Toυ Νίκου Χριστοδούλου,
Σε όλη την Ευρώπη, συντελέστηκαν μεγάλες αλλαγές, ως προς τα δικαιώματα της εργατικής τάξης και τη βελτίωση των συνθηκών εργασίας, υπό την πίεση ή χάριν στη σημαντική συμβολή των επαγγελματικών ενώσεων. Παρά τη δογματική νεοσυντηρητική άποψη, που άρχισε να διευρύνεται κατά τις δεκαετίες του ’80 και του ’90 και η οποία θέλει τα συνδικάτα ως προκαθορισμένο αντίπαλο κάθε Κυβέρνησης, η πραγματικότητα αποδεικνύει ότι αυτά είναι δυνητικά εξαιρετικά πολύτιμοι σύμβουλοι, καθώς, αφενός, μεταφέρουν και υπερασπίζονται τις ανάγκες των εργαζομένων στην κεντρική διοίκηση και, αφετέρου, λαμβάνουν μεγάλο μέρος της ευθύνης εφαρμογής των πολιτικών που ψηφίζονται από την Κυβέρνηση.
Τον Ιούνιο του 1936, μόλις λίγες μέρες μετά τη νίκη του Λαϊκού Μετώπου, υπό τον Leon Blum, στις κοινοβουλευτικές εκλογές υπεγράφησαν οι λεγόμενες Συμφωνίες Μεγάρου Matignon (το γραφείο του Γάλλου Πρωθυπουργού) με την ενεργό συμμετοχή της C.G.T. και εκπροσώπων των εργοδοτών, με πρωτοβουλία της Κυβέρνησης.
Αυτές οι συμφωνίες θεσπίζουν και εδραιώνουν, μεταξύ άλλων, το δικαίωμα του «συνεταιρίζεσθαι» και προέβλεπαν αύξηση μισθού άνω του 7 έως 15%, ανάλογα με τους επαγγελματικούς κλάδους ή περίπου 12% κατά μέσο όρο σε όλη τη Γαλλία. Λίγες μέρες αργότερα, αν και τα μέτρα αυτά δεν εμφανίζονται στο πρόγραμμα του Λαϊκού Μετώπου, με δύο νόμους που ψήφισε η Βουλή, καθιερώθηκαν οι πρώτες στην ιστορία της Γαλλίας αργίες μετ’ αποδοχών, οι οποίες διήρκεσαν περί τις δύο εβδομάδες, ενώ και η εργάσιμη εβδομάδα μειώθηκε κατά 8 ώρες (από 48 σε 40). Για τους εργαζόμενους που πηγαίνουν στα χωριά τους στις αργίες ή τις διακοπές δημιουργήθηκαν ειδικά εισιτήρια τρένων με μείωση στην τιμή τους κατά 40%, τα οποία υπάρχουν μέχρι και τις μέρες μας, 87 χρόνια μετά. Παρά το γεγονός ότι οι συμφωνίες αυτές γέννησαν μεγάλη ικανοποίηση και προσδοκίες στους εργαζομένους, δεν αρκούσαν ώστε να σταματήσουν τις διαδηλώσεις και τις καταλήψεις, οι οποίες στρέφονταν κυρίως κατά των εργοδοτών που έφερναν εμπόδια στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και επιδίωκαν την επαναφορά του προηγούμενου σκληρότατου για τους εργαζόμενους καθεστώς.
Στις 29 Ιουλίου του 1936, ψηφίστηκε η συνταξιοδότηση των μεταλλωρύχων και στις 28 Αυγούστου του ίδιου έτους ο νόμος που καθιέρωνε τα επιδόματα ανεργίας. Άρχισε, επίσης, μια πολιτική συντονισμένης εθνικοποίησης στη βιομηχανία όπλων και στην αεροναυπηγική, ενώ το επόμενο έτος δημιουργήθηκε η εθνική υπηρεσία σιδηροδρόμων (S.N.C.F.). Παράλληλα, στην Εθνική Τράπεζα της Γαλλίας, η εποπτεία του κράτους αυξήθηκε και το δικαίωμα ψήφου επεκτάθηκε σε όλους τους μετόχους (μέχρι στιγμής ήταν αποκλειστικό για τους 200 μεγαλύτερους). Τέλος, το νεοιδρυθέν εθνικό διεπαγγελματικό συμβούλιο για τις εγχώριες καλλιέργειες ήταν υπεύθυνο για τη στήριξη των τιμών που πληρώθηκαν στους αγρότες, οι οποίοι επλήγησαν πολύ από την κρίση του 1929.
Εκ των υστέρων, είναι ασφαλές να πούμε ότι χωρίς μια Κυβέρνηση προοδευτικής κατεύθυνσης και ένα εργατικό κίνημα όχι μόνο να έχει θέσει τις βάσεις αυτών των αλλαγών, αλλά, παράλληλα, να τις στηρίζει σταθερά καθ’ όλη την περίοδο διακυβέρνησης του Λαϊκού Μετώπου, καμία μεταρρύθμιση δεν θα κατόρθωνε, τελικά, να υλοποιηθεί και να γίνει μέρος της γαλλικής εργασιακής πραγματικότητας.
Σήμερα, το εργατικό κίνημα της Γαλλίας περνά γι’ άλλη μια φορά στην αντεπίθεση έναντι πολιτικών, που ευνοούν ισχυρά οικονομικά στρώματα σε βάρος των εργατών και των μικρομεσαίων. Η αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης έρχεται να ανατρέψει μια κατάκτηση της γαλλικής κοινωνίας ήδη από το 1981, όταν υπό την Προεδρία του Francois Mitterrand η Κυβέρνηση συνεργασίας σοσιαλιστών-κομουνιστών του Pierre Mauroy έφερε μια σημαντική αλλαγή στο σύστημα συνταξιοδότησης, μειώνοντας το απαιτούμενο όριο ηλικίας από 65 στα 60 χρόνια.
Μετά από 42 χρόνια, υπό την Προεδρία του Emmanuel Macron, η Κυβέρνηση Elizabeth Borne προχωρά σε αύξηση του ορίου σύνταξης και, όμως, αυτό δεν είναι που κυρίως προκαλεί την οργή της γαλλικής κοινωνίας. Η κατάχρηση του άρθρου 49.3 του συντάγματος έχει ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων. Με τη χρήση του νομικού αυτού παραθύρου, η Κυβέρνηση περνά σχεδόν οποιαδήποτε απόφαση επιθυμεί, παρακάμπτοντας το Κοινοβούλιο. Φοβούμενη ότι σε κοινοβουλευτικό επίπεδο θα υποστεί ήττα, η Πρωθυπουργός ανέτρεξε στο άρθρο 49.3 για το συνταξιοδοτικό, γεγονός που παράλληλα με την άρνηση συνομιλίας με επαγγελματικούς και κοινωνικούς φορείς σχετικά με ενστάσεις ή προτάσεις βελτίωσης του νομοσχεδίου, έχουν δοκιμάσει την αντοχή των Γάλλων πολιτών, οι οποίοι πλέον αμύνονται.
Αποτέλεσμα είναι το Παρίσι και μαζί δεκάδες άλλες γαλλικές πόλεις να έχουν μεταβληθεί σε πεδία μαχών, αναστατώσεων και συγκρούσεων μεταξύ αστυνομικών αρχών και διαδηλωτών, ενώ η δυσπιστία των Γάλλων προς το πολιτικό σύστημα μεγαλώνει. Πρέπει, λοιπόν, να γίνει κατανοητό πως με την αλαζονεία και την άρνηση συνεννόησης με τους επαγγελματικούς φορείς, απλώς και μόνο επειδή πιθανώς να συνδέονται με άλλες πολιτικές αντιλήψεις και, συνεπώς, μπορεί να μην συμφωνήσουν στο σύνολο της κυβερνητικής πολιτικής, το μόνο που επιτυγχάνεται είναι η κοινωνική ένταση.
Σαφώς και τα ίδια τα σωματεία πρέπει να μη βιάζονται να απορρίπτουν τις προτάσεις που τους γίνονται, αλλά πρώτη η Κυβέρνηση δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπίζει όργανα εκλεγμένα από τους ίδιους τους εργαζομένους ως εχθρούς. Η εμπειρία διδάσκει ότι οι σπουδαιότερες τομές γίνονται όταν και οι δύο πλευρές επιδεικνύουν καλή θέληση.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- VERGNON, Gilles, Κεφάλαιο II. «Ο φασισμός δεν θα περάσει.» Φεβρουάριος 1934, γέννηση του αντιφασισμού Στο: Αντιφασισμός στη Γαλλία: Από τον Μουσολίνι στη Λεπέν, University Press, 2009
- Jacques Juillard: “À gauche, la culture de gouvernement est en train de disparaître”