Της Ραφαέλας Παπαστεργίου,
Αναμφίβολα η κοινωνία του 21ου αιώνα ζει στην εποχή της πληροφορικής επανάστασης, όπου οι πολίτες διαθέτουν τη δυνατότητα πρόσβασης σε διευρυμένο όγκο πληροφοριών. Αν και η υπερπληροφόρηση, η οποία εμπεριέχει την παραπληροφόρηση (disinformation), τα ψεύτικα νέα (fake news), την ελλιπή πληροφόρηση και την προπαγάνδα, καθιστά απαραίτητη την κριτική σκέψη για τον έλεγχο της πληροφορίας, ο μέσος άνθρωπος επιλέγει τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης (social media) για την καθημερινή ενημέρωση. Σύμφωνα με έρευνα που διεξήχθη από το ερευνητικό κέντρο Pew, 7 στους 10 Αμερικανούς χρησιμοποιούν το διαδίκτυο, όντας συνδεδεμένοι μεταξύ τους, δημιουργώντας περιεχόμενο και παραμένοντας ενημερωμένοι.
Πρώτο στις προτιμήσεις των Αμερικανών χρηστών είναι το Facebook με 74%, με το Instagram να έρχεται δεύτερο με 63% και τα υπόλοιπα μέσα να έπονται. Επιπλέον, έρευνες δείχνουν, ότι η μνήμη συγκρατεί τις εικόνες συγκριτικά ευκολότερα από τις λέξεις. Ακόμη, μια εικόνα ή ένα βίντεο μπορεί να γίνει viral μέσα σε δευτερόλεπτα. Η απήχηση, λοιπόν, είναι δεδομένη, χρειάζεται όμως να εξεταστούν οι δυνατότητες των πλατφόρμων κοινωνικής δικτύωσης (Facebook, Instagram, Twitter, LinkedIn, Snapchat και άλλες) τόσο από τους ιδιωτικούς όσο και από τους κρατικούς φορείς.
Το ανεκμετάλλευτο μέχρι στιγμής Instagram θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από τη Δημόσια Διπλωματία, ώστε να ασκηθεί ισχυρότερη εξωτερική πολιτική μέσω της δημιουργίας θετικότερης εικόνας κράτους, ασκώντας επιρροή και ενισχύοντας τη θέση του στο άναρχο και ανταγωνιστικό διεθνές σύστημα. Με 1 δισεκατομμύριο χρήστες μηνιαίως το Instagram μπορεί να χρησιμοποιηθεί προς επίρρωσιν των φορτίων ήπιας ισχύος (soft power) μικρότερων ή μεσαίων κρατών συγκριτικά με μεγάλες δυνάμεις, οι οποίες αφθονούν σε σκληρή ισχύ, που αντιστοιχεί στη δύναμη, δηλαδή στα στρατιωτικά και οικονομικά μέσα επηρεασμού και πρόκλησης φόβου ή δέους.Αναλυτικότερα, μη κυβερνητικοί φορές, ακαδημαϊκοί, διανοούμενοι, επιστήμονες, ιδιωτικοί και δημόσιοι παράγοντες, εταιρείες δύνανται να συνεισφέρουν στη διάνοιξη διόδων επικοινωνίας, με στόχο την εμφάνιση υποστηρικτών στο εξωτερικό και στο εσωτερικό, προωθώντας θετικές νόρμες και καταστέλλοντας αρνητικά στερεότυπα. Συμβάλλουν κατ’ αυτόν τον τρόπο, στη δημιουργία ενός αφηγήματος, το οποίο θα διαδοθεί διεθνώς. Το επονομαζόμενο «nation branding», ελληνιστί η επικοινωνιακή στρατηγική διαχείρισης της εθνικής ταυτότητας ενός κράτους, αποσκοπεί στην ενδυνάμωση των πυλώνων ήπιας ισχύος, επιτρέποντας τη δημιουργία της εικόνας ενός αξιόπιστου έθνους, που αποτελεί παράγοντα σταθερότητας στην περιφέρειά του.
Συγκεκριμένα, η παραπάνω ιδέα εφαρμογής του Instagram στο nation branding έχει ήδη εφαρμοστεί από τις ΗΠΑ μέσω του λογαριασμού του Λευκού Οίκου, τη διαχείριση του οποίου επιμελούνται επαγγελματίες φωτογράφοι. Άξια λόγου είναι η σύγκριση της χρήσης του λογαριασμού κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Obama και του Trump. Από τη μια ο Obama παρουσιαζόταν μέσα από τα μάτια της φωτογράφου του ως οικογενειάρχης, ο οποίος συναντιέται με πολίτες και αντιμετωπίζει εθνικές προκλήσεις με τα μανίκια «σηκωμένα», από την άλλη ο Trump, ο οποίος προβάλλει την σκληρή ισχύ με φωτογραφίες μπροστά από αεροπλάνα, κάνοντας δηλώσεις, οι οποίες παρακινούνται από προσωπικά συμφέροντα. Η απευθυνόμενη στον Trump κριτική υποδηλώνει ότι πίσω από το προβαλλόμενο σκληρό προσωπείο κρύβεται ένας φοβισμένος άνθρωπος τριγυρισμένος από προσωπικό ασφαλείας.Η επικοινωνιακή στρατηγική διαχείρισης μέσω Instagram έχει χρησιμοποιηθεί επίσης από τον Δούκα και τη Δούκισσα του Cambridge με έδρα στο Kensington, William και Kate, και από τον Δούκα και τη Δούκισσα του Sussex, Harry και Meghan. Οι λογαριασμοί διαφέρουν μεταξύ τους, καθώς η βασιλική οικογένεια του Kensington επιλέγει ο λογαριασμός τους να έχει προσωποκεντρικό χαρακτήρα με αναρτήσεις (post), ακολουθούμενα από σχετικά μικρές λεζάντες ή τις περισσότερες φορές χωρίς, ενώ ο Harry και η Meghan τοποθετούν στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος τον ανθρωπολογικό παράγοντα, δίνοντας έμφαση στη φιλανθρωπία. Η επιλογή του κέντρου ενδιαφέροντος φέρει αντίκτυπο στο κοινό και εξυπηρετεί σκοπιμότητες.
Τούτων δοθέντων, είναι εφικτή στην πράξη η δημιουργία θετικής εξωστρεφούς εικόνας ενός κράτους μέσω του Instagram; Τον Μάρτιο του 2017 ο Εθνικός Οργανισμός Τουρισμού της Ιαπωνίας συνεργάστηκε με το Instagram για την προώθηση της καμπάνιας #UnknownJapan, με στόχο να ενισχυθεί ο τουρισμός, οι επενδύσεις, κάνοντας παράλληλα γνωστότερη την ιαπωνική κουλτούρα και πολιτισμό. Στο πρώτο στάδιο της καμπάνιας διοργανώθηκαν συγκεντρώσεις, «Instameets», όπου κάτοικοι διαφόρων περιοχών χωρίς ιδιαίτερη αναγνώριση έμαθαν για την καμπάνια και ξεκίνησαν να χρησιμοποιούν το hashtag ευρύτατα. Πολύ σύντομα, το hashtag έγινε trend σε ολόκληρο τον κόσμο και οι δημιουργοί περιεχομένου άρχισαν να ταξιδεύουν προς την Ιαπωνία. Πράγματι, συγκεντρώθηκαν πάνω από 331 χιλιάδες posts με hashtag #UnknownJapan. Το σημαντικότερο επίτευγμα ήταν η αύξηση του τουρισμού κατά 12.5%, εντός ενός χρόνου, με μειωμένα έξοδα, δεδομένου ότι δεν υπήρχε πολιτική marketing ή πληρωτέες διαφημίσεις.
Η καμπάνια έφερε στην ουσία σε επικοινωνία πολίτες διαφορετικών κρατών και πολιτισμών δίχως καμιά επιβολή από την κυβέρνηση ή προώθηση από ταξιδιωτικά γραφεία με ιδιοτελή συμφέροντα. Είναι δεδομένο, ότι τα social media φέρουν ανεξάντλητες δυνατότητες και περισσότερα κράτη προβλέπεται, να αρχίσουν να τις αξιοποιούν, αναπτύσσοντας τη δημόσια διπλωματία και ενσωματώνοντας σε αυτή το ευρύ κοινό.
Γεννηθείσα το 1995 είναι απόφοιτη του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου και μεταπτυχιακή φοιτήτρια στο τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, με κατεύθυνση Στρατηγική και Διεθνή Πολιτική. Έχει υπάρξει συνεργάτης της Έδρας UNESCO, της Έδρας Ποντιακών Σπουδών, του Ιστορικού Αρχείου Προσφυγικού Ελληνισμού, του Ολυμπιακού Μουσείου Θεσσαλονίκης και έχει συμμετάσχει σε μία σειρά προγραμμάτων, σεμιναρίων και επιστημονικών συνεδρίων.