Της Ελευθερίας Γκίκα,
Εσείς θυμάστε τον ενθουσιασμό που είχε προκαλέσει στη διεθνή κοινότητα η ανακάλυψη του πρώτου αντιβιοτικού; Μάλλον δε θα αποτελεί και την εντονότερη μνήμη, καθ’ότι αν διαβάζεις αυτό το άρθρο, μάλλον το 1928 δεν ήσουν και πολύ κοντά στην ενημέρωση για τα νέα αυτού του κόσμου. Ούτε κι εγώ. Η Ιστορία όμως και η ειδησεογραφία, έχουν μεριμνήσει για εμάς. Το 1928 ο Αλέξανδρος Φλέμινγκ ανακαλύπτει την πενικιλίνη, το πρώτο αντιβιοτικό που χρησιμοποιήθηκε από τον άνθρωπο, ανακουφίζοντας ένα μεγάλο ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού και σώζοντας ένα ακόμη μεγαλύτερο. Το πρόβλημα εμφανίζεται όταν η επιστήμη της ιατρικής καλείται να αντιμετωπίσει ξανά, εκατό περίπου χρόνια αργότερα, ένα αγωνιώδες κυνήγι μικροβίων, αυτή τη φορά ενισχυμένο.
Είναι ακόμη φρέσκο στις μνήμες μας, όταν το 2014 ο Βρετανός πρωθυπουργός Ντέιβιντ Κάμερον ζητά άμεση δράση για να μην γίνουν ξανά απειλητικές, ασθένειες όπως η πνευμονία και η φυματίωση. Τα θανατηφόρα βακτήρια, προειδοποίησε, γίνονται όλο και ανθεκτικότερα στα αντιβιοτικά, γεγονός που θα μπορούσε να γυρίσει τον κόσμο πίσω στις σκοτεινές εποχές της ιατρικής, όταν οι άνθρωποι κινδύνευαν θανάσιμα από ιάσιμες μολύνσεις. Δραστηριοποιήθηκε λοιπόν με μια προσπάθεια να καλέσει κυβερνήσεις διαφόρων κρατών ,αλλά και φαρμακευτικές εταιρίες σε όλο τον κόσμο να συνεργαστούν, ώστε να επιταχυνθεί η ανακάλυψη νέων αντιβιοτικών.
Πολλοί από εμάς ίσως να μην το γνωρίζουμε, αλλά η ανακάλυψη νέων αντιβιοτικών έχει πάψει και το ενδιαφέρον έχει στραφεί περισσότερο στη βελτίωση της σύστασης των υπαρχόντων. Η παρέμβασή του, ήταν απότοκο της ανησυχίας της επιστημονικής κοινότητας, ότι ασθένειες όπως η φυματίωση και η πνευμονία -που σήμερα είναι διαχειρίσιμες- θα μπορούσαν να σκοτώσουν στο προσεχές μέλλον, μεγάλο αριθμό ανθρώπων. Στην Ευρώπη συγκεκριμένα, 25.000 άνθρωποι πεθαίνουν ετησίως, λόγω μολύνσεων από βακτήρια που μεταλλάσσονται, για να αποκτήσουν ανοσία στα φάρμακα.
Με επικεφαλής τον διάσημο οικονομολόγο Τζιμ Ονείλ διεξήχθη ανεξάρτητη έρευνα, για να διαπιστωθούν οι λόγοι που η διεθνής αγορά απέτυχε να υποβάλει νέα φάρμακα. Η έρευνα θα επικεντρωνόταν στην ανάπτυξη, τη χρήση και το ρυθμιστικό περιβάλλον γύρω από τα αντιβιοτικά, ενώ η Επιτροπή θα διερευνούσε πώς θα μπορούσαν να γίνουν επενδύσεις σε νέα αντιβιοτικά, πιο ελκυστικά για τις φαρμακευτικές εταιρίες και άλλους φορείς χρηματοδότησης. Στο μεταξύ, υπήρξε πολύ έντονη η προώθηση της αντίληψης ότι οι παθολόγοι θα πρέπει να πάψουν να χορηγούν στους ασθενείς τους αντιβιοτικά, για μη βακτηριακές ασθένειες, όπως είναι ένα κοινό κρυολόγημα. Η προσπάθεια αυτή αν μη τι άλλο απαιτούσε –και απαιτεί- συνεργασία της διεθνούς κοινότητας, συμπεριλαμβανομένων των χωρών μεσαίου και χαμηλού εισοδήματος.
Αλλά και στην αρχή του τρέχοντος έτους, η Κομισιόν εξέπεμψε σήμα κινδύνου για τα υπερμικρόβια. Τα διαθέσιμα αντιβιοτικά γίνονται ολόενα και λιγότερο αποτελεσματικά σε διάφορα επικίνδυνα μικρόβια. Η Ευρωπαϊκή Αρχή Ασφάλειας Τροφίμων (EFSA) και το Ευρωπαϊκό Κέντρο Ελέγχου Νοσημάτων (ECDC) δημοσίευσαν έρευνα που ανέφερε μόνο το καμπυλοβακτηρίδιο, μια από τις κύριες αιτίες διαρροϊκής νόσου του ανθρώπου, έχει «αχρηστέψει» ολόκληρη κατηγορία από αντιβιοτικά, αφού η ανθεκτικότητά του βρίσκεται σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα σε διάφορες χώρες της Ευρώπης.
Είναι άραγε η χώρα μας μεταξύ αυτών; Η Ελλάδα, πράγματι, κατέχει μια από τις πρώτες θέσεις της Ευρώπης σε μικροβιακή ανθεκτικότητα. Πρόσφατη έρευνα του ΟΟΣΑ έδειξε ότι στη χώρα μας το ποσοστό των λοιμώξεων που εμφανίζουν οποιαδήποτε αντίσταση στα αντιβιοτικά, αγγίζει το 38%, αναμένοντας να αυξηθεί κατά ακόμη 3% μέχρι το 2030. Το ποσοστό αυτό είναι κατά επτά φορές μεγαλύτερο από το αντίστοιχο άλλων χωρών, όπως αυτό της Ολλανδίας, της Νορβηγίας, όπου οι ανθεκτικές λοιμώξεις κυμαίνονται στο ποσοστό της τάξεως του 5%.
Σήμα κινδύνου για τα υπερμικρόβια λοιπόν για δεύτερη φορά μέσα στο 2019, κρούει εντονότερα τον κώδωνα του κινδύνου. Ο Ευρωπαϊκός Επίτροπος Υγείας, Βιτένις Αντριουκάϊτις, δήλωσε πως μέχρι το τέλος του χρόνου 700.000 άνθρωποι ενδέχεται να χάσουν τη ζωή τους εξαιτίας αυτών των πολυανθεκτικών μικροβίων, μεταξύ αυτών 33.000 Ευρωπαίοι. Μάλιστα, πρόσθεσε πως αν αυτό το νούμερο ακούγεται τρομακτικό, τι θα λέγαμε αν – σ’ένα πιο άσχημο σενάριο-, οι θάνατοι μέχρι το 2050 θα αγγίζουν περίπου τα 10 εκ. ετησίως. Ως λύση στο μείζονος σημασίας αυτό πρόβλημα, προέβαλε έντονα τη σωστή εκπαίδευση.
Πάντως, ακόμη και χώρες όπως η Σουηδία, με το δικό της success story και σε αυτό τον τομέα, πραγματοποίησαν δηλώσεις, που εξηγούσαν μεταξύ άλλων, ότι παρόλο που το 2018 ο αριθμός λοιμώξεων από πολυανθεκτικά μικρόβια ήταν 15.129, το 2050 ο αριθμός αυτός θα πλησιάζει τις 71.000. «Το πρόβλημα δε θα εξαφανιστεί. Θα το κουβαλάμε, θα γίνεται ολοένα σοβαρότερο και θα πρέπει να δούμε πώς θα το πολεμήσουμε». Διερωτώμαι λοιπόν, αν έχουμε τέτοιες δηλώσεις από τον Σουηδικό Οργανισμό Δημόσιας Υγείας, αναλογίζεστε τι θα έπρεπε να δηλώνει ο Ελληνικός; Τροφή για σκέψη, μα κυρίως, πράξη.
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1998, όπου και διαμένει σήμερα, έχοντας στο μεταξύ ζήσει σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Είναι φοιτήτρια του Τμήματος Ρωσικής Φιλολογίας και Σλαβικών Σπουδών στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Αγαπά τις ξένες γλώσσες και τη συμμετοχή σε προγράμματα που προωθούν την εκμάθηση και διδασκαλία τους -summer schools κοκ. Στον ελεύθερό της χρόνο ασχολείται με το τραγούδι, τη γυμναστική, τον κινηματογράφο και τη λογοτεχνία.