Της Δήμητρας Γρηγοριάδου,
Ο Θωρ, ο πιο ισχυρός θεός της σκανδιναβικής μυθολογίας, ήταν γιος του Όντιν και της Γης, και τα όπλα του ήταν ο κεραυνός και η αστραπή. Ο θεός αυτός με τα κόκκινα μαλλιά και τη γενειάδα ταξιδεύει με ένα άρμα, το οποίο έσερναν δύο τράγοι, και κατείχε τρεις πολύ σημαντικούς θησαυρούς: μία ζώνη, η οποία όποτε την φορούσε τον βοηθούσε διπλασιάζοντας τη δύναμή του, το διάσημο σφυρί Μιέλνιρ, που το εκσφενδόνιζε στους εχθρούς του και επέστρεφε ξανά στα χέρια του, και τα σιδερένια γάντια του, τα οποία έπρεπε να τα φορά όποτε χρησιμοποιούσε το σφυρί.
Ο Θωρ ήταν υπεύθυνος για τη φύλαξη της Ασγάρδης, κατοικίας των Θεών, μέχρι που τον κούρασε η ανιαρότητα της δουλειάς του, και αποφάσισε να αναζητήσει λίγη περιπέτεια ξεκινώντας για τη χώρα των Γιγάντων, μαζί με τον Λόκι. Την πρώτη νύχτα του ταξιδιού τους βρήκαν την καλύβα ενός χωρικού και αποφάσισαν να σταματήσουν για να φάνε και να διανυκτερεύσουν, αλλά ο χωρικός δεν είχε τίποτα φαγώσιμο να τους προσφέρει. Έτσι, ο Θωρ έσφαξε τους δύο τράγους που έσερναν το άρμα του, και αφού τους έβρασε στη χύτρα κάθισαν όλοι μαζί στο τραπέζι να φάνε. Μόλις τελείωσαν το φαγητό τους, ο Θωρ ακούμπησε τα σώματα των τράγων στο πάτωμα και είπε στους υπόλοιπους να πετάξουν τα κόκκαλα πάνω στα σώματα χωρίς, ωστόσο, να παρατηρήσει τον μικρότερο γιο, Θίαλφι, ο οποίος άνοιξε με το μαχαίρι του ένα κόκκαλο ποδιού για να ρουφήξει το μεδούλι. Ο Θωρ οργισμένος ψάχνοντας να αποδώσει ευθύνες, τελικά συμβιβάστηκε με το να πάρει μαζί του τα δύο παιδιά της οικογένειας, Θίαλφι και Ράσκε, ως υπηρέτες του και άφησε τους τράγους στην καλύβα μέχρι να επουλωθεί το τραύμα.
Ταξίδεψαν με ανατολική πορεία και αφού έφτασαν στη θάλασσα και την διέσχισαν, έφτασαν στη χώρα των Γιγάντων. Ο δρόμος τους, τους έβγαλε σε ένα δάσος και αποφάσισαν να περάσουν τη νύχτα σε μια τεράστια σπηλιά, αλλά τα μεσάνυχτα έγινε ένας τρομερός σεισμός ο οποίος είχε διάρκεια μέχρι το πρωί. Όταν ξύπνησαν το πρωί και βγήκαν έξω, αντίκρυσαν έναν Γίγαντα να κοιμάται και να ροχαλίζει και συνειδητοποίησαν ότι ο χθεσινός σεισμός ήταν ο Γίγαντας Σκρίμιρ που ξάπλωσε στο έδαφος και η σπηλιά που πέρασαν τη νύχτα ήταν το γάντι του Γίγαντα! Ο Σκρίμιρ, έχοντας κοινή κατεύθυνση, τους πρότεινε να πάνε όλοι μαζί στον προορισμό τους, κουβαλώντας το σακίδιο με τα τρόφιμά τους. Εκείνο το βράδυ ο Σκρίμιρ σταμάτησε δίπλα σε ένα δέντρο, έδωσε το σακίδιο στον Θωρ και ξάπλωσε κατευθείαν για να κοιμηθεί. Το σακίδιο, ωστόσο, είχε τόσο πολλούς κόμπους που ήταν αδύνατο να λυθεί και έτσι κοιμήθηκαν νηστικοί. Ο Θωρ εξοργισμένος, κατάφερε με το σφυρί του τρία χτυπήματα στον Γίγαντα: ένα στο μέτωπό του, ένα στο δέρμα του και ένα ακόμα δυνατότερο που βυθίστηκε μέχρι τη λαβή μέσα στο κεφάλι του, αλλά ο Σκρίμιρ δεν ένιωσε το παραμικρό και αφού ξύπνησε ξεκίνησαν για την Ουτγάρδη, τη χώρα των Γιγάντων.
Μόλις έφτασαν, μπήκαν σε μια μεγάλη αίθουσα με τους γίγαντες να τους κοιτούν υποτιμητικά και ο αρχηγός του, Λόκι της Ουτγάρδης, τους είπε ότι αν ήθελαν να παραμείνουν, έπρεπε να τους διασκεδάσουν μέσω κάποιας επίδειξης δύναμης ή δεξιοτεχνίας. Έτσι, ο Λόκι αναμετρήθηκε με έναν Γίγαντα στο φαγητό, ο Θιάλφι λόγω της σωματικής του διάπλασης διαγωνίστηκε στο τρέξιμο και ο Θωρ στο ποτό, σε ένα παιχνίδι που προσπάθησε να σηκώσει μια γάτα από το πάτωμα αλλά και να αναμετρηθεί με μια γριά παραμάνα. Παρόλο που οι επιδόσεις τους ήταν πολύ καλές, τελικά έχασαν και οι τρεις σε όλες τις δοκιμασίες και την επόμενη μέρα ντροπιασμένοι πήραν τον δρόμο της επιστροφής.
Ωστόσο, λίγο πριν αναχωρήσουν, ο Λόκι της Ουτγάρδης του αποκάλυψε ότι γνώριζαν για τη δύναμή του, και επειδή δεν ήθελαν να αγωνιστούν εναντίον του, του εμφανίστηκε ο ίδιος στο δάσος με το όνομα Σκρίμιρ. Επίσης, τα τρία χτυπήματα που κατάφερε στον Γίγαντα είναι οι τρεις κοιλάδες που βρίσκονται δίπλα στο κάστρο, ο αντίπαλος του Αόκι ήταν η Φωτιά που καταστρέφει τα πάντα στο διάβα της, ο αντίπαλος του Θιάλφι ήταν η Σκέψη που δεν υπάρχει κάτι γρηγορότερο από αυτήν, το κέρας από το οποίο έπινε ο Θωρ κατέληγε στη Θάλασσα, η γάτα ήταν το φίδι της Μιγδάρης και η γριά παραμάνα ήταν η Ηλικία που δεν μπόρεσε ποτέ κανείς να την νικήσει. Ο Θωρ μόλις έμαθε ότι τον είχαν κοροϊδέψει, ετοιμάστηκε να τον χτυπήσει με το σφυρί του, αλλά ο Γίγαντας είχε εξαφανιστεί, το ίδιο και το κάστρο του. Έτσι ο Θωρ και οι σύντροφοί του επέστρεψαν στην Ασγάρδη με τον Λόκι να σχολίαζει ότι «η πονηριά νικάει τη δύναμη».
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Neil, Philip (1997), Μύθοι απ’ όλον τον κόσμο. Ο Θωρ στη χώρα των Γιγάντων, Αθήνα: ΕΡΕΥΝΗΤΕΣ.
- Lindow J. (2002), Norse Mythology: A Guide to the Gods, Heroes, Rituals, and Beliefs, New York: Oxford University Press