Του Δημήτρη Τσέλικα,
Πέρα από τους δώδεκα περίφημους άθλους του, ο μεγάλος Ηρακλής έκανε και άλλα κατορθώματα, εξίσου δύσκολα και θαυμαστά. Ωστόσο, η ζωή του περιελάμβανε και περιστατικά αστεία και περίεργα, όπως αυτό που θα διηγηθούμε σήμερα.
Οι Κέρκωπες ήταν δύο νάνοι αδελφοί, πασίγνωστοι κλέφτες. Αυτοί κατοικούσαν στις νήσους Πιθηκούσες, κοντά στην Καμπανία ή στην Οιχαλία ή στην Έφεσο, αλλά γύριζαν τον κόσμο, από πόλη σε πόλη και από χωριό σε χωριό, κάνοντας κλοπές και απάτες. Εντούτοις, επειδή πάντοτε μαζί με αυτά έκαναν και χωρατά και γελοία καμώματα, στο τέλος οι άνθρωποι πάντα τους συγχωρούσαν και κατόρθωναν να την βγάλουν καθαρή. Τα ονόματά τους ήταν Κάνδουλος και Άτλας ή Ώλος και Ευρύβατος ή Πάσσαλος και Άκμων, και ήταν γιοι της Θείας και του Ουρανού. Υπάρχει η εκδοχή πως ο Κάνδουλος και ο Άτλας ήταν παλαιότεροι, αφού τους ζητήθηκε από τον Δία να τον βοηθήσουν στην Τιτανομαχία, όμως αφού τους πλήρωσε, αυτοί τον εξαπάτησαν και δεν βοήθησαν. Έτσι, οργισμένος εκείνος τους μεταμόρφωσε σε πιθήκους (εξ ου και Πιθηκούσες). Ο Πάσσαλος και ο Άκμων, επομένως, είναι αυτοί με τους οποίους θα ασχοληθούμε.
Μια μέρα, ο Ηρακλής περπατούσε πηγαίνοντας στην Έφεσο. Επειδή είχε πολύ καυτή μέρα, το μεσημέρι ξάπλωσε κάτω από ένα δέντρο και τον πήρε ο ύπνος. Περνώντας από εκείνο το σημείο οι Κέρκωπες, αποφάσισαν να του κλέψουν τα όπλα. Πλησίασαν σιγά σιγά για να μην τον ξυπνήσουν, και του πήραν την ασπίδα. Την έκρυψαν πίσω από έναν θάμνο και γύρισαν παίρνοντάς του το τόξο και τα βέλη. Μετά προσπάθησαν να του πάρουν το ρόπαλο, όμως επειδή ήταν βαρύ το παράτησαν. Έμενε το ξίφος του, το οποίο όμως ήταν περασμένο στην μέση του. Δύσκολο να του το πάρουν χωρίς να τους αντιληφθεί, αλλά οι δύο κλεφτάκοι το προσπάθησαν. Από το τράβηγμα όμως, ο Ηρακλής ξύπνησε.
Οι Κέρκωπες δεν τα έχασαν και το έριξαν στις τούμπες και στα πηδήματα – παλιά τους τέχνη κόσκινο. Ο Ηρακλής κατάλαβε ότι πήγαν να του κλέψουν το σπαθί, και θύμωσε. Όταν δε είδε ότι έλειπαν και τα άλλα όπλα του έγινε έξω φρενών, και όλοι ξέρουμε τι ήταν ικανός να κάνει ο Ηρακλής όταν εκνευριζόταν. Όπως σηκώθηκε, είδε τα όπλα πίσω από τον θάμνο και σκέφτηκε να χτυπήσει τους Κέρκωπες. Βέβαια, σκέφτηκε, μία να τους έδινε θα τους άφηνε στον τόπο. Τους λυπήθηκε, λοιπόν, και συγκρατήθηκε. Αυτοί είδαν ότι ο γίγαντας χαλάρωσε και έκαναν να φύγουν. «Αμ δε!» φώναξε ο Ηρακλής. «Ελάτε εδώ πουλάκια μου! Θα σας πάω στην Έφεσο να δικαστείτε για την κλοπή που κάνατε!», είπε, και τους βούτηξε. Τους έδεσε από τα πόδια πάνω στο κοντάρι του, έναν στη μια άκρη και έναν στην άλλη, και κίνησε για την Έφεσο.
Οι Κέρκωπες, όμως, ως γελωτοποιοί που ήταν, ακόμα και δεμένοι στο κοντάρι το έριξαν στις τούμπες και στις γκριμάτσες. Σύμφωνα και με μια εκδοχή του μύθου, έτσι ανάποδα που κρέμονταν, βλέποντας τα οπίσθια του Ηρακλή που φαίνονταν μαύρα από τις πυκνές και μεγάλες τρίχες του, θυμήθηκαν την μητέρα τους που τους είχε πει να προσέχουν να μην πέσουν στον Μελάμπυγο (αυτόν με τα μελανά οπίσθια), και άρχισαν να γελάνε. Ο Ηρακλής διασκέδαζε με τα καμώματά τους σε όλη τη διαδρομή, και όταν τους είδε να γελάνε τους ρώτησε γιατί. Αυτοί του είπαν, ο Ηρακλής ξεκαρδίστηκε και αποφάσισε να τους αφήσει να φύγουν. Τους έλυσε, και αυτοί με δυο δρασκελιές απομακρύνθηκαν. Αν όμως τους συγχώρησε ο ήρωας, ο πατέρας του δεν το έκανε. Οργίστηκε ο Δίας για αυτό που έκαναν στον γιο του και τους μεταμόρφωσε σε πέτρες. Λέγεται μάλιστα ότι ακόμα και σήμερα, έξω από την Έφεσο, υπάρχει ένας βράχος με δύο μορφές νάνων επάνω του. Αυτοί είναι οι Κέρκωπες, που έμειναν εκεί αιώνια.
Σε έναν πιθανό αποσυμβολισμό του μύθου, οι Κέρκωπες ήταν μια φυλή ληστών και κακοποιών της περιοχής της Λυδίας, που δρούσαν κοντά στην Έφεσο. Όταν ο Ηρακλής υπηρετούσε ως δούλος στην βασίλισσα της Λυδίας, Ομφάλη, τους εξολόθρευσε. Άλλους τους φόνευσε, άλλους τους αιχμαλώτισε και τους παρέδωσε στην Ομφάλη. Σώζονται μάλιστα και δύο αποσπάσματα από το λεξικό της Σούδας: «Κέρκωπές τε πολλὰ κακὰ τριόδους πατέοντες Βοιωτῶν σίνοντο. Γένος δ’ ἔσαν Οἰχαλῆες, Ὦλος τ’ Εὐρύβατος τε, δύο βαρυδαίμονες ἄνδρες» και «Ψεύστας, ὑπεροπῆας, ἀμήχανά τ’ ἐργάσαντας ἐξαπατῆρας. Πολλὴν δ’ ἐπὶ γαῖαν ἰόντες ἀνθρώπους ἀπατέσκον, ἁλωμένοι ἥματα πάντα». Επιβίωναν επίσης οι εκφράσεις κερκωπίζειν, Κερκώπιος αγορά κ.α.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Σταγειρίτης, Αθανάσιος (2015), Ωγυγία ή Αρχαιολογία, τμ. Δ΄, Αθήνα: Εκδόσεις Διανόηση.
- Τσοτάκου – Καρβέλη Αικ. (2012), Λεξικό Ελληνικής Μυθολογίας, Έκδοση εφημερίδας Τα Νέα.
- Στεφανίδης, Μεν. (2003), Ηρακλής, Αθήνα: Εκδόσεις Σίγμα.