Της Αναστασίας Μπουραντά,
Πολλές χώρες στον κόσμο, παρά τις τόσες προόδους που έχουν σημειώσει και τη χειραφέτησή τους από άλλα ξένα εδάφη, εξακολουθούν κατά τον ένα ή τον άλλο τρόπο, άλλες λιγότερο και άλλες περισσότερο, να εξαρτώνται από τις διάφορες ισχυρές και πλούσιες δυνάμεις της εποχής μας. Και η εξάρτηση αυτή, δυστυχώς, έχει πολλές μορφές. Υπάρχει η πολιτική και η πολιτιστική εξάρτηση, που αποτελούν τις χειρότερες μορφές εξάρτησης, αλλά υπάρχει και η οικονομική, που έχει και αυτή αφήσει τα δικά της σημάδια.
Συχνά, ξεκινώντας από την οικονομική εξάρτηση, μια χώρα οδηγείται και σε άλλες μορφές. Στην κατηγορία αυτή των εξαρτημένων οικονομικά χωρών, που ως έναν βαθμό υπάγεται και η χώρα μας, ανήκουν ιδίως οι φτωχές, υποανάπτυκτες και πολιτιστικά καθυστερημένες χώρες της γης. Αλλά και μερικές άλλες χώρες που έχουν μια μερική ανάπτυξη, που στην ουσία, όμως, την οφείλουν, κυρίως, στην ξένη οικονομική βοήθεια και, δευτερευόντως, στη δική τους προσπάθεια.
Ανάλυση του όρου «εξαρτημένη οικονομία»
Με τη λέξη εξαρτημένη εννοούμε εκείνη την οικονομία κάποιας χώρας που δεν μπορεί να αναπτυχθεί στηριγμένη μόνο στους δικούς της ενεργειακούς πόρους, τις εγχώριες πρώτες ύλες και τα εθνικά κεφάλαια. Έτσι, για να λειτουργήσει ο μηχανισμός της ανάπτυξης, η δεδομένη χώρα, είναι υποχρεωμένη να δεχτεί την εισαγωγή κεφαλαίων από το εξωτερικό, άλλους ενεργειακούς πόρους ή και ακόμα να ζητήσει τις μεθόδους οργάνωσης και διοίκησης, την απαραίτητη τεχνολογία άλλων αναπτυγμένων χωρών και να φέρει ξένα αγαθά, άλλα είδη βασικού εξοπλισμού και ξένους τεχνικούς για τη συντήρηση, τη λειτουργία τους και την κατασκευή μεγάλων τεχνικών έργων. Συνεπώς, η χώρα έχει ανάγκη συνέχεια από την τεχνογνωσία και τους πόρους ξένων χωρών, που την εφοδίασαν με τα παραπάνω μέσα.
Συχνό φαινόμενο, επίσης, είναι μια υποανάπτυκτη χώρα να διαθέτει πρώτες ύλες και ορυκτό πλούτο, αλλά μη μπορώντας, λόγω ανεπάρκειας, γνώσεων, κεφαλαίων και τεχνολογίας, να τον εκμεταλλευτεί η ίδια, να αναθέτει την αξιοποίησή τους σε ξένα και αναπτυγμένα κράτη ή πολυεθνικές και μετά να δέχεται τις δικές της πρώτες ύλες επεξεργασμένες από τους ξένους!
Πάντως, πολλές υποανάπτυκτες χώρες σήμερα για να πετύχουν τη γρήγορη οικονομική τους ανάπτυξη έχουν καταφύγει στην εξωτερική βοήθεια, με αποτέλεσμα να έχουν δεσμευθεί οικονομικά από κάποια ή κάποιες ξένες χώρες. Την οικονομία μιας τέτοιας χώρας, που δεν είναι αυτοδύναμη, αλλά ελέγχεται, ως ένα βαθμό, από κάποια τρίτη χώρα, την ονομάζουμε «εξαρτημένη οικονομία».
Μια τέτοια εξάρτηση, όπως είναι φυσικό, φέρνει δυσμενείς επιδράσεις στη ζωή μιας χώρας, γιατί, πέρα από το ότι της στερεί τη δυνατότητα να πετύχει μια αυτοδύναμη οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη, τη δεσμεύει –άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο– στην άσκηση ανεξάρτητης εξωτερικής πολιτικής. Ιδίως σε κρίσιμες περιόδους, καθώς η χώρα εξαρτάται σε πρώτες ύλες, σε τεχνολογικό υλικό και σε άλλα οικονομικά μέσα από μια άλλη ισχυρότερη και είναι υποχρεωμένη, προφανώς, να κάνει υποχωρήσεις απέναντί της ή να δεχθεί συμβιβασμούς για να εξασφαλίσει τον αναγκαίο εξοπλισμό για τον στρατό και τη βιομηχανία της. Ως αποτέλεσμα, χάνει αυτόματα σημαντικό μέρος της αυτονομίας της.
Επιπρόσθετα, στην περίπτωση που έχει δεχθεί κεφάλαια, είτε ιδιωτικά είτε κρατικά, αισθάνεται δεσμευμένη προς την ξένη ισχυρή χώρα. Αυτό έχει ως συνέπεια, πέρα από την εξωτερική πολιτική της, να επηρεάσει έντονα και τη εσωτερική γίγνεσθαι. Κατ’ επέκταση, αυτό θα είχε και σοβαρή επίδραση στον τρόπο και την ποιότητα ζωής ολόκληρης της κοινωνίας. Βέβαια, όπως προαναφέρθηκε, το φαινόμενο της οικονομική εξάρτησης (ή αλληλεξάρτησης σε ορισμένες περιπτώσεις) δεν παρουσιάζεται παντού στον ίδιο βαθμό, ούτε αφήνει το ίδιο στίγμα σε όλες τις περιπτώσεις. Συνήθως, οι μικρές και φτωχές χώρες έχουν υποχρέωση να αμύνονται συνέχεια στις σχετικές πιέσεις που δέχονται από τους ισχυρούς, ώστε να μπορέσουν να κρατήσουν τουλάχιστον την ταυτότητά τους.
Πώς μπορεί, όμως, μια μικρή χώρα να γίνει οικονομικά αυτάρκης;
Θεωρητικά τουλάχιστον, υπάρχει τρόπος. Πιο συγκεκριμένα, η χώρα αυτή θα μπορούσε να φροντίσει, να εκμεταλλευθεί τις δικές της εγχώριες πηγές, να αναπτύξει τους δικούς της ενεργειακούς πόρους, να εκπαιδεύει το δικό της προσωπικό και να στηριχθεί αποκλειστικά στην εργασία του δικού της εργατικού δυναμικού. Έτσι, υπάρχει ελπίδα να αναπτύξει αυτοδύναμη οικονομία και να αποφύγει την εξάρτηση. Αλλά κάτι τέτοιο, μπορεί να φαίνεται θεωρητικά εφικτό, στην πράξη, όμως, είναι δύσκολο, γιατί προϋποθέτει την ύπαρξη ορυκτού πλούτου, πρώτων υλών, ενεργειακών πόρων, τεχνολογική βάση και ένός καλού, σχετικά, εκπαιδευτικού συστήματος. Όλα αυτά, όμως, είναι αδύνατο να συνυπάρξουν σε μια μικρή ή φτωχή χώρα. Επίσης, με τον ρυθμό που που εξελίσσονται σήμερα οι οικονομίες, η ανάπτυξη μια αναπτυσσόμενης χώρας μπορεί να χρειαστεί δεκάδες ή και εκατοντάδες χρόνια, ενώ οι άλλες χώρες θα προχωρούν μπροστά με άλματα. Ένας σωστός, λοιπόν, τρόπος ανάπτυξης θα ήταν η «φτωχή» χώρα να εντείνει τις προσπάθειές της, να εκμεταλλεύεται τους δικούς της πόρους και να δέχεται τη βοήθεια και τη συνεργασία από τους ξένους, χωρίς μεγάλες υποχωρήσεις και οδυνηρά ανταλλάγματα και χωρίς, σε όσο βαθμό είναι δυνατό, τη μείωση της εθνικής ανεξαρτησίας και αξιοπρέπειας.
Συνοψίζοντας, πολλές μικρές και αναπτυσσόμενες χώρες εξαρτώνται οικονομικά και τεχνολογικά από άλλες πιο πλούσιες και προηγμένες. Η εξάρτηση αυτή γεννάει σοβαρούς κινδύνους για την εθνική αυτονομία και κυριαρχία των αδύναμων χωρών, ενώ, παράλληλα, εντείνει τη δυσαρμονία στις διεθνείς σχέσεις. Ευθύνη γι’ αυτό, αρχικά, φέρουν οι ισχυρές δυνάμεις, αλλά και οι αδύνατες χώρες, που έχουν υποχρέωση να επιδιώκουν την ανάπτυξή τους στηριγμένες περισσότερο στις δικές τους δυνάμεις. Θα πρέπει να δέχονται εξωτερική βοήθεια, αλλά μόνο όταν κρίνεται αναγκαίο. Τέλος, οποιαδήποτε ανάπτυξη οικονομικών σχέσεων είναι απαραίτητο να γίνεται στο πλαίσιο μιας ισότιμης συνεργασίας και όχι υπονομεύοντας την αδύναμη πλευρά.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Ενα νέο εξαγωγικό πρότυπο: η ελληνική εξαγωγική αλυσίδα, kathimerini.gr, διαθέσιμο εδώ
- Εθνική σχολή δημοσίας διοίκησης, Το φαινόμενο της οικονομικά εξαρτημένης αυτοαπασχόλησης, Αναστασία Σιταρά, 2008