά, για να παρουσιαστούν πιο άμεσα αποτελέσματα, θα χρειαζόταν και πιο ηχηρή μείωση της ρευστότητας μέσω των πράξεων ανοικτής αγοράς, καθώς θα αφαιρούσε περίσσεια ποσότητας χρήματος από την αγορά πιο γρήγορα και άμεσα.
Ωστόσο, από τους κυριότερους στόχους των Κεντρικών Τραπεζών δεν είναι μόνο η σταθερότητα των τιμών, αλλά και η διατήρηση της ευστάθειας του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Μια ακόμα πιο επιθετική πολιτική, ίσως, έφερνε νωρίτερα στο προσκήνιο τα προβλήματα των περιφερειακών τραπεζών στις Η.Π.Α. και ίσως έθετε σε κίνδυνο χώρες και τράπεζες της Ευρωζώνης. Μπορεί η Ε.Κ.Τ. να καθυστέρησε παραπάνω να αυξήσει τα επιτόκιά της, αλλά έχει να ασκήσει νομισματική πολιτική σε ένα πιο ανομοιόμορφο σύστημα σε σχέση με άλλες οικονομίες. Η ανομοιογένεια των αγορών εντός στη ζώνη του ευρώ θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη από τους υπευθύνους χάραξης πολιτικής. Καλώς ή κακώς, οι ιδιαιτερότητες κάθε χώρας διαμορφώνουν ένα πιο δύσκολο έργο για τη Φρανκφούρτη. Ίσως, μάλιστα, θα χρειαζόταν να ασκηθεί πιο διακριτική πολιτική για να γίνει πιο αποτελεσματική η μετάδοσής της, κάτι, βέβαια, από πρακτικής πλευράς είναι αρκετά δύσκολο να επιτευχθεί.
Η ανησυχία για ορισμένους αναλυτές είναι ότι η Ε.Κ.Τ. θα αυξήσει τα επιτόκια πολύ υψηλά, έχοντας κατηγορηθεί ότι είναι πολύ αργή στην αντίδρασή της απέναντι στον πληθωρισμό. Μάλιστα, ίσως η ενίσχυση του πληθωρισμού στην Ευρωζώνη σε ετήσια βάση κατά τον Απρίλιο στο 7% από 6,9% τον Μάρτιο, δώσει μεγαλύτερο πάτημα για την εκ νέου αύξηση. Επίσης, σημαντική επίδραση θα έχει και τι είπαν οι τράπεζες του μπλοκ στην Ε.Κ.Τ., σχετικά με τα σχέδια δανεισμού τους στην τελευταία της έρευνα για τον κλάδο.
Γενικά, κάποιοι αναλυτές αναφέρουν ότι θα έπρεπε να κινηθεί προσεκτικά, ενώ, παράλληλα, προειδοποιούν ότι οι αυξήσεις των επιτοκίων επηρεάζουν τον πληθωρισμό με καθυστέρηση τουλάχιστον ενός έτους. Οι πιθανότητες πυροδότησης κρίσης χρέους και τραπεζικής κρίσης είναι ακόμη «θολές», γεγονός που ίσως δεν την εμποδίσει στο να πραγματοποιήσει κι άλλες αυξήσεις, αλλά σίγουρα θα επιβραδύνει τον ρυθμό αυξήσεων. Η συμπεριφορά των τραπεζών παρακολουθείται στενά από τους κεντρικούς τραπεζίτες, λόγω της πρόσφατης αναταραχής στον τομέα, που προκάλεσε την κατάρρευση της Silicon Valley Bank στις Η.Π.Α. και ώθησε την κακήν κακώς εξαγορά της Credit Suisse από την άμεση ανταγωνίστρια U.B.S., με σκοπό τη διάσωση της πρώτης.
Οι τράπεζες της Ευρωζώνης έχουν αποδειχθεί –μέχρι στιγμής– ανθεκτικές στους τριγμούς, παρά την ανησυχητική, αλλά βραχύβια, πτώση των μετοχών της Deutsche Bank στα τέλη Μαρτίου. Ωστόσο, η αναταραχή είναι πιθανό να εντείνει τη συρρίκνωση της προσφοράς πιστώσεων, που είχε ήδη ξεκινήσει ως απάντηση στο αυξανόμενο κόστος δανεισμού, οδηγώντας σε πτώση ρεκόρ της ζήτησης για στεγαστικά δάνεια στην Ευρωζώνη. Οι οικονομολόγοι λένε ότι αυτό θα επιβραδύνει την οικονομική δραστηριότητα και θα αποκλιμακώσει τον πληθωρισμό, μειώνοντας το ύψος των πρόσθετων αυξήσεων επιτοκίων που χρειάζεται να κάνει η Ε.Κ.Τ.
Από τη νέα χρονιά, σε περίπτωση που δεν σημειωθεί η απαραίτητη πτώση στον πληθωρισμό, ενώ, επίσης, δεν παρουσιαστεί η απαιτούμενη επιβράδυνση της ανάπτυξης, τότε θα ενταθεί ο φόβος ενός σπιράλ μισθών τιμών. Αν, δηλαδή, η μοναδιαία αύξηση στο κόστος εργασίας ξεπεράσει τη μοναδιαία αύξηση των κερδών, τότε, ενδεχομένως, θα εισέλθουμε σε περίοδο στασιμοπληθωρισμού και τα πράγματα θα είναι πιο ζόρικα. Υπάρχει η ανησυχία, γενικά, ότι μπορεί οι Κ.Τ. να το παρακάνουν με τη «σύσφιξη» και, ειδικά, με τα επιτόκια, αλλά ο κίνδυνος να γίνει ο πληθωρισμός αδάμαστος είναι πιο σημαντικός. Επομένως, όσο το τραπεζικό σύστημα στην Ευρώπη παρουσιάζεται ανθεκτικό, θα πρέπει να αναμένουμε ακόμα κάποιες –ήπιες κυρίως– αυξήσεις και μια μακρά διάρκεια διατήρησης του περιβάλλοντος υψηλών επιτοκίων, τα οποία, βέβαια, θα εξαρτηθούν περισσότερο από τα μακροοικονομικά δεδομένα (με επίκεντρο τον δομικό πληθωρισμό) και από την προσφορά για δάνεια.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- The ECB’s inflation dilemma: can Lagarde silence her critics again?, ft.com, διαθέσιμο εδώ
- Fed-ΕΚΤ: Συνεδριάζουν την ερχόμενη εβδομάδα–Τι θα κάνουν με τα επιτόκια, ot.gr, διαθέσιμο εδώ