Της Νίκης Καραχάλιου,
Η καταδίκη ή η αθώωση ενός κατηγορουμένου στην ποινική δίκη αποτελεί το αποστάλαγμα της δικανικής πεποίθησης, της οποίας αποκλειστικός και μοναδικός στόχος, είναι η εξιχνίαση της αλήθειας και η επαναφορά της κοινωνικής ηρεμίας και ομαλότητας, που «ταράχτηκε» από τη τέλεση ενός εγκλήματος.
Ένα από τα εργαλεία, που θα βοηθήσει τον δικαστή στη τελική του κρίση και που προηγουμένως είχε βοηθήσει τις ανακριτικές και αστυνομικές αρχές, είναι τα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία, ωστόσο, για να ληφθούν υπόψιν, πρέπει να διακρίνονται από απόλυτη σαφήνεια και πειστικότητα. Βέβαια, όπως ίσχυε και παλαιότερα και όπως εξακολουθεί να ισχύει και σήμερα, η ομολογία του κατηγορουμένου και οι καταθέσεις μαρτύρων θεωρούνται «οι βασίλισσες των αποδείξεων», αποτελούν το «κλειδί», για να έρθει μια υπόθεση στο τέλος της, χωρίς, αυτό να σημαίνει ότι αντικατοπτρίζουν την αλήθεια. Ουσιαστικά, μπορεί στη δικαστηριακή πρακτική να έχουν εξέχουσα θέση, στην πραγματικότητα, όμως, η αποδεικτική τους σημασία είναι ιδιαίτερα ισχνή κι αυτό ισχύει κυρίως, στην περίπτωση των μαρτυρικών καταθέσεων. Υπάρχει ένα σύνολο παραγόντων, που συμβάλλει στην αλλοίωση των μαρτυρικών καταθέσεων και που μας κάνει να αμφιβάλλουμε για τη γνησιότητα -ακόμα- δύο ίδιων καταθέσεων.
Το βίωμα ενός μάρτυρα από τη διαδραμάτισή του, μέχρι και τη στιγμή που θα φτάσει στα χέρια των αρχών ως κατάθεση, είναι πολύ πιθανό να έχει αλλοιωθεί, να έχει επεξεργαστεί ουκ ολίγες φορές από τον ίδιο κι εν τέλει χωρίς καμία σκοπιμότητα, να διαστρεβλώνεται η αλήθεια και να παρεμποδίζεται το έργο των υπευθύνων. Συγκεκριμένα, η διαδρομή από τη στιγμή που τα αισθητήρια όργανα αντιληφθούν το εξωτερικό ερέθισμα, το οποίο φυσικά θα επεξεργαστεί η ανθρώπινη διάνοια, μέχρι και τη στιγμή που ο μάρτυρας πρέπει να μεταφέρει το -επεξεργασμένο- ερέθισμα στην κατάθεσή του, μπορεί να αποβεί μοιραία για την αποκάλυψη των πραγματικών γεγονότων. Μάλιστα, την επεξεργασία αυτή, στην οποία αβίαστα θα προβεί η ανθρώπινη διάνοια, επηρεάζει ένα άλλο σύνολο παραγόντων, το οποίο σχετίζεται άμεσα τόσο με την προσωπικότητα του ατόμου όσο και με τη φύση του ίδιου του εγκλήματος.
Σχετικά με το άτομο, πρέπει να έχουμε κατά νου τις συγκεκριμένες διαμέτρους: τη ψυχοκοινωνική του σύσταση, την ηλικία, το φύλο και τυχόν παθήσεις. Ξεκινώντας την ανάλυση από την ηλικία, παρατηρείται ότι το ανακριτικό έργο δυσχεραίνεται, όταν ο μάρτυρας είναι ανήλικος, ιδίως μέχρι την ηλικία των πέντε ετών. Σ’ αυτό το στάδιο ζωής, η ανθρώπινη μνήμη δεν είναι ιδιαίτερα ισχυρή και ο ανήλικος μάρτυρας είναι πιθανό να έχει κενά μνήμης, τα οποία σε συνδυασμό με την ανωριμότητα που τον χαρακτηρίζει φροντίζει να καλύπτει με τη φαντασία του. Οι αρχές, βεβαίως, γνωρίζουν ότι έχουν απέναντί τους ένα ανήλικο παιδί, ωστόσο, δυσκολεύονται να διακρίνουν ποια από τα λεγόμενά του ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και ποια αποτελούν προϊόντα μυθοπλασίας. Από την άλλη, και στην εφηβεία η όλη διαδικασία δυσκολεύει, καθώς ο έφηβος διακρίνεται από παρορμητισμό, είναι συναισθηματικά φορτισμένος, ενώ δεν αποκλείεται, δεδομένου ότι τώρα σχηματίζει την προσωπικότητά του, να μεταφέρει τα γεγονότα, όχι αντικειμενικά, αλλά όπως τα έχει αξιολογήσει, με βάση τη δική του θεώρηση, ενώ επίσης και στη γεροντική ηλικία παρατηρούνται κενά μνήμης.
Το πρόβλημα έγκειται στο ότι οι μάρτυρες φροντίζουν ασυνείδητα να καλύψουν τα κενά μνήμης με τη φαντασία τους, κάτι απολύτως λογικό, αφού ο ανθρώπινος εγκέφαλος προσπαθεί να εκλογικεύσει τα γεγονότα, δίνοντας συνοχή στην ιστορία που εκτυλίσσεται, χωρίς καν και οι ίδιοι να είναι σε θέση να διαχωρίσουν το πραγματικό από το «φανταστικό». Σ’ αυτό μεγάλο ρόλο διαδραματίζει και το διάστημα ανάμεσα στο συμβάν και στην κατάθεση. Σχετικά με το φύλο, παρατηρείται ότι οι γυναίκες, έχοντας ανεπτυγμένους τους «αισθητήρες συναισθημάτων», ενδέχεται να προσδώσουν στην κατάθεση μια πιο συναισθηματική, συγκινησιακή χροιά, κάτι που μπορεί να γίνει ακόμα πιο έντονο σε περιόδους κύησης, λοχείας κ.τ.λ.
Ωστόσο, η συναισθηματική χροιά δεν είναι κάτι που διακρίνει αποκλειστικά τις γυναίκες και είναι δυνατόν να αποδοθεί στην κατάθεση από όλους τους μάρτυρες, των οποίων το βίωμα ήταν τόσο έντονο, ώστε κατά το στάδιο της κατεργασίας ανέπτυξαν ένα συναίσθημα (π.χ. φόβος, θυμός), που να συνοδεύει τη μνήμη τους. Το τι πραγματικά συνέβη από το πώς το βίωσε ή το εξέλαβε ο τρίτος έχει τεράστια διαφορά. Υπενθυμίζω ότι όλα αυτά επηρεάζονται και από τον χρόνο, που έχει ο μάρτυρας να επεξεργαστεί τα συναισθήματα ή τα κενά μνήμης και δυστυχώς όλοι γνωρίζουμε τις καθυστερήσεις στην Ελληνική Δικαστηριακή πραγματικότητα. Παράλληλα, στα προβλήματα που έχουν να αντιμετωπίσουν οι αρχές, συγκαταλέγεται και η πιθανή γλωσσική ένδεια του μάρτυρα. Η γλώσσα έχει τεράστια δύναμη κι ακόμα και η χρήση ενός άλλου ρήματος ή επιθέτου, αλλά και η αδυναμία ομιλίας, μπορεί αφενός να δημιουργήσει λάθος εντύπωση στον αρμόδιο, αφετέρου μη ηθελημένα να δημιουργηθεί ένα διαφορετικό νόημα.
Τέλος, κάτι άλλο που μπορεί να επηρεάσει την ανάπλαση των γεγονότων από τον μάρτυρα, είναι οι ψυχικές διαταραχές, που αυτός αντιμετωπίζει και που είναι δύσκολο να διακρίνει κανείς με την πρώτη ματιά. Ένα καλό παράδειγμα, είναι η φαντασιοπληξία ή ο ναρκισσισμός, που όπως αναφέρθηκε και παραπάνω δεν υποπίπτουν αμέσως στην αντίληψη των δικαστών, ενώ τέτοιοι άνθρωποι παρατηρείται ότι έχουν τη δυνατότητα της πειθούς και της εκδήλωσης συναισθημάτων, τα οποία μπορεί -καν- να μην νιώθουν. Από την άλλη, και οι συνθήκες κάτω από τις οποίες τελέστηκε το έγκλημα μπορούν να συμβάλλουν στην αναξιοπιστία των μαρτυρικών καταθέσεων. Οι καιρικές συνθήκες, η διάρκεια, οι οφθαλμαπάτες είναι ικανά να αλλοιώσουν την πραγματικότητα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Νέστωρ Ε. Κουράκης, Συμβολές στην μελέτη της Ανακριτικής, ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΣΑΚΚΟΥΛΑ Ε.Ε., ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΚΔΟΣΗ, Αθήνα 2015
- Η επίδραση των ψυχολογικών παραγόντων στη μαρτυρική κατάθεση ποινικής δίκης, Social Policy, Κωνσταντίνα Κωνσταντίνου, 14 Απριλίου 2018, socialpolicy.gr, διαθέσιμο εδώ