Του Μανώλη Ανδριγιαννάκη,
Αναπόσπαστο μέρος του κοινωνικού διαλόγου στη χώρα μας, μετά και το αναπτυξιακό νομοσχέδιο της κυβέρνησης που περιλάμβανε πλήθος ρυθμίσεων, παραμένει το ζήτημα των εργασιακών σχέσεων και της αγοράς εργασίας. Σε ποια κατεύθυνση, δηλαδή, θα πρέπει να κινείται η ελληνική νομοθεσία σε μια σειρά από κρίσιμα θέματα που αφορούν κάθε επιχείρηση, αλλά και κάθε εργαζόμενο, όπως -μεταξύ άλλων- ο κατώτατος μισθός, οι συλλογικές, κλαδικές και επιχειρησιακές συμβάσεις, το ωράριο και οι συνθήκες εργασίας, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις και οι εισφορές. Εύκολα γίνεται αντιληπτή η σημασία καθορισμού ενός νομοθετικού πλαισίου που εξυπηρετεί το σύνολο των ενδιαφερομένων και προσφέρει λύσεις στα πραγματικά προβλήματα της αγοράς.
Σε γενικές γραμμές, η αγορά εργασίας στη χώρα μας δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως ιδιαίτερα φιλελεύθερη, αφού περιλαμβάνει σημαντικούς περιορισμούς και ισχυρές κανονιστικές ρυθμίσεις για τις επιχειρήσεις. Συγχρόνως, ενέχει σε σημαντικό βαθμό αγκυλώσεις και ιδεοληψίες που την καθιστούν μη ανταγωνιστική ως προς τις γειτονικές, βαλκανικές χώρες, αλλά ακόμα και από άλλα ευρωπαϊκά κράτη με διαφορετικά χαρακτηριστικά, συχνά λιγότερο ευνοϊκά. Αυτό που αναζητείται ουσιαστικά είναι μια χρυσή τομή, ένα πλαίσιο το οποίο θα διασφαλίζει τόσο τα δικαιώματα και τα συμφέροντα των εργαζομένων, όσο και την ανταγωνιστικότητα της αγοράς για τους εγχώριους και διεθνείς επενδυτές, καθιστώντας τη χώρα επιχειρηματικά πιο φιλική. Μόνο δια αυτού του τρόπου θα έρθουν επενδύσεις και θα δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας, ώστε να αποκλιμακωθεί η υψηλή ανεργία.
Σε επίπεδο μισθοδοσίας, μεγάλη συζήτηση προκάλεσε το καλοκαίρι η απόφαση της απελθούσας κυβέρνησης για αύξηση του κατώτατου μισθού, η οποία συντελέστηκε χωρίς την αναγκαία διαβούλευση από τους αρμόδιους φορείς και με ξεκάθαρο προεκλογικό χαρακτήρα. Λύσεις σε αυτό το επίπεδο δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως αποδοτικές. Αντιθέτως, απαιτείται μια οργανωμένη διαδικασία που θα βασίζεται στη διαβούλευση κράτους και αρμοδίων φορέων, όπως επιμελητηρίων, ΣΕΒ, εργοδοτικών και συνδικαλιστικών οργανώσεων. Ο νέος επανυπολογισμένος κατώτατος μισθός θα πρέπει να περιλαμβάνει, κατά προτίμηση, και ρήτρα ανάπτυξης. Δηλαδή, ο κατώτατος μισθός θα αυξομειώνεται ανάλογα με την πορεία της ελληνικής οικονομίας, ουσιαστικά την ετήσια μεταβολή του ΑΕΠ. Αν για παράδειγμα αυξηθεί το ΑΕΠ κατά 1%, τότε να αυξάνεται κατά 1% και ο κατώτατος μισθός, ενώ σε περίπτωση ύφεσης να ορίζεται έναν κατώτατο επίπεδο μισθού, ως βάση. Το μέτρο αυτό συνιστά μια δίκαιη εργατική πολιτική που ταυτίζει εύλογα την πορεία μισθών και ανάπτυξης και αποπνέει μια αίσθηση δικαιοσύνης για επιχειρηματίες και εργαζόμενους.
Οι αποδοχές, γενικά, των εργαζομένων καθορίζονται βάσει ενός πλέγματος συμβάσεων: της εθνικής συλλογικής, των κλαδικών, επιχειρησιακών και άλλων συμβάσεων, βάζει της αρχής της ευνοϊκότητας. Δηλαδή, από τις ισχύουσες συμβάσεις, για το κάθε ζήτημα υιοθετείται η βέλτιστη ρύθμιση για τον εργαζόμενο κατά περίπτωση. Αυτή η συνθήκη αρκετές φορές έρχεται εις βάρος της επιχείρησης με την εφαρμογή πολλών δυσμενών ρυθμίσεων. Μια σκέψη θα ήταν να καταστεί εφικτή η νομική υπέροχη της επιχειρησιακής, εάν υπάρχει (κυρίως στης μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις), έναντι της κλαδικής σύμβασης, αφού είναι περισσότερο εξατομικευμένη στις ανάγκες και στις απαιτήσεις κάθε επιχείρησης και συνεπώς δικαιότερη. Ταυτόχρονα, η σύναψη ατομικών συμβάσεων, εντός προφανώς του υφιστάμενου πλαισίου, πρέπει να ενθαρρυνθεί, αφού παρέχει μεγαλύτερη ελευθερία επιλογών και αποφάσεων από εργαζόμενους και εργοδότες, παρακάμπτοντας διάφορα συνδικαλιστικά τερτίπια.
Επίσης, για την αντιμετώπιση διαφόρων παθογενειών γύρω από την Εθνική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας και τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, εν γένει, χρήσιμη θα ήταν η σύσταση μιας Επιτροπής Σοφών που θα επιφορτιστεί με την επαναδιαπραγμάτευση από μηδενική βάση και τον σχηματισμό της νέας Εθνικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, εναρμονισμένης με τις σύγχρονες εξελίξεις στην αγορά εργασίας και τις βέλτιστες διεθνείς πρακτικές. Προτείνεται μια εκτεταμένη δημόσια διαβούλευση, υποστηριζόμενη από διακεκριμένους εργατολόγους. Το πόρισμα της επιτροπής αυτής, μετά τις όποιες πολιτικές τροποποιήσεις, θα μπορούσε να αποτελεί τη νέα εθνική σύμβαση εργασίας, το νέο δηλαδή πλαίσιο που θα ρυθμίζει τις επιμέρους συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας, περιορίζοντας τις αγκυλώσεις του παρόντος.
Παραδοσιακά, ιδιαίτερη σημασία στην αγορά εργασίας -ίσως και καθ’ υπερβολήν- έχουν αποκτήσει τα συνδικάτα, με στόχο, τουλάχιστον θεωρητικά, την προάσπιση των συμφερόντων των εργαζομένων. Ο κακώς εννοούμενος, όμως, συνδικαλισμός, βυθισμένος στον κομματισμό και τα προσωπικά συμφέροντα κάποιων αρχισυνδικαλιστών, λειτουργεί σκιωδώς με σκοπιμότητες και αδιαφανείς διαδικασίες, σε σημείο που απέχει σημαντικά από τον αρχικό του σκοπό. Αποτελεί τροχοπέδη για δημόσιες και ιδιωτικές επιχειρήσεις, ιδίως δε για τις δημόσιες, αφού δεν ενυπάρχει ο φόβος της απόλυσης και έτσι «ο αγώνας για τα δικαιώματα των εργαζομένων» και των… ημετέρων μπορεί να γίνει χωρίς συνέπειες. Άσκοπες και καταχρηστικές απεργίες, διαδηλώσεις με σκοπό την άσκηση πολιτικών πιέσεων εκ του πονηρού, συνεχής διεκδίκηση ασαφών και μη πραγματοποιήσιμων αιτημάτων για την προβολή συγκεκριμένων ανθρώπων και παρατάξεων… Αυτή είναι εν πολλοίς η εικόνα παρακμής που βλέπουμε και δημιουργεί προβλήματα στην παραγωγική διαδικασία, όπως και στην εικόνα της χώρας.
Έχει καταστεί αναγκαία η εφαρμογή μιας δέσμης μέτρων για τον περιορισμό των καταχρηστικών απεργιών, μέσω διαφανών δημοκρατικών διαδικασιών, όπως αρχίζει να υιοθετείται από την παρούσα κυβέρνηση σε διατάξεις του αναπτυξιακού νόμου. Σε αυτή την κατεύθυνση, η ηλεκτρονική καταγραφή όλων των συνδικαλιστικών οργανώσεων και των μελών τους, όπως και η θεσμοθέτηση ενός ιστοχώρου όπου θα αναρτώνται οι αποφάσεις τους, σαν τη Διαύγεια των δημοσίων οργανισμών, θα συνέβαλε σε ένα κλίμα διαφάνειας. Αντίστοιχα, οι ηλεκτρονικές ψηφοφορίες των εργαζομένων για την κήρυξη απεργίας και η καθιέρωση υψηλότερης απαιτούμενης απαρτίας και πλειοψηφίας θα μπορούσε να περιορίσει αποτελεσματικά τις αχρείαστες κινητοποιήσεις που πλήττουν τον εκάστοτε φορέα. Τέλος, με σκοπό τον περιορισμό της εξουσίας και της κακώς εννοούμενης επιρροής και επιβολής των αρχι-συνδικαλιστών συνιστάται και η επέκταση των λόγων απόλυσης συνδικαλιστών που, βάσει νομοθεσίας, περιορίζεται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις. Είναι ανάγκη να παύσουν επιτέλους τα συνδικάτα να αποτελούν «ιερή αγελάδα»στη χώρα μας και ευκαιρία πολιτικής ανέλιξης ορισμένων εννοουμένων.
Επιπρόσθετα, μια εκ των βασικών λειτουργιών της εργατικής νομοθεσίας είναι η προάσπιση των δικαιωμάτων των εργαζομένων. Αποτελεί χρέος μιας οργανωμένης κοινωνίας, ενός κράτους δικαίου, να εξασφαλίζει τα αναφαίρετα δικαιώματά τους, που έχουν κατακτηθεί μετά από αξιοσημείωτους αγώνες και θυσίες. Αυτό που απαιτείται, σε πρώτη φάση, είναι η ύπαρξη αυστηρών ελέγχων στις επιχειρήσεις για το κατά πόσο τηρούν αποτελεσματικά τις κατά νόμο υποχρεώσεις τους προς τους εργαζόμενους που απασχολούν, σε επίπεδο συνθηκών εργασίας, υγιεινής και ωραρίων, είτε στο επίπεδο της καταβολής του συμφωνημένου μισθού και της ασφαλιστικής κάλυψής τους. Για αυτό το σκοπό, πρέπει να στηριχθεί με έμψυχο υλικό και χρηματοδότηση το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας, ώστε να πραγματοποιεί συχνότερους και αποδοτικότερους ελέγχους. Μόνο έτσι θα μπορέσουν στην πράξη να προστατευτούν οι εργαζόμενοι από τις όποιες αυθαιρεσίες ενός εργοδότη. Και, δυστυχώς, η αλήθεια είναι πως διαχρονικά δεν έχει στηριχθεί όσο απαιτείτο για να επιτελέσει αποτελεσματικά το έργο του, όπως και άλλες αντίστοιχες υπηρεσίες, βλέπε το ΣΔΟΕ.
Αυστηρότατα θα πρέπει να είναι τα πρόστιμα για κάθε παράβαση εργατικής νομοθεσίας που θίγει τα κεκτημένα εργασιακά δικαιώματα. Βέβαια, στο πλαίσιο αυτό, προκειμένου να μην φαίνεται το σύστημα εκδικητικό απέναντι στους επιχειρηματίες θα συνίστατο η δυνατότητα απολογίας από πλευράς επιχείρησης και της μείωσης του υψηλού προστίμου, εφόσον οι εξηγήσεις αποδειχθούν επαρκείς. Την ίδια στιγμή, είναι ύψιστη ανάγκη να παταχθεί το φαινόμενο της αδήλωτης εργασίας. Η αδήλωτη ή «μαύρη» εργασία ορίζεται ως η απόκρυψη από τις αρμόδιες αρχές της σχέσης εξαρτημένης εργασίας μεταξύ επιχείρησης και εργαζομένου, με σκοπό την αποφυγή καταβολής φόρων και εισφορών. Η πρακτική αυτή στερεί συστηματικά έσοδα από τον κρατικό προϋπολογισμό και από το ασφαλιστικό μας σύστημα πολύτιμες -για την ευστάθειά του- εισφορές, συντελώντας σε ακόμα μεγαλύτερα ελλείμματα για τα ταμεία. Ο συχνός έλεγχος στις επιχειρήσεις, όπως και η επιβολή σκληρών προστίμων, είναι μια οδός για την αντιμετώπιση της «μαύρης» εργασίας. Ταυτόχρονα, μια σημαντική μείωση των εισφορών θα περιόριζε το μη μισθολογικό κόστος των επιχειρήσεων, καθιστώντας την λιγότερο συμφέρουσα.
Ως προς τις επιχειρήσεις και τους εργοδότες, όμως, που τηρούν χωρίς αμφιβολία την κείμενη νομοθεσία, καθώς και τα δικαιώματα των εργαζομένων θα έπρεπε να υφίσταται ένα πλαίσιο θετικής διάκρισης υπέρ τους. Ο σχηματισμός ενός Λευκού Μητρώου Επιχειρήσεων που θα απολαμβάνουν κάποια οικονομικά οφέλη κινείται στην κατεύθυνση προώθησης της εταιρικής ευσυνειδησίας και ευθύνης προς τους εργαζομένους. Τα οφέλη αυτά μπορεί να αποτελούν, μεταξύ άλλων, φοροελαφρύνσεις ή καταβολή μειωμένων εισφορών.
Ακόμη, κρίσιμο ρόλο στη σύνδεση εργασίας – ασφαλιστικού διαδραματίζει -εκτός του ζητήματος της αύξησης των εισφορών που θα λειτουργούσε ως ένα φίλο-επιχειρηματικό εργαλείο για την προσέλκυση επενδύσεων και το άνοιγμα θέσεων εργασίας- και η «δομή» της εργασίας. Αν δηλαδή υπερτερεί η πλήρης ή η μερική απασχόληση. Στα χρόνια της κρίσης κερδίζουν διαρκώς έδαφος οι ελαστικές μορφές εργασίας. Αυτή η πραγματικότητα δεν είναι εξαρχής αρνητική και αποτελεί φυσικό φαινόμενο σε μια ελεύθερη οικονομία και πρέπει να υποστηρίζεται, αφού καλύπτει εξίσου αποτελεσματικά τη ζήτηση της αγοράς. Παρά ταύτα, η μερική απασχόληση στερεί από τα ασφαλιστικά ταμεία τις εισφορές που μόνο η πλήρης απασχόληση θα μπορούσε να προσφέρει. Συντελεί, λοιπόν, με τη σειρά της στη μαύρη τρύπα των ταμείων. Στο πλαίσιο αυτό, κρίνεται σκόπιμη η λήψη μέτρων για τη στήριξη της πλήρους απασχόλησης, όπως η περαιτέρω αύξηση στις προσαυξήσεις που καταβάλλονται για υπερωρίες στην περίπτωση της μερικής απασχόλησης.
Εν κατακλείδι, με τις παραπάνω σκέψεις επιχειρούμε να προσεγγίσουμε βασικά εργασιακά ζητήματα που χρήζουν περαιτέρω συζήτησης και διαλόγου. Ταυτόχρονα, προτείνονται κάποιες κατευθύνσεις μεταρρυθμίσεων, με στόχο τη διαμόρφωση μιας σύγχρονης και ανταγωνιστικής αγοράς εργασίας, προσανατολισμένης στην ελευθερία, τη διαφάνεια και το σεβασμό στους νόμους. Παράλληλα, θα προστατεύονται τα κεκτημένα δικαιώματα των εργαζομένων, μακριά όμως από συντεχνιακά συμφέροντα και συνδικαλιστές – «πατερούληδες». Ήρθε η στιγμή να δημιουργήσουμε μια εργατική νομοθεσία απαλλαγμένη από ιδεοληψίες και παθογένειες του παρελθόντος, που θα σηματοδοτεί την αλλαγή πορείας για την πατρίδα μας προς την κανονικότητα του 21ου αιώνα, για μια ανάπτυξη με κοινωνικό πρόσημο.
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1999 και είναι προπτυχιακός φοιτητής στο τμήμα Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής του ΟΠΑ. Παρακολουθεί σεμινάρια και ημερίδες πολιτικής, οικονομίας, γεωπολιτικής και τεχνολογίας, ενώ συμμετέχει σε συνέδρια και προγράμματα προσομοίωσης πολιτικών θεσμών (Europa.S, ΠΠΔΣ, ΜΒΕ, MEUS). Στις δημοτικές εκλογές του 2019 ήταν υποψήφιος Δημοτικός Σύμβουλος στο Δήμο Βύρωνα, στην Αθήνα. Στο OffLine Post έφερε την ιδιότητα του Αρχισυντάκτη Οικονομικών κατά το διάστημα Ιούνιος 2019-Ιούνιος 2020.