Του Άγγελου Μεταλλίδη,
Η περίοδος του Μεσοπολέμου, αποτελεί μια από τις πλέον ταραχώδεις εποχές της ελληνικής ιστορίας. Στο ξεκίνημα της δεκαετίας του 1930, η όξυνση της πολιτικής αντιπαράθεσης, είχε επαναφέρει στη επιφάνεια τα γεγονότα του Εθνικού Διχασμού (1915-1917). Επιπλέον, το ανεπανόρθωτο τραύμα της Μικρασιατικής Καταστροφής και ειδικότερα η εκτέλεση των Έξι, είχε σημαδέψει για πάντα τη κοινή μνήμη, αλλά και την παραταξιακή συνείδηση των πολιτικών υποκειμένων. Την ίδια στιγμή, η ανάμειξη των Ενόπλων Δυνάμεων στην πολιτική διελκυστίνδα, ήταν μια μείζονος σημασίας εξέλιξη. Πέρα από τις εσωτερικές διαμάχες που ταλάνιζαν το σώμα των αξιωματικών, οι οποίοι χωρίζονταν σε δημοκρατικούς και βασιλόφρονες, πρέπει επίσης να τονιστεί το γεγονός ότι το στράτευμα είχε καταστεί ένα βασικό πολιτικό όπλο, ένα μέσο πίεσης των πολιτικών παρατάξεων εκατέρωθεν, ενώ η διαρκής απειλή ενός πραξικοπήματος υπονόμευε την ομαλή εξέλιξη της πολιτικής ζωής. Καθώς οι πολιτικοί ιθύνοντες δεν είχαν εκτιμήσει σωστά τις συνέπειες της εξέλιξης αυτής, οι στρατοκράτες θα αυτονομούνταν σταδιακά από την πολιτική εξουσία, γεγονός που εγκυμονούσε σοβαρούς κινδύνους για την υπόσταση της Β΄ Ελληνικής Δημοκρατίας.
Η παγκόσμια οικονομική κρίση που είχε ως αφετηρία το Κραχ του 1929, έπληξε σφοδρά την ελληνική οικονομία μετά το 1931, και οδήγησε όχι μόνο στη χρεοκοπία την άνοιξη του 1932 αλλά και στην όξυνση των πολιτικών παθών, μέσω της αναβίωσης των πληγών του Διχασμού. Η επιδείνωση της οικονομικής κρίσης, καθώς και οι σπασμωδικοί χειρισμοί της κυβέρνησης, συνέτειναν επίσης στον κατακερματισμό της βενιζελικής παράταξης, και τελικά στην πτώση της κυβέρνησης των Φιλελευθέρων. Την ίδια στιγμή ο πολωτικός λόγος κυριαρχούσε μέσα στο Κοινοβούλιο, αλλά και στον Τύπο λαμβάνοντας ανησυχητικές διαστάσεις.
Η επικράτηση των αντιβενιζελικών στις εκλογές της 5ης Μαρτίου 1933, προκάλεσε πανικό στο βενιζελικό στρατόπεδο, καθώς τόσο οι πολιτικοί ηγέτες του, όσο και οι φίλα προσκείμενοι αξιωματικοί, έπρεπε να έρθουν σε συμβιβασμό με το γεγονός, πως η δεκαετής παρουσία τους στην εξουσία, είχε πλέον λήξει. Παρά την προ μηνών δήλωση αναγνώρισης του αβασίλευτου πολιτεύματος από τον αρχηγό του Λαϊκού Κόμματος Παναγή Τσαλδάρη, στις τάξεις των Φιλελευθέρων κυριαρχούσε ακόμη o φόβος της μοναρχικής παλινόρθωσης. Έτσι, ο εμβληματικός ηγήτορας των βενιζελικών αξιωματικών Νικόλαος Πλαστήρας, επιχείρησε με πραξικόπημα τη νύχτα των εκλογών να εμποδίσει την παράδοση της εξουσίας στο Λαϊκό Κόμμα.
Η αποτυχία του κάκιστα οργανωμένου κινήματος, οδήγησε σε νέα όξυνση των πολιτικών παθών και άνοιξε ένα νέο κύκλο πολιτικής αντιπαράθεσης, ενώ αποτέλεσε την απαρχή της εγκαθίδρυσης του μονόπλευρου αντιβενιζελικού κράτους, μέσω των εκκαθαρίσεων βενιζελικών αξιωματικών και δημοσίων υπαλλήλων από τη νέα κυβέρνηση Τσαλδάρη, στην οποία συμμετείχαν τόσο ο Ιωάννης Μεταξάς, όσο και ο τέως βενιζελικός Γεώργιος Κονδύλης. Ο ίδιος ο Βενιζέλος, αν και δεν είχε υποστηρίξει ενεργά το κίνημα, δεν προσπάθησε έμπρακτα να εμποδίσει τον Πλαστήρα να προβεί στην απονενοημένη αυτή πράξη.
Με την αφορμή αυτή, κατηγορήθηκε ως ηθικός αυτουργός του κινήματος από τους ακραίους αντιβενιζελικούς, οι οποίοι, με προεξάρχοντα τον Μεταξά, επιδίωξαν την παραπομπή του σε ειδικό δικαστήριο. Το μένος εναντίον του Βενιζέλου ήταν τέτοιο ώστε, όταν στις 15 Μαΐου 1933, στην «υπερασπιστική» ομιλία του στην ολομέλεια της Βουλής, αναφέρθηκε στις «μεγάλες υπηρεσίες» που είχε προσφέρει στη χώρα ο στρατηγός Πλαστήρας, οι έξαλλες αντιδράσεις των αντιβενιζελικών βουλευτών προκάλεσαν πανδαιμόνιο. Μάλιστα, κάποιοι από αυτούς έφτασαν στο σημείο να κινηθούν προς το βήμα με απειλητικές διαθέσεις. Λόγω της έντασης που προκλήθηκε, ο Βενιζέλος δεν κατάφερε να ολοκληρώσει την ομιλία του, η συνεδρίαση διακόπηκε και ο ίδιος αποχώρησε από το Κοινοβούλιο, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για την κατάλυση του δικαιώματός του να μιλά ελεύθερα. Αυτή θα ήταν επίσημα η τελευταία αγόρευση του Βενιζέλου στη Βουλή. Η διαμάχη για την εξουσία, επρόκειτο πλέον να κριθεί έξω από αυτήν, με αντικοινοβουλευτικά μέσα.
Δεν ήταν όμως μόνο φραστικές οι επιθέσεις που στόχευαν τον Κρητικό ηγέτη, καθώς η οργή των αντιβενιζελικών δεν είχε καταλαγιάσει και οδήγησε σε νέες ακρότητες. Το βράδυ της 6ης Ιουνίου, ο ίδιος μαζί με τη σύζυγό του Έλενα, παρευρέθηκαν σε δείπνο στο σπίτι των φίλων τους, Στέφανου και Πηνελόπης Δέλτα στην Κηφισιά. Στον δρόμο του γυρισμού ο Βενιζέλος θα πέσει θύμα δολοφονικής απόπειρας, από την οποία θα γλυτώσει ο ίδιος και η γυναίκα του, παρά την «γκανγκστερική» καταδιώξη του αυτοκινήτου του, από τους επίδοξους δολοφόνους. Η Δέλτα, στις αναμνήσεις της, ανέφερε ότι ο πρώην πρωθυπουργός γνώριζε τις φήμες περί σχεδίου δολοφονίας του αλλά δεν φοβόταν, θεωρώντας ότι αυτοί είναι «οι κίνδυνοι του επαγγέλματος».
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Βερέμης, Θάνος & Νικολακόπουλος, Ηλίας, (2005), Ο Ελευθέριος Βενιζέλος και η εποχή του, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
- Δαφνής, Γρηγόριος, (1955), Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων 1923-1940, Αθήνα: Ίκαρος.
- Δέλτα, Πηνελόπη, (1983), Ελευθέριος Βενιζέλος: Ημερολόγιο-Αναμνήσεις- Μαρτυρίες-Αλληλογραφία, Αθήνα: Ερμής.
- Διαμαντόπουλος, Θανάσης, (2011), 10 και μια δεκαετίες πολιτικών διαιρέσεων: οι διαιρετικές τομές στην Ελλάδα την περίοδο 1910-2017, (τ.30), Η Δεκαετία του 1930: η μη βιώσιμη Δημοκρατία, Αθήνα: Επίκεντρο.
- Μαυρογορδάτος, Γιώργος, (2017), 1922: Η παράταση του Διχασμού, Αθήνα: Πατάκη.
- Παπαδάκης, Νικόλαος, (2011), Ελευθέριος Βενιζέλος: Ο άνθρωπος, ο ηγέτης – Βιογραφία, Αθήνα: Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών και Μελετών “Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος”.