Της Μαρίας Πέπονα,
Στο πρώτο μέρος, εξετάσαμε τους τρεις άξονες από τους οποίους επηρεάζεται και δρα ο τουρκικός γεωπολιτικός παράγοντας και, ιδιαίτερα, υπό την ηγεσία του Erdogan: το Σύνδρομο των Σεβρών, το Σύνδρομο της Λωζάνης, σε σύνδεση με το λεγόμενο «Εθνικό Συμβόλαιο» (Misak-ı Milli), και το δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας». Σε αυτό το μέρος, θα σταθούμε, κυρίως, στους ιδεολογικούς πυλώνες που δόμησαν την τουρκική πολιτική.
Νεο–οθωμανισμός
Πριν τη λήξη της σουλτανικής περιόδου στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, αναπτύχθηκε το κίνημα των Νέων Οθωμανών. Η εποχή, για την οποία γίνεται λόγος, είναι εκείνη της εισροής των εθνικιστικών ιδεών προς τα εδάφη της Αυτοκρατορίας και η μετάφρασή τους σε αποσχιστικές δραστηριοποιήσεις από τους υπόδουλους λαούς. Οι τελευταίοι Σουλτάνοι θέλησαν να αποφύγουν έναν διαμελισμό της Αυτοκρατορίας τους μέσω δυτικότροπων μεταρρυθμίσεων, με σημείο τομής της διαδικασίας αυτής είναι η περίοδος των Τανζιμάτ.
Οι Νέοι Οθωμανοί ήταν πυρήνας διανοούμενων, οι περισσότεροι εξ αυτών απασχολούνταν στην οθωμανική γραφειοκρατία, λόγω του ευρέος φάσματος γνώσεων που κατείχαν. Μορφωμένοι σε ευρωπαϊκά κέντρα, τα μέλη των Νέων Οθωμανών είχαν εμπλουτίσει τη σκέψη τους με ξένες γλώσσες και είχαν γαλουχηθεί με τις ιδέες του φιλελευθερισμού και του εθνικισμού, όπως αυτές είχαν παρουσιαστεί περί το 1848. Σύντομα, η ομάδα αυτή περιήλθε σε έντονη διαφωνία με άλλα στελέχη της οθωμανικής γραφειοκρατικής βάσης, με αποτέλεσμα την περιθωριοποίησή τους από την εγχώρια πολιτική πραγματικότητα και το μεταρρυθμιστικό έργο.
Το κίνημα αυτό έλαβε νέα πνοή, κατά τη δεκαετία του 1860, με την προσφυγή τους στον ολοένα αναπτυσσόμενο τομέα της δημοσιογραφίας ως μέσου επικοινωνίας της ιδεολογίας τους με τον λαό και κριτικής προς τα τεκταινόμενα της πολιτικής κατάστασης της Αυτοκρατορίας. Καθώς το κλίμα διαμορφωνόταν από την άρχουσα τάξη εναντίον των Νέων Οθωμανών, οι περισσότεροι από αυτούς διέφυγαν σε πόλεις του εξωτερικού και, κυρίως, στη Γαλλία, όπου και οργάνωσαν ξανά τη δράση τους, με στόχο την επίτευξη αλλαγής στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και τη δημιουργία του πρώτου οθωμανικού Συντάγματος.
Όσον αφορά το ιδεολογικό κομμάτι, αυτό που αναδείκνυε το νέο-οθωμανικό κίνημα ήταν η προσήλωση στην επαναφορά της άλλοτε κυρίαρχης θέσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, όπου θα δέσποζε επιβλητικά το Ισλάμ. Δε θεωρούσαν ιδανική μια αντιγραφή των δυτικών προτύπων δίχως βάθος και χωρίς τον συμμερισμό των διαφορετικοτήτων της οθωμανικής πραγματικότητας, πράγματα που το συντελούμενο μεταρρυθμιστικό έργο λησμονούσε.
Παράλληλα, όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, η επιδιωκόμενη βελτίωση και συνοχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας θα επέρχονταν από την τέλεση πραγματικά φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων και τη δημιουργία σώματος εκπροσώπησης των υπηκόων, δηλαδή ενός Κοινοβουλίου αντιπροσώπων, οθωμανικού Συντάγματος και την αποκατάσταση των νόμων του Ισλάμ. Παρότι το κίνημα σταδιακά ατόνησε και έχασε τη δυναμική του, έθεσε τον κεντρικό άξονα και το λεξιλόγιο για τη μετέπειτα διαμόρφωση των εθνικιστικών μορφωμάτων και του λόγου τους, με εξέχον παράδειγμα το Νέο-Τουρκικό κίνημα.
Κεμαλισμός
Τα ιδεολογικά θεμέλια της Τουρκικής Δημοκρατίας τέθηκαν από τον Κεμαλισμό. Η περίοδος 1923–1950 αποτέλεσε περίοδο ανέγερσης του τουρκικού κράτους από τις καταστροφικές στάχτες των πολεμικών αντιπαραθέσεων. Η αίσια έκβαση του Πολέμου της Ανεξαρτησίας (1919–1922) για τις δυνάμεις του Mustafa Kemal Atatürk επέτρεψε την ανάδυση της σύγχρονης Τουρκίας και την ιδεολογική εξάπλωση του Κεμαλισμού και της επιρροής του προς όλες τις πολιτικές κατευθύνσεις. Με απλούστερα λόγια, ο Κεμαλισμός μέχρι ενός συγκεκριμένου διαστήματος προσδιόριζε τα νομιμοποιητικά όρια, εντός των οποίων κάθε τουρκικό κόμμα ή πολιτική θα έπρεπε να συμβαδίζει.
Η κεμαλική ιδεολογία, όπως το όνομά της προϊδεάζει, διαμορφώθηκε από τον Atatürk, αποτελώντας κατευθυντήριες γραμμές, με το περιεχόμενό του, όμως, να μεταβάλλεται διαρκώς στο πέρασμα των καιρών, προσαρμοζόμενο ανάλογα με τις πολιτικές περιστάσεις και ανάγκες. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, από τη δεκαετία του 1960, να αναφερόμαστε σε πολλαπλούς Κεμαλισμούς και όχι σε Κεμαλισμό.
Η λήξη των εχθροπραξιών των ετών 1919–1922 σηματοδότησε την επίτευξη του εκτουρκισμού των εδαφών της νέας Τουρκίας και τη θρησκευτική ομοιογένεια των πολιτών της. Έτσι, επόμενος στόχος του κεμαλικού επιτελείου ήταν η εγκαθίδρυση του τουρκικού έθνους-κράτους, που θα είχε εγκολπωμένα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, όπως:
- τη δόμηση μιας ιδεολογίας που θα νομιμοποιούσε τους νέους διαχειριστές της εξουσίας και των επιλογών τους,
- την εμφύσηση μιας εθνικής τουρκικής ταυτότητας, με εξέχον το στοιχείο της κοσμικότητας,
- τη συσσώρευση της εξουσίας στα χέρια μιας κεμαλικής πολιτικής ελίτ.
Οι ιδεολογικές συνθήκες για την πραγματοποίηση των ανωτέρω τέθηκαν από την αναπτυξιακή και εκδυτικιστική πολιτική, καθώς και από τον εθνικισμό της εκκοσμίκευσης, που προωθήθηκαν από τις ανάλογες μεταρρυθμίσεις. Μέσα σε αυτό το κλίμα, η θέση του Ισλάμ άρχισε σταδιακά σε πολλούς τομείς να παραγκωνίζεται, να συνδέεται με την προηγηθείσα Οθωμανική Αυτοκρατορία και την οπισθοδρόμηση.
Το μεταρρυθμιστικό έργο της κεμαλικής περιόδου προβλήθηκε ως ρηξικέλευθο βήμα προς τη σύμπλευση με τον δυτικό κόσμο, μα –στην πραγματικότητα– παλινδρόμησε στην επιφάνεια τις προϊσλαμικές αξίες. Παράλληλα, τα έξι βέλη του Κεμαλισμού που ενσωματώθηκαν στην πολιτική του Ρεπουμπλικανικού Λαϊκού Κόμματος (Cumhuriyet Halk Partisi/CHP) αναδείχθηκαν στην αναγνωριζόμενη ιδεολογία του κράτους. Αυτά είναι:
- Εθνικισμός (Milliyetçilik)
- Εκκοσμίκευση (Laiklik)
- Λαϊκισμός (Halkçılık)
- Κρατισμός (Devletçilik)
- Ρεπουμπλικανισμός (Cumhürıyetçilik)
- Επαναστατισμός/Μεταρρυθμισμός (Devrimçilik / İnkılâpçılık).
Επιπλέον, το κράτος και το έθνος αναγνωρίστηκαν ως μια ενιαία και αδιάσπαστη οντότητα, πράγμα που σήμαινε –σύμφωνα με τους Κεμαλιστές– ότι η ανάπτυξη κομμάτων θα έφερνε διαχωρισμό εντός του έθνους, κάτι το οποίο αποφεύχθηκε με τον επιβαλλόμενο μονοκομματισμό. Η οργανική οπτική του έθνους χρησίμευσε ως πλαίσιο νομιμότητας για την τέλεση δεσποτικών εκσυγχρονιστικών αλλαγών και ως ακρογωνιαίος λίθος του κεμαλικού εθνικισμού.
Πολιτικός Ισλαμισμός
Από τη δεκαετία του 1980 κυρίως, και μετά, παρατηρείται άνοδος των ισλαμικών τάσεων στην τουρκική πολιτική. Το αποφασιστικό βήμα για την ανάληψη της εξουσίας από τους ισλαμιστές έγινε με τη σύντομη διακυβέρνηση του συνασπισμού (28 Ιουνίου 1996–18 Ιουνίου 1997) υπό τον Necmettin Erbakan.
Ο Erbakan χαρακτηρίζεται ως ο ιδεολογικός πατέρας του τουρκικού πολιτικού Ισλάμ, έχοντας εκφράσει, κυρίως, τα ιδεολογήματα της Milli Görüş (Εθνική Θέαση) και, ύστερα, της Adil Ekonomik Düzen (Δίκαιη Οικονομική Τάξη). Τόσο ο ίδιος όσο και η ισλαμιστικής κατεύθυνσης πολιτική του ταχύτατα τέθηκαν στο επίκεντρο του προϋπάρχοντος κεμαλικού κατεστημένου και, τελικά, προκάλεσαν την πτώση της Κυβέρνησης.
Η ανασύνταξη και διάσπαση του τουρκικού ισλαμιστικού μετώπου καθόρισε το μέλλον του. Από αυτή την κατάσταση προέκυψε το ανανεωτικό Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (14/8/2001) των Recep Tayyip Erdoğan και Abdullah Gül, αλλά και μια πιο παραδοσιακή τάση. Το νέο δεδομένο που παρουσιαζόταν από το ΚΔΑ ονομαζόταν «Συντηρητική Δημοκρατία», που ουσιαστικά εναρμονιζόταν με τα πολιτικά δεδομένα της Δύσης, προσέλκυε την εμπιστοσύνη του Τούρκου πολίτη και παρείχε ιδεολογικά θεμέλια.
Με μεθοδικά στοχευμένες κινήσεις το ΚΔΑ, από το 2002 έως και σήμερα, βρίσκεται στην εξουσία, ασκώντας όλο και περισσότερο πολιτική γραμμή αυταρχικών, εθνικιστικών και αναθεωρητικών στοχεύσεων. Οι τάσεις της τουρκικής πολιτικής δε θα πρέπει να θεωρούνται ασύνδετες μεταξύ τους, καθώς όλες μαζί ενυπάρχουν και ασκούν επιρροή στον πολιτικό μηχανισμό της Τουρκίας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Erik J. Zürcher, Σύγχρονη Ιστορία της Τουρκίας, Μετάφραση: Βαγγέλης Κεχριώτης, Αθήνα: Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2004
- Χριστοφής, Νίκος. Από τον Κεμαλισμό στον Ριζοσπαστισμό: Το Τουρκικό Φοιτητικό Κίνημα, 1923–1980, Αθήνα: Εκδόσεις Τόπος, 2021
- Αναγνωστοπούλου, Σία. Τουρκικός Εκσυγχρονισμός: Ισλάμ και Τουρκοκύπριοι στη δαιδαλώδη διαδρομή του Κεμαλισμού, Αθήνα: Εκδόσεις Βιβλιόραμα, 2004
- Γώγος Χ., Κωνσταντίνος, Τουρκικό πολιτικό Ισλάμ και ισλαμιστικά δίκτυα στην Γερμανία, Αθήνα: Εκδόσεις Λιβάνη, 2011