Της Κυριακής Γκουργκούλη,
Από τις απαρχές του χρόνου, ο άνθρωπος είχε την ανάγκη να αυτοκαθοριστεί· ερωτήματα προς την αναζήτηση του Εαυτού τέθηκαν από την αρχαιότητα από τους φιλοσόφους και, αν και φυσικά δεν βρίσκομαι εδώ για να σας δώσω την οριστική και τελεσίδικη απάντηση στο τεράστιο ερώτημα αυτό, σήμερα, χάρη στη δουλειά ανθρώπων, όπως ο ανθρωπολόγος Claude Levi-Strauss, γνωρίζουμε πως ένας τρόπος αυτοκαθορισμού έγκειται στη διαφορά. Πράγματι, για να «υπάρξουμε», για να «κατασκευάσουμε» τον ίδιο μας τον εαυτό, αναγκαζόμαστε πάντα να προσφύγουμε σε αναπόφευκτες συγκρίσεις με τον Άλλο, για τον οποίο έχουμε πάλι «δημιουργήσει» συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, τα οποία εμείς οι ίδιοι δεν μοιραζόμαστε με αυτόν. Έτσι, είμαστε «λευκοί», γιατί εμείς οι ίδιοι δημιουργήσαμε την κατηγορία του «έγχρωμου» ανθρώπου, με όποια χαρακτηριστικά εμείς της αποδώσαμε. Ακόμη πιο απλά, είμαι μία γυναίκα μικρού ύψους, γιατί ακριβώς έρχομαι να συγκριθώ με κάποια πιο ψηλή. Αν η Άλλη, η ψηλή γυναίκα, δεν υπήρχε, δεν θα υπήρχε και λόγος να αυτοπροσδιοριστώ ως «κοντή».
Πού οδηγεί, όμως, αυτό και πώς χρησιμοποιήθηκε για να δημιουργήσει μια λανθασμένη εικόνα για τον Άλλο στο πέρασμα του χρόνου; Πριν προχωρήσουμε, θα ήθελα να αναγνωρίσουμε, αρχικά, πως η δημιουργία ποιοτήτων για τον Άλλο γίνεται από εμάς τους ίδιους, οδηγώντας αναγκαστικά στον ετεροκαθορισμό του. Επομένως, η πραγματικότητα και η αντίληψή μας προς αυτόν, εν τέλει, δημιουργείται από εμάς τους ίδιους. Αυτό, φυσικά, όπως νομίζω έχει αρχίσει να γίνεται εμφανές, μπορεί να γίνει επικίνδυνο, να προάγει στερεότυπα και ρατσισμό.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η χρήση της λέξης «βάρβαρος», μία λέξη που χρησιμοποιήθηκε αρχικά από τους αρχαίους Έλληνες για να χαρακτηρίσει τους Άλλους και στην πραγματικότητα χρησιμοποιήθηκε για να προσδιορίσει τους λαούς εκείνους που δεν είχαν πολιτική οργάνωση, παρόμοια με εκείνη των πόλεων-κρατών. Έτσι, κατευθείαν ο κάτοικος της αρχαίας Αθήνας αποκτά την ιδιότητα του 1) Αθηναίου και 2) πολίτη. Ο «βάρβαρος», από την άλλη, είναι αναγκαστικά ο 1) μη-Έλληνας και, το σημαντικότερο, 2) ο μη-πολίτης, δηλαδή, ο άνθρωπος εκείνος που δεν έχει πολιτειακές αξίες και ανεξαρτησία και, άρα, έχει εκ φύσεως την ανάγκη κάποιου ηγεμόνα για να τον καθοδηγεί.
Από τα παραπάνω προκύπτει αναγκαστικά το ερώτημα: Ποια χώρα έχει το «δικαίωμα» στην ανεξαρτησία; Το πρόβλημα αυτό τέθηκε, άλλωστε, και στην προσπάθεια δημιουργίας ελληνικού κράτους και, πράγματι, οι ξένες δυνάμεις, έχοντας κρίνει τους Έλληνες ανίκανους να κυβερνήσουν το δικό τους κράτος (έχοντας, δηλαδή, αποδώσει οι ίδιες οι δυνάμεις ποιότητες σε αυτούς, χωρίς να προσπαθήσουν να μάθουν τη δική τους οπτική και τον τρόπο αυτοκαθορισμού τους) έστειλαν τους δικούς τους εκπροσώπους και ηγεμόνες για να το κάνουν.
Φυσικά, ο ετεροκαθορισμός δεν οδηγεί στην πρόσδοση μόνο «αρνητικών» για τα δεδομένα του δυτικού κόσμου χαρακτηριστικών. Διαφωτιστές μίλησαν για τον «ευγενή άγριο». Δείτε, σε αυτό το παράδειγμα, πώς ο «άγριος», μια κατηγορία που, επίσης, έχει επινοήσει ο δυτικός άνθρωπος για να αυτοκαθοριστεί τελικά ως «πολιτισμένος», αποκτά «ευγενικά» χαρακτηριστικά· είναι αυτός που δεν έχει διαφθαρεί από τον δυτικό κόσμο, που ζει σε αρμονία με τη φύση και είναι «απλός» και «αγνός». Εδώ, φαινομενικά, τα χαρακτηριστικά που αποδίδονται στον Άλλο είναι «θετικά». Παρ’ όλα αυτά, και σε αυτή την περίπτωση, οδηγούν στην εξωτικοποίησή του, στη δημιουργία μιας ρομαντικής και «απαγορευμένης» μορφής που ζει με έναν τρόπο, ο οποίος γοήτευσε τους δυτικούς που αναζητούσαν ένα καταφύγιο από τη δική τους πραγματικότητα. Θα ήταν, βέβαια, έκπληκτοι, αν συνειδητοποιούσαν ότι οι «εξωτικοί παράδεισοι» που δημιουργούσαν (και ακόμα συνεχίζουν να δημιουργούν) ποτέ δεν υπήρξαν.
Μακρηγορώ, όμως, και φοβάμαι πως έχετε αρχίσει να αναρωτιέστε μήπως έχετε βρεθεί σε λάθος στήλη και πώς σχετίζονται τα παραπάνω με τη μυθολογία; Στην πραγματικότητα, θα μπορούσαμε να πούμε πως οι εικόνες και οι περιγραφές των δυτικών προς τους Άλλους αποτελούν από μόνες τους μύθους, αλλά, όχι, νομίζω πως θα είναι απογοητευτικό να μείνω σε αυτό. Έτσι, θα προχωρήσω στην αναφορά σε δύο παραδείγματα, δύο μύθους που δημιουργήθηκαν μέσω της εξωτικοποίησης του Άλλου.
Το πρώτο είμαι απολύτως σίγουρη πως το γνωρίζετε. Πρόκειται για την Ατλαντίδα, τη μυθική χαμένη ήπειρο (νησί; χώρα;) που πρωτοαναφέρει ο Πλάτωνας και από τότε δεν παύει να εξάπτει τη φαντασία μας. Πρόκειται για έναν τόπο που, σύμφωνα με τα λεγόμενα του Πλάτωνα, μοιάζει με χαμένο παράδεισο επί γης, έναν τόπο ευημερίας και πλούτου, που χάθηκε για πάντα. Φαντάζει ρομαντικό, έτσι; Ακόμα και τώρα, όμως, σκεπτόμενοι την Ατλαντίδα του Πλάτωνα, της αποδίδουμε χαρακτηριστικά που τη συνδέουν με την εικόνα που έχουμε για νησιά απομακρυσμένα από τον δυτικό κόσμο, ανέγγιχτα από αυτό που εμείς επιλέγουμε να ονομάσουμε «πολιτισμό», νησιά με φυλλώδη βλάστηση και χρώμα, άνθρωποι ευτυχισμένοι και πάμπλουτοι. Μία νέα Εδέμ, μα, αλήθεια, μπορούμε εύκολα να σκεφτούμε τι θα συνέβαινε αν την ανακάλυπταν οι Δυτικοί(!).
Στον αντίποδα την Ατλαντίδας, ο μύθος που ακολουθεί παράχθηκε από τους δυτικούς εξερευνητές του 16ου αιώνα που αυτή τη φορά «ανακάλυψαν» (μήπως, τελικά, οι ιθαγενείς την είχαν ήδη ανακαλύψει;) την Παταγονία της Νότιας Αμερικής. Ίσως να έχετε ακούσει για τους μυθικούς Παταγόνες, τους κατοίκους της περιοχής. Ο μύθος που θέλει τους Παταγόνες να είναι γίγαντες, με εξωπραγματικά μεγάλα πόδια (“pata” σημαίνει πόδι στα πορτογαλικά) εξαπλώθηκε γρήγορα στην Ευρώπη πρώτη φορά από τον εξερευνητή Μαγγελάνο, ο οποίος, μάλιστα, λέγεται ότι «αιχμαλώτισε» δύο από αυτούς για να τους φέρει πίσω στην Ευρώπη, μα πέθαναν στο ταξίδι.
Ποιοι ήταν, όμως, οι μυθικοί Παταγόνες στην πραγματικότητα; Η αλήθεια κρύβεται στις… αναλογίες. Βλέπετε, οι ιθαγενείς κάτοικοι της περιοχής, οι Tehuelche, έφταναν στο εξωπραγματικό ύψος του ενός μέτρου και ογδόντα εκατοστών (!), ενώ ο μέσος Ισπανός μετά βίας άγγιζε το ένα μέτρο και πενήντα πέντε εκατοστά. Φαίνεται, λοιπόν, πως καθόλου γίγαντες δεν ήταν οι ιθαγενείς, μάλλον οι δυτικοί ήταν μικροσκοπικοί μπροστά τους. Και ο Μαγγελάνος που κατάφερε να τους αιχμαλωτίσει δεν τους είδε ποτέ σαν ανθρώπους, αλλά σαν δύο εκθέματα για κάποιον human zoo της Δύσης, γιατί ακριβώς αναπαριστούσαν τον Άλλο που πήρε τόσο μυθικές διαστάσεις, ώστε κανείς δεν θα σκεφτόταν να αμφισβητήσει τις διηγήσεις των ταξιδευτών.
Ποιοι είμαστε, λοιπόν, εμείς; Για να δούμε, είμαστε… λευκοί; Είμαστε «πολιτισμένοι»; Είμαστε πλούσιοι; Καλύτερα ακόμα, είμαστε μη-έγχρωμοι, μη-«άγριοι», μη-άνδρες, μη-φτωχοί. Γιατί αν δεν υπήρχε ο Άλλος, τον οποίο εμείς κατασκευάσαμε, χωρίς ούτε μία στιγμή να σταθούμε και να αναρωτηθούμε αν ο ίδιος βλέπει έτσι τον εαυτό του, πώς θα υπήρχε ο Εαυτός; Για αυτόν ακριβώς τον λόγο, όμως, θα πρέπει και να δούμε τον μύθο για τον Άλλο κριτικά, να τον δούμε για αυτό ακριβώς που είναι, έναν μύθο, είτε αυτός αφορά κάθε χαμένη Ατλαντίδα είτε μιλά για μυθικούς γίγαντες στη Νότια Αμερική. Διότι μόνο έτσι θα καταφέρουμε να δούμε πέρα από το πέπλο της δυτικής αποικιοκρατίας και να εξετάσουμε τον Άλλο δίχως τα στερεότυπα που έχουμε δημιουργήσει για αυτόν.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Kuper, Adam (1988), The Reinvention of Primitive Society: Transformations of a Myth, Λονδίνο: Εκδόσεις Routledge.
- ethnos.gr, Ο Φερδινάνδος Μαγγελάνος πλέει για πρώτη φορά σε έναν ήρεμο ωκεανό – Θα τον ονομάσει Ειρηνικό, Διαθέσιμο εδώ