Του Γιώργου Κοσματόπουλου,
Ένα μήνα πριν τις βουλευτικές εκλογές της 21ης Μαΐου, τα επιτελεία εντατικοποιούν τις προσπάθειές τους για το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα, επενδύοντας στα δυνατά σημεία των αρχηγών και των σχηματισμών τους και προσπαθώντας να αποσύρουν από το προσκήνιο τα αρνητικά τους.
Η Ν.Δ. βρίσκεται σε τροχιά μερικής ανάκαμψης μετά τη σημαντική φθορά που υπέστη, ένεκα της τραγωδίας των Τεμπών. Δημοσκοπικά, καταγράφει ένα ασφαλές προβάδισμα από τον δεύτερο ΣΥ.ΡΙΖ.Α., αλλά το μεγάλο στοίχημα του κυβερνώντος κόμματος είναι η επίτευξη της αυτοδυναμίας στις δεύτερες κάλπες, στις οποίες ο νυν Πρωθυπουργός έχει δηλώσει πως θα οδηγήσει τη χώρα. Για να εισέλθει σε τροχιά αυτοδυναμίας, οφείλει να επιτύχει ένα ποσοστό της τάξεως του 33-34% στις εκλογές που θα διεξαχθούν με την απλή αναλογική, ώστε κατόπιν να ποντάρει στην παράσταση νίκης, την προοπτική της εξουσίας και τη θέληση της πλειοψηφίας των πολιτών για κυβερνητική σταθερότητα. Σημαντικό στοιχείο αποτελεί, επίσης, η τελική εξέλιξη του ζητήματος της καθόδου ή μη του κόμματος Κασιδιάρη, αλλά και η σημαντική ενίσχυση που καταγράφει το κόμμα Βελόπουλου στη Βόρεια Ελλάδα, σε περιοχές που θεωρούνται «κάστρα» της Ν.Δ.
Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. επιχειρεί, προς ώρας τουλάχιστον, να επωφεληθεί της όποιας φθοράς της Κυβέρνησης. Πρόκειται για μία στρατηγική με περιορισμένα αποτελέσματα, ως έχει αποδειχθεί στην περίπτωση των Τεμπών, αλλά και σε άλλα ζητήματα, που η Κυβέρνηση Μητσοτάκη πιέστηκε. Αποτελεί, όμως, και μονόδρομο, μιας και σε επίπεδο «θετικού αφηγήματος» δεν πείθει. Είναι νωπές ακόμη οι μνήμες της πενταετίας Τσίπρα, των Κυβερνήσεων ΣΥ.ΡΙΖ.Α. – ΑΝ.ΕΛ. και του τρίτου και χειροτέρου Μνημονίου, με αποτέλεσμα κάθε φορά που η σύγκριση οδηγείται στα κυβερνητικά πεπραγμένα, το κόμμα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης να χάνει.
Σαν να μην έφτανε η δημοσκοπική στασιμότητα και η αδυναμία του να κεφαλαιοποιήσει την κυβερνητική φθορά, ήρθαν στην επιφάνεια και υποθέσεις που χτυπούν καίρια το όποιο ηθικό πλεονέκτημα υποστήριζε ότι έχει ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α., έναντι των φορέων του παραδοσιακού μεταπολιτευτικού δικομματισμού. Το πρώτο χτύπημα ήταν η βίλα Ραγκούση, το δεύτερο και ισχυρότερο, που βρίσκεται, μάλιστα, εν εξελίξει, είναι η υπόθεση Γεωργούλη. Αν σε όλα τούτα προσθέσει κάποιος τις παλινωδίες της υπόθεσης Πολάκη, που εξέπεμψε στην κοινωνία την εικόνα ενός αδύναμου Τσίπρα που όμηρος του «βαθέως ΣΥ.ΡΙΖ.Α.» αδυνατεί να προσεγγίσει το πολιτικό Κέντρο, είναι φανερό ότι πλέον η προσπάθεια επικεντρώνεται στο μεγαλύτερο δυνατό κλείσιμο της «ψαλίδας» και στη δημιουργία συνθηκών που θα καθιστούν αδύνατη την επίτευξη αυτοδυναμίας εκ μέρους της Ν.Δ.
Το ΠΑ.ΣΟ.Κ. δίνει τον υπέρ πάντων αγώνα προς επίτευξη ενός ισχυρού διψήφιου ποσοστού στην πρώτη κάλπη. Τουτέστιν, ενός ποσοστού από 12% και πάνω, το οποίο θα του επιτρέψει να μπει σε μια ενδεχόμενη συζήτηση συνεργασιών από σχετική ισχυρή θέση, αλλά και να έχει περιθώρια επιβίωσης στις δεύτερες κάλπες, που πιθανότατα θα προκύψουν. Είναι βέβαιο ότι μια εκλογική αναμέτρηση, με το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής μάλιστα, θα βάλει το κόμμα στον αγώνα να διέλθει τις συμπληγάδες της πόλωσης. Ειδικά η διαφορά Ν.Δ.-ΣΥ.ΡΙΖ.Α. στις πρώτες εκλογές δεν είναι μεγάλη. Πρόκειται για ένα μεγάλο στοίχημα για τον Ανδρουλάκη, ο οποίος, άλλωστε, έχει θέσει και τον πήχη για το κόμμα του.
Τα υπόλοιπα κόμματα θα προσπαθήσουν να εκμεταλλευτούν στον μεγαλύτερο βαθμό την απλή αναλογική, εισπράττοντας, παράλληλα, από τη φθορά των μεγαλύτερων. Το Κ.Κ.Ε. ατενίζει με αισιοδοξία το μέλλον του, λόγω της οργανωτικής του υπεροχής, της σταθερής βάσης του, της δυνατότητάς του να αλιεύει την αντισυστημική ψήφο και της σαφούς βελτίωσης που έχει να επιδείξει στο επικοινωνιακό κομμάτι. Βαρουφάκης και Βελόπουλος, επίσης, «παίζουν» αντισυστημικά, με τον πρώτο να ποντάρει στη στασιμότητα και τη φθορά του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. και τον δεύτερο να φιλοδοξεί να εκφράσει στην κάλπη δυσαρεστημένους παραδοσιακούς Δεξιούς ψηφοφόρους της Ν.Δ., που πέραν των κυβερνητικών πεπραγμένων σε τομείς όπως η ακρίβεια νιώθουν να ασφυκτιούν στο «κεντρώο αφήγημα» της Κυβέρνησης Μητσοτάκη.
Εν κατακλείδι, ο πολιτικό χρόνος ενόψει των εκλογών είναι ταυτόχρονα περιορισμένος και πυκνότατος. Το βέβαιο είναι ότι θα δούμε πολλά σε αυτόν τον ένα μήνα μέχρι τις πρώτες εκλογές, ενώ δεν θα πρέπει κάποιος να έχει πολλές προσδοκίες για το επίπεδο του δημοσίου λόγου κι, εν γένει, τον βαθμό σοβαρότητας που θα επικρατήσει. Αμφίβολο είναι ακόμα και το αν θα μπορέσει να διοργανωθεί ντιμπέιτ μεταξύ όλων των αρχηγών των κοινοβουλευτικών κομμάτων, με όποια αξία, βέβαια, έχει η αγγαρεία των παράλληλων μονολόγων που έχουμε κατά καιρούς παρακολουθήσει.