20 C
Athens
Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΒουλή: Συγκρότηση και διάλυση του σώματος των αντιπροσώπων του έθνους

Βουλή: Συγκρότηση και διάλυση του σώματος των αντιπροσώπων του έθνους


Του Γιουλιάν Πραπανίκου,

Στα κράτη των σύγχρονων εποχών, το πολίτευμα που φαίνεται να υπερισχύει είναι αυτό της δημοκρατίας. Ετυμολογικά, ο όρος δημοκρατία αποτελείται από το δήμος + κράτος (κρατέω), που σημαίνει ότι οι εξουσίες πηγάζουν από τον Λαό, υπάρχουν υπέρ αυτού και του Έθνους και ασκούνται όπως ορίζει το Σύνταγμα (Αρ.1 παρ.3 Σ.). Υπάρχουν δύο μορφές αυτής: α) η άμεση δημοκρατία, όπου οι αποφάσεις λαμβάνονται ευθέως μέσω των πολιτών, και β) η αντιπροσωπευτική δημοκρατία, όπου η εξουσία του λαού ασκείται δια μέσου των αντιπροσώπων του που οι ίδιοι οι πολίτες επιλέγουν. Στις σημερινές κοινωνίες, λόγω της πολύπλοκης οργάνωσής τους επικρατεί η δεύτερη μορφή, η οποία εμφανίζεται και στους κόλπους του Ελληνικού Κράτους.

Στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία, ο λαός εκλέγει σε τακτά χρονικά διαστήματα, ανάλογα με τον τύπο του πολιτεύματος (λ.χ. Προεδρευόμενη, Προεδρική κλπ.) τους αντιπροσώπους της, τους επικαλούμενους βουλευτές. Στην προκειμένη περίπτωση, ζήτημα ανακύπτει σχετικά με την ανάδειξη της βουλής. Σύμφωνα με το Σύνταγμα, για τη συγκρότηση βουλής απαιτείται η έκδοση Προεδρικού Διατάγματος, με το οποίο αναγνωρίζεται η διάλυση της προϋπάρχουσας βουλής και η χώρα οδηγείται σε εθνικές εκλογές. Με βάση το Αρ.51 παρ. 3 Σ. οι βουλευτές εκλέγονται με άμεση, καθολική και μυστική ψηφοφορία από τους πολίτες που έχουν το εκλογικό δικαίωμα (ενεργητικό εκλογικό δικαίωμα). Όσον αφορά το στοιχείο «καθολική», το δικαίωμα του εκλέγειν ανήκει σε όλους τους Έλληνες ανεξαρτήτως κριτηρίων και οποιοδήποτε διάταξη θέτει περιορισμούς στη δυνατότητα αυτή αντίκειται στο Σύνταγμα. Τα μοναδικά κωλύματα που μπορούν να αποτελέσουν εξαίρεση από τον γενικό κανόνα είναι η μη συμπλήρωση του κατώτατου ορίου ηλικίας, το οποίο από τις 3 Αυγούστου 2016 είναι το 17ο έτος, οι ανίκανοι για δικαιοπραξίες (ΑΚ128), καθώς και τα άτομα που στερούνται του δικαιώματος αυτού, ως συνέπεια αμετάκλητης ποινικής καταδίκης για ορισμένα εγκλήματα.

Πηγή εικόνας: thriassio.gr, Δικαιώματα Χρήσης: intime

Όσον αφορά την αρχή της μυστικότητας, ο εκλογέας έχει το δικαίωμα, αλλά και συγχρόνως την υποχρέωση, να μην ανακαλύπτει το περιεχόμενο της ψήφου του. Για τον λόγο αυτό, δέον καθίσταται, τα πολιτειακά όργανα να λαμβάνουν τα απαραίτητα μέτρα για την τήρηση της αρχής αυτής. Σε περίπτωση όπου υπάρξει παραβίαση, η ψήφος θεωρείται άκυρη και δεν λαμβάνεται υπόψιν. Η μυστικότητα αυτή προστατεύεται μέσω των Άρθρων 70επ., 78επ, και 91επ. του εκλογικού νόμου (π.δ. 26/2012). Ωστόσο, ακόμη και στην περίπτωση όπου δεν υπήρχε πρόβλεψη σε επίπεδο κοινής νομοθεσίας, τυχόν παράβλεψη του στοιχείου «μυστική» θα ερχόταν σε σύγκρουση με το Αρ. 51 παρ.3 εδ.α Σ. Τέλος, με τη ταυτόχρονη διενέργεια των εκλογών που προβλέπει η παρ.4 του προαναφερθέντος άρθρου, δεν νοείται η αναγκαστική διενέργεια της διαδικασίας στο ίδιο χρονικό διάστημα σε όλες τις εκλογικές περιφέρειες της χώρας. Με τη φράση αυτή, λογίζεται η απαίτηση του νομοθέτη η καταμέτρηση των ψήφων και η ανάγνωση των αποτελεσμάτων να γίνονται στο ίδιο χρονικό σημείο, προκειμένου να μην επηρεαστεί η γνώμη κανενός πολίτη από την προτίμηση των υπολοίπων. Ταυτόχρονα, με τον τρόπο αυτό προστατεύεται και η μυστικότητα της ψήφου, όπως ορίζει το Σύνταγμα.

Οι βουλευτές, κατά την ημέρα της εκλογής, δέον είναι να διαθέτουν δύο βασικά προσόντα (Άρ. 55 παρ.1 Σ.): α) να διαθέτουν το δικαίωμα του εκλέγειν και β) να έχουν συμπληρώσει το 25ο έτος της ηλικίας τους. Τα προσόντα αυτά, που αποτελούν τον γενικό κανόνα, θα πρέπει να υπάρχουν την ημέρα όπου διεξάγονται οι εκλογές. Συνεπώς, γίνεται αντιληπτό ότι ανυπαρξία αυτών, κατά την προεκλογική περίοδο, δεν αποτελεί κώλυμα για τους υποψήφιους βουλευτές. Τούτο, όμως, δεν ισχύει και στην περίπτωση όπου συγκροτηθεί η βουλή. Στην περίπτωση αυτή, εάν κάποιος από τους βουλευτές απωλέσει το ενεργητικό εκλογικό δικαίωμα, εκπίπτει αυτοδικαίως από το αξίωμά του (Άρ. 55 παρ.2 Σ.). Εάν συντρέχει ή όχι λόγος έκπτωσης, η κρίση αυτή εναπόκειται στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, σύμφωνα με το Αρ. 100 παρ.1 περ. γ Σ. Οι μόνες εξαιρέσεις στον γενικό κανόνα των προσόντων των βουλευτών είναι τα ασυμβίβαστα και τα κωλύματα των Άρ. 56 και 57 Σ., δηλαδή ακόμη και εάν τα κύρια προσόντα σωρεύονται στο πρόσωπο ενός βουλευτή, η ύπαρξη μίας εκ των προαναφερθέντων εξαιρέσεων θέτει εμπόδιο στην απόκτηση του βουλευτικού αξιώματος.

Πέραν της ανάδειξης και της συγκρότησης της βουλής, αξιόλογη παρουσιάζεται και η διάλυση αυτής, η οποία μπορεί να εκδηλωθεί με ποικίλους τρόπους. Αρχικά, σύμφωνα με το Αρ. 53 Σ., η βουλή που συγκροτείται έχει συνολική θητεία 4 χρόνων. Η έναρξη της θητείας αυτής έχει ως αφετηρία την ημέρα των εκλογών ενώ, ενόψει του όρου «συναπτά έτη», γίνεται δεκτό ότι πρόκειται για τετραετία πραγματικού χρόνου και συνεπώς, δεν τυγχάνει, στην περίπτωση αυτή, πεδίο εφαρμογής η ΑΚ 243 παρ.3. Την επομένη της λήξης της θητείας, με προεδρικό διάταγμα διατάσσεται η διενέργεια γενικών βουλευτικών εκλογών, η οποία δέον είναι να λάβει χώρα μέσα σε 30 ημέρες από την έκδοση του Π.Δ.

Πηγή εικόνας: ipleaders.in

Δεύτερη περίπτωση διάλυσης της βουλής, η οποία προβλέπεται στο σύνταγμα, είναι αυτή της υποχρεωτικής διάλυσης. Ειδικότερα, ο ΠτΔ, σε περίπτωση όπου διαπιστώσει ότι η υπάρχουσα βουλή αδυνατεί να αναδείξει νέο ΠτΔ ή βιώσιμη κυβέρνηση βάση των Άρ. 32 παρ.4 Σ. και Άρ. 37 παρ.3 Σ. αντίστοιχα, υποχρεούται να διαλύσει τη βουλή και να προβεί σε εθνικές εκλογές. Η κήρυξη εκλογών, σε αυτή την περίπτωση, είναι ανεξάρτητη από την ολοκλήρωση ή μη της θητείας των βουλευτών. Όσον αφορά την αδυναμία ανάδειξης νέου ΠτΔ, ο ήδη υπάρχων προβαίνει στην ενέργεια αυτή μέσα σε τακτή δεκαήμερη προθεσμία χωρίς να απαιτείται προσυπογραφή του Π.Δ., κάτι που δεν ισχύει στην περίπτωση αδυναμίας ανάδειξης βιώσιμης κυβέρνησης. Εν προκειμένω, ο ΠτΔ οφείλει να προβεί σε συγκρότηση της βουλής σε σώμα. Μη διενέργεια της υποχρέωσης αυτής, θα ισοδυναμούσε με ακύρωση των αποτελεσμάτων των εκλογών, κάτι που δεν ανήκει στη σφαίρα των αρμοδιοτήτων του.

Διάλυση της βουλής επέρχεται επίσης και με τη λεγόμενη προεδρική πρωτοβουλία. Σύμφωνα με το Άρ. 41 παρ.1 εδ. α Σ., ο ΠτΔ μπορεί να προβεί σε διάλυση της βουλής, στην περίπτωση όπου κατά τη διάρκεια της θητείας έχουν παραιτηθεί ή καταψηφιστεί δύο κυβερνήσεις. Με τον όρο καταψηφιστεί νοείται είτε η μη χορήγηση πρότασης εμπιστοσύνης, είτε η αποδοχή πρότασης δυσπιστίας. Με τον όρο παραίτηση νοείται η παραίτηση της κυβέρνησης ως ολότητα και όχι ατομική παραίτηση του Πρωθυπουργού ή του εκάστοτε Υπουργού. Με την ενέργεια αυτή, ο ΠτΔ, λόγω της στενής σχέσης που φαίνεται να υπάρχει μεταξύ της νομοθετικής και της εκτελεστικής λειτουργίας, προσπαθεί να εγκαθιδρύσει μία κυβερνητική ομαλότητα στην πολιτική σκηνή. Όπως ειπώθηκε, προκειμένου να διαλυθεί η βουλή, σε μία τέτοια περίπτωση απαιτείται η προσυπογραφή του σχετικού π.δ. από τον Πρωθυπουργό. Εντούτοις, εάν ο τελευταίος αρνηθεί, ο ΠτΔ δύναται να προβεί στην ενέργειά του. Πάντως, έως σήμερα, η περίπτωση αυτή δεν έχει τύχει εφαρμογής, λόγω των αυστηρών προϋποθέσεων του Αρ. 45 παρ.1 Σ. και της διακριτικής ευχέρειας που ο ΠτΔ διαθέτει.

Πηγή εικόνας: iefimerida.gr Φωτογράφος και Δικαιώματα χρήσης: ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΟΝΤΑΡΙΝΗΣ / EUROKINISSI

Τέλος, η διάλυση της βουλής μπορεί να συμβεί και με κυβερνητική πρωτοβουλία. Στην περίπτωση αυτή, η διάλυση μπορεί να είναι αιτιώδης ή αναιτιώδης. Στην περίπτωση της αιτιώδους διάλυσης που προβλέπεται στο Αρ. 41 παρ.2 Σ., ο ΠτΔ μπορεί να προβεί σε διάλυση της βουλής ύστερα από πρόταση της κυβέρνησης. Ο δικαιολογητικός λόγος της ενέργειας αυτής έγκειται στην ανανέωση της λαϊκής εντολής, προκειμένου να αντιμετωπισθεί εθνικό ζήτημα εξαιρετικής σημασίας. Διάλυση του βουλευτικού σώματος για το ίδιο θέμα αποκλείεται. Δέον είναι, η κυβέρνηση κατά τον χρόνο διάλυσης να διαθέτει τη δεδηλωμένη εμπιστοσύνη. Από την άλλη πλευρά, αναιτιώδης είναι η διάλυση στην περίπτωση όπου υφίσταται μονοκομματική κυβέρνηση (Αρ. 38 παρ.1 εδ. γ Σ.) και συνεπώς, η παραίτηση σύσσωμου του Υπουργικού Συμβουλίου ή μόνο του Πρωθυπουργού θα έθετε εμπόδιο στη διενέργεια διερευνητικών εντολών, λόγω της απόλυτης πλειοψηφίας που διαθέτει στη βουλή. Εν προκειμένω, δέον είναι να τηρηθεί η διαδικασία του Αρ. 37 παρ.2–3. Έχει υποστηριχθεί η άποψη ότι στο παραπάνω σενάριο θα πρέπει να οδηγηθούμε κατευθείαν στο στάδιο του σχηματισμού οικουμενικής κυβέρνησης, ώστε να προκηρυχθούν εθνικές εκλογές.

Από τα παραπάνω, γίνεται αντιληπτό ότι η βουλή, ως όργανο, διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην πολιτική σκηνή της χώρας. Για τον λόγο αυτό και το Σύνταγμα ορίζει με σαφήνεια και λεπτομέρεια τις προϋποθέσεις συγκρότησης και διάλυσης αυτής.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Συνταγματικό δίκαιο, δεύτερη αναθεωρημένη έκδοση με τη συνδρομή του Στυλιανού-Ιωάννη Γ. Κουτνατζή, Κώστας Χ. Χρυσόγονος, Εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα-Θεσσαλονίκη 2014
  • Παπαδοπούλου, Τ. (2015). Συνταγματικό δίκαιο [Προπτυχιακό εγχειρίδιο], Κάλλιπος, Ανοικτές Ακαδημαϊκές Εκδόσεις

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Γιουλιάν Πραπανίκου
Γιουλιάν Πραπανίκου
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 2003. Σπουδάζει στο τμήμα Νομικής του ΑΠΘ. Έχει κλίση προς το Αστικό και το Συνταγματικό Δίκαιο, ενώ στον ελεύθερό του χρόνο ασχολείται με τη δημιουργική γραφή και την άθληση.