Του Κωνσταντίνου Γκότση,
Στο παρόν άρθρο, θα γίνει σχολιασμός κάποιων καίριων σημείων της συνέντευξης που παραχώρησε ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, στην Ε.Ρ.Τ. και τον δημοσιογράφο Γιώργο Παπαγεωργίου. Πραγματοποιήθηκε μια σύντομη, αλλά αρκετά ουσιαστική, ανάλυση εγχώριων και διεθνών ζητημάτων, τα οποία βρίσκονται στο επίκεντρο της συζήτησης, το τελευταίο διάστημα, όπως οι προοπτικές της δημοσιονομικής και μακροοικονομικής κατάστασης της χώρας μας, η επερχόμενη ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας για το ελληνικό αξιόγραφο, η πορεία του πληθωρισμού, κ.ά. Ωστόσο, θα εστιάσουμε μόνο σε αυτά που μόλις αναφέρθηκαν.
Ολόκληρη τη συνέντευξη μπορείτε να τη βρείτε στις ενδεικτικές πηγές στο τέλος του άρθρου.
Στην αρχή της συζήτησης, ο κ. Στουρνάρας απαντά στο ερώτημα σχετικά με το πώς θα διαμορφωθεί το περιβάλλον στην Ελλάδα το επόμενο διάστημα. Η επαναφορά των δεσμεύσεων του Συμφώνου Σταθερότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, ευρύτερα, η ανάγκη εξορθολογισμού των δημόσιων οικονομικών της Ελλάδας απαιτεί να ασκηθεί από τη νέα Κυβέρνηση δημοσιονομικός περιορισμός, με σκοπό να σημειωθούν σημαντικά ποσοστά πρωτογενούς πλεονάσματος (γύρω στο 2-2,5%, ώστε να επιτευχθούν οι στόχοι), τα μετέπειτα χρόνια. Αυτό, ουσιαστικά, σημαίνει πως θα χρειαστεί να κοπούν αρκετές δημόσιες δαπάνες και δεν θα υπάρχει σημαντικό περιθώριο για έκτακτα μέτρα, σε περίπτωση μιας καινούργιας κρίσης.
Ο πληθωρισμός, έως τώρα, μπορεί να προκάλεσε προβλήματα και αρκετές στρεβλώσεις στην οικονομία, όπως ανέφερε και ο κ. Στουρνάρας, επιβαρύνοντας το μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας, λόγω της μείωσης της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών και, ιδιαίτερα, των μισθωτών. Ενδεικτικά, σύμφωνα με τελευταία πορίσματα του Ο.Ο.Σ.Α., ο υψηλός πληθωρισμός επέφερε μείωση 7,4% του μέσου πραγματικού μισθού στην Ελλάδα, κατά το 2022. Η ενίσχυση ύψους 1,5% του μέσου ονομαστικού μισθού, που καταγράφηκε κατά το ίδιο έτους, εξαλείφθηκε, διότι ο πληθωρισμός ανήλθε στο 9,7%.
Αυτό, βάσει της πρόσφατης έκθεσης του Ο.Ο.Σ.Α. “Taxing Wages 2023”, συνέβη και στις υπόλοιπες χώρες του Οργανισμού, ενώ, παράλληλα, υπήρξε και φορολογική επιβάρυνση (φόροι εισοδήματος και ασφαλιστικές εισφορές πλην των επιδομάτων). Ωστόσο, στην Ελλάδα, η επιβάρυνση αμβλύνθηκε αρκετά, κυρίως λόγω της μείωσης των εισφορών των εργαζομένων και των εργοδοτών. Προφανώς, βέβαια, δεν ήταν σχεδόν καθόλου αρκετή για να τους ανακουφίσει αισθητά από την ακρίβεια.
Αντιθέτως, όμως, «ο πληθωρισμός, αν είναι παροδικός και όχι μόνιμος, στα δημοσιονομικά κάνει καλό», όπως αναφέρει ο κ. Στουρνάρας. Πολύ απλά, ο υψηλός πληθωρισμός, ο οποίος ευνόησε μια μερίδα επιχειρήσεων, αλλά και φυσικών προσώπων, που είδαν την κερδοφορία τους και τα εισοδήματά τους, αντίστοιχα, να δέχονται ισχυρές αυξήσεις, μεγάλωσε τον φόρο εισοδήματος προς το κράτος ως απόλυτο μέγεθος.
Μάλιστα, κάποια από τα φυσικά πρόσωπα, που το εισόδημά τους αυξήθηκε κατά το 2023 (εξαιτίας του πληθωρισμού), ανέβηκαν στη φορολογική κλίμακα, με αποτέλεσμα μέρος του πρόσθετου εισοδήματός τους να φορολογείται με υψηλότερο συντελεστή, προσφέροντας αναλογικά περισσότερο στα κρατικά έσοδα από φόρους. Αυτό, μεταξύ των οικονομολόγων, ονομάζεται fiscal drag. Το θετικό αυτού του αποτελέσματος, για την τρέχουσα περίοδο, είναι ότι δημιουργεί αποπληθωριστικές πιέσεις και, θεωρητικά, δίνει μεγαλύτερη ευχέρεια στην Κυβέρνηση να κάνει αναδιανομή των εισοδημάτων. Το κατά πόσο είναι δίκαιο ή αποτελεσματικό αποτελεί μια άλλη συζήτηση.
Βέβαια, η βασική πηγή αύξησης των κρατικών εσόδων από φόρους προήλθε, κυρίως, από τους έμμεσους φόρους, όπως ο Φ.Π.Α. στα διάφορα καταναλωτικά προϊόντα, των οποίων οι τιμές υπέστησαν όλη αυτήν την περίοδο ισχυρή άνοδο. Ειδικά σε ενεργειακά προϊόντα, όπως τα καύσιμα (βενζίνη, ντίζελ κ.λ.π.), όπου οι συντελεστές φόρων είναι πολύ υψηλοί και διαμορφώνουν μεγάλο μέρος της τελικής τιμής του προϊόντος, η συνεισφορά ήταν ακόμα μεγαλύτερη.
Επίσης, ο υψηλός πληθωρισμός βοήθησε –παράλληλα με την ανάπτυξη, που ωθήθηκε σημαντικά από τα κέρδη του τουριστικού τομέα– στη μείωση του δείκτη χρέους προς Α.Ε.Π., παράγοντας που καθιστά το χρέος της Ελλάδας πιο βιώσιμο. Αν πραγματοποιηθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι στα επόμενα έτη, ακολουθώντας τις οδηγίες της Ε.Ε., τότε είναι βέβαιο πως ο συγκεκριμένος μακροοικονομικός δείκτης θα διαγράψει καθοδική πορεία και χωρίς τη βοήθεια του πληθωρισμού.
Καθοριστική παράμετρος, για να συμβεί το παραπάνω, είναι η πολιτική που θα ακολουθήσει η επόμενη Κυβέρνηση. «Θεωρώ αδιανόητο να θέσουμε σε κίνδυνο τα επιτεύγματα και τις θυσίες των προηγουμένων 10 ετών», είπε ο κ. Στουρνάρας σε σχετική ερώτηση. Υποστήριξε, επίσης, πως κανένα από τα τρία μεγάλα κόμματα, που διεκδικούν την εξουσία, δεν θα θέσουν σε κίνδυνο την οικονομική σταθερότητα της χώρας και αυτό είναι μια μεγάλη αλήθεια. Ακόμα και ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α., δεν θεωρείται ούτε «αντισυστημικός» ούτε «ριζοσπαστικός», τουλάχιστον αυτό ισχυρίζεται και η ίδια η αγορά (εγχώριοι και ξένοι επενδυτές). Ανέφερε, επιπλέον, ο κ. Στουρνάρας πως οι προγραμματικές δηλώσεις της νέας Κυβέρνησης θα καθορίσουν αν θα ανακτήσουμε την επενδυτική βαθμίδα. Βάσει της αγοράς, τέτοιος κίνδυνος δεν υπάρχει, όποιο μεγάλο κόμμα και αν βρίσκεται στην ηγεσία της Κυβέρνησης. Ο μόνος κίνδυνος είναι η καθυστέρηση του σχηματισμού μια σταθερής Κυβέρνησης.
Με την πολυπόθητη αναβάθμιση που θα επέλθει εντός τους 2023 –καλώς εχόντων των πραγμάτων– θα κλείσει εξ ολοκλήρου ο κύκλος της υπερδεκαετούς κρίσης χρέους στην Ελλάδα. Η εγχώρια αγορά θα σταματήσει να θεωρείται –και επίσημα– υψηλού κινδύνου, με αποτέλεσμα να εισρεύσουν νέα κεφάλαια στη χώρα για επενδύσεις. Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, η επενδυτική βαθμίδα έχει ήδη προεξοφληθεί στις αξίες των ελληνικών ομολόγων, καθώς οι αποδόσεις τους βρίσκονται σε καλύτερα επίπεδα από αυτές των ιταλικών. Όμως, δεν έχει προεξοφληθεί ακόμη η εισροή κεφαλαίων στην αγορά, γεγονός λογικό, αφού είναι αβέβαιο –κατά τη γνώμη μου– το μέγεθος που θα εισέλθει, αλλά και το πότε και με τι «ταχύτητα».
Το γεγονός ότι το 80% περίπου των επενδυτικών ταμείων παγκοσμίως αδυνατούν, βάσει του καταστατικού τους, να επενδύουν σε αγορές που δεν έχουν επενδυτική βαθμίδα, μας προμηνύει ότι οι ροές κεφαλαίων που θα εισέλθουν θα είναι μεγάλες. Σίγουρα, σε βάθος χρόνου, αυτό θα γίνει. Ωστόσο, όσο το διεθνές περιβάλλον θα είναι σημαντικά ευμετάβλητο και θα επικρατεί φόβος για ενδεχόμενη χρηματοπιστωτική αστάθεια τόσο θα εμφανίζονται «εμπόδια». Όταν εξομαλυνθεί η κατάσταση στο διεθνές πεδίο, τότε θα απολαύσουμε πλήρως τα οφέλη που θα μας επιφέρουν οι επόμενες αναβαθμίσεις στην πιστοληπτική μας ικανότητα. Σίγουρα, όπως αναφέρει και ο Διοικητής της ΤτΕ, στόχος των δημοσιονομικών αρχών θα πρέπει να είναι να επέλθουν κι άλλες αναβαθμίσεις, να αυξηθεί περαιτέρω η πιστωτική μας αξιοπιστία. Η επενδυτική βαθμίδα είναι απλά το όριο. Αποτελεί μεγάλο βήμα, αλλά όχι αρκετό, για να έχουμε μια μακρόπνοη συνεχή ανάπτυξη.
Τέλος, ακόμα ένα ζήτημα που τέθηκε στη συνέντευξη του κ. Στουρνάρα είναι οι αυξήσεις των μισθών. Μπορεί μέχρι τώρα στην Ελλάδα, λόγω των σχετικά χαμηλών παραγωγικών δυνατοτήτων που διαθέτουμε σε σχέση με πιο ανεπτυγμένες οικονομίες, να μην έχουν παρουσιαστεί ισχυρές αυξήσεις στους μισθούς, αλλά όσο βελτιώνεται η οικονομική κατάσταση της εγχώριας αγοράς, τόσο γίνεται –ενδεχομένως– και πιο στενή η αγορά εργασίας, με τους εργαζόμενους να αποκτούν διαπραγματευτική ισχύ και να απαιτούν υψηλότερους μισθούς. Ευρύτερα, με την ανάπτυξη που αναμένεται πως θα καταγραφεί τα επόμενα χρόνια, η οποία μπορεί να μην είναι ιδιαίτερα μεγάλη, λόγω της ρευστής τρέχουσας κατάσταση –εκτιμάται από την Τράπεζα της Ελλάδος 2,3% για το 2023 και 3% περίπου για τα επόμενα χρόνια–, αλλά προβλέπεται να είναι σχεδόν διπλάσια από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, πιθανόν να παρουσιαστεί άνοδος στις τιμές των υπηρεσιών.
Από τη μία, αυτό ανεβάζει το συνολικό βιοτικό επίπεδο της κοινωνίας. Από την άλλη, όμως, σε μια περίοδο που ο πληθωρισμός βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα και οι προσδοκίες του κοινού είναι ευαίσθητες, μια αύξηση στους μισθούς μπορεί να είναι επικίνδυνη. Δηλαδή, αν η μοναδιαία αύξηση στο κόστος εργασίας είναι μεγαλύτερη από τη μοναδιαία αύξηση των κερδών, τότε θα εμφανιστεί το φαινόμενο του σπιράλ τιμών-μισθών, που θα οδηγήσει σε στασιμοπληθωρισμό. Αυτό σημαίνει περαιτέρω νομισματική «σύσφιξη» και υψηλότερη πιθανότητα πυροδότησης χρηματοπιστωτικής αστάθειας και, κατ’ επέκταση, ύφεσης. Σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα, αυτό ίσως παρουσιαστεί κατά το 2023 και το 2024. Για αυτό, οι Κεντρικές Τράπεζες, με την περιοριστική πολιτική που ασκούν, προσπαθούν να στοχεύσουν και στην αποτροπή πλήρους απασχόλησης στην αγορά εργασίας, παρόλο που είναι ένας από τους κύριους στόχους τους η επίτευξή της.
Τέλος, θα σχολιάσουμε και τα εξής λόγια του κ. Στουρνάρα: «Αυτός ο φανατισμός παλιά των Κεντρικών Τραπεζών που έλεγε «είμαστε ανεξάρτητοι και δε μιλάμε» δεν ισχύει πια. Η πανδημία έδειξε ότι πρέπει να μιλάμε. Το να είσαι ανεξάρτητος δεν σημαίνει ότι δεν πρέπει να μιλάμε μεταξύ μας οι νομισματικές αρχές με τις δημοσιονομικές αρχές». Ανέφερε, επίσης, ότι στις κρίσεις των τελευταίων ετών, νομισματική και δημοσιονομική πολιτική «αλληλοσυμπληρώθηκαν». Και από όσο φαίνεται υπάρχει ανάγκη να συνεχίσει και να ισχυροποιηθεί αυτή η συμπόρευση, κάτι που είχε σταματήσει κατά το πληθωριστικό ξέσπασμα, το 2022.
Σίγουρα, η συμπόρευση των δύο ξεχωριστών αρχών είναι αναγκαία αυτή τη στιγμή, αλλά, ίσως, να μην είναι και τόσο καλή, γενικά. Η δημοσιονομική πολιτική επηρεάζεται, κατά καιρούς, από πολιτικές σκοπιμότητες, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε «λάθος» αποφάσεις, εφόσον δεν υπάρχουν οι απαραίτητοι περιορισμοί στις παρεμβάσεις τους. Οι νομισματικές αρχές, αντιθέτως, έχουν έναν πιο τεχνοκρατικό χαρακτήρα, που τις οδηγεί –περισσότερο– σε πιο «αμερόληπτες» ενέργειες, χωρίς, βέβαια, αυτό να σημαίνει πως δεν χρειάζεται και σε αυτές να τίθενται περιορισμοί στις διακριτικές τους παρεμβάσεις. Μπορεί αυτή η αλληλεξάρτηση να οδηγήσει σε μια ισορροπία, μπορεί, όμως, να δημιουργήσει συχνές «συγκρούσεις», με αποτέλεσμα οι πολιτικές της μίας να αντισταθμίζουν αυτές τις άλλης, όπως συνέβη σε αρκετές περιπτώσεις το 2022, που οι δημοσιονομικές επεκτάσεις των Κυβερνήσεων άμβλυναν την αποτελεσματικότητα της μετάδοσης της νομισματικής «σύσφιξης» των Κεντρικών Τραπεζών.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Συνέντευξη του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα στην εκπομπή «Συμβαίνει στην Ευρώπη» της ΕΡΤ και στον δημοσιογράφο Γιώργο Παπαγεωργίου, bankofgreece.gr, διαθέσιμο εδώ
- ΟΟΣΑ: Ο μέσος πραγματικός μισθός στην Ελλάδα μειώθηκε 7,4% το 2022 λόγω πληθωρισμού, naftemporiki.gr, διαθέσιμο εδώ