Της Θεώνης Παπακωνσταντίνου,
Η ταινία που βασίζεται στην ομώνυμη θεατρική παράσταση 12 Ένορκοι παρουσιάζει τη διαδικασία λήψης απόφασης από ένα σώμα 12 ανδρών, ενόρκων, που βρίσκονται κλεισμένοι σε ένα δωμάτιο, στον χώρο του Δικαστηρίου, σχετικά με την ενοχή ή μη ενός αλλοδαπού δεκαεξάχρονου αγοριού, που κατηγορείται για τη δολοφονία του πατέρα του. Οι εν λόγω άνδρες, παρά το γεγονός ότι είναι απλοί πολίτες, χωρίς εξειδικευμένες γνώσεις πάνω στο νομικό αντικείμενο, ο καθένας με τα προσωπικά του βιώματα και τις δικές του προκαταλήψεις, καλούνται να αποφασίσουν ως λαϊκοί δικαστές για την καταδίκη ή μη ενός νέου ανθρώπου σε θανατική ποινή. Είναι, άραγε, μια ομάδα ανειδίκευτων πολιτών κατάλληλη, για να κρίνει ζητήματα ανθρώπινης ζωής και ελευθερίας;
Υπάρχουν διάφορες απόψεις σχετικά με την αναγκαιότητα ή μη των ενόρκων. Κάποιες χώρες, όπως οι Η.Π.Α., δίνουν βήμα σε λαϊκούς δικαστές σε πληθώρα υποθέσεων, ποινικών κυρίως, αλλά ακόμα και αστικών, ενώ άλλες, λόγου χάρη η Ελλάδα, περιορίζουν τα καθήκοντά τους, συμπεριλαμβάνοντάς τους μόνο σε υποθέσεις συγκεκριμένων ποινικών αδικημάτων.
Πιο συγκεκριμένα, στις Η.Π.Α., το ορκωτό σώμα διακρίνεται σε “Trial Jury” και “Grand Jury”. Το “Trial Jury” αποτελείται από 6 με 12 άτομα και καλείται να προβεί σε ετυμηγορία, τόσο για την ενοχή ή την αθωότητα του κατηγορουμένου σε ποινικές δίκες όσο υπέρ του ενάγοντος ή του εναγομένου σε αστικές δίκες. Από την άλλη, το “Grand Jury” αποτελείται από περισσότερα άτομα (όπως καθίσταται σαφές και από το όνομά του), συγκεκριμένα 16 με 23, και έχει ως αντικείμενο την έκδοση ή μη κατηγορητηρίου κατά του φερόμενου ως δράστη, βασιζόμενο σε επαρκή αποδεικτικά στοιχεία, αναφορικά με ομοσπονδιακές ποινικές υποθέσεις, που παρουσιάζονται από τον Εισαγγελέα των Η.Π.Α.
Αντίθετα, στο ελληνικό ποινικό σύστημα ο ρόλος των ενόρκων είναι αλληλένδετος με τα Μικτά Ορκωτά Δικαστήρια/Εφετεία, διότι μόνο σε αυτά έχουν παρουσία. Πιο συγκεκριμένα, ετυμηγορούν σε συνεργασία με τους νομικούς δικαστές, όσον αφορά κακουργήματα –κυρίως– κατά της ζωής, της σωματικής ακεραιότητας και της γενετήσιας ελευθερίας και ο ρόλος τους, καθώς και η διαδικασία επιλογής αυτών, όπως και τα κριτήρια επιλεξιμότητάς τους, προβλέπονται στα άρθρα 379 και επόμενα του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας.
Υπάρχουν επιχειρήματα τόσο υπέρ όσο και κατά του ρόλου των ενόρκων κατά τη λήψη δικαστικών αποφάσεων. Συνήθως, τόσο τα πλεονεκτήματα όσο και τα μειονεκτήματα, παρουσιάζονται συγκριτικά με τους τακτικούς δικαστές. Ξεκινώντας με τα πλεονεκτήματα της σύμπραξής τους στην εκδίκαση υποθέσεων, κρίσιμο είναι να αναφερθεί ότι ο ένορκος που επιλέγεται για να αποφασίσει για την έκβαση μιας συγκεκριμένης υπόθεσης, έχει τη δυνατότητα να την προσεγγίσει προσεκτικότερα και να προβεί σε επαρκέστερη διάγνωση των πραγματικών περιστατικών αυτής, έναντι του δικαστή, ο οποίος λόγω των πολλαπλών υποθέσεων που έρχεται να εξετάσει καθημερινά και του περιορισμένου εξ αυτού διαθέσιμου χρόνου του, δεν έχει εκ των πραγμάτων τη δυνατότητα να υπεισέρχεται σε σχολαστική και λεπτομερή ανάλυση κάθε συμβάντος. Ο πολίτης που λαμβάνει χρέη ενόρκου στην ποινική δίκη ζει το σύνολο της διαδικασίας σαν μια μοναδική και ανεπανάληπτη εμπειρία. Αντίθετα, για τον δικαστή η ακροαματική διαδικασία αποτελεί την καθημερινότητά του.
Επιπλέον, το σώμα των ενόρκων ως σύνολο, κατά μία έννοια, αντικατοπτρίζει τον μέσο κοινωνικό άνθρωπο, διότι –κατά πάσα πιθανότητα– αυτό αποτελείται από άτομα διαφορετικής κοινωνικής τάξεως, που διαφέρουν ίσως ως προς τον τρόπο ζωής και τις καθημερινές τους συνήθειες, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα να έχουν ετερογενείς προσλαμβάνουσες και, επομένως, ξεχωριστό τρόπο σκέψης. Η εν λόγω παρατήρηση συνηγορεί στο συμπέρασμα ότι οι ένορκοι μπορούν να αντιληφθούν, σε ορισμένες ενδεχομένως περιπτώσεις, με μεγαλύτερη πληρότητα τις δυνατότητες και τα όρια του κατηγορουμένου και, συνεπώς, να αποφανθούν ορθότερα ως προς την ενοχή του δράστη μιας άδικης πράξης.
Ακόμα, ένα από τα σημαντικότερα επιχειρήματα υπέρ της συμμετοχής των ενόρκων στην ακροαματική ποινική διαδικασία σχετίζεται με την επιβολή των ποινών. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις κατά τις οποίες αυτός που βρίσκεται στη θέση του κατηγορουμένου νιώθει αδικημένος από το δικαστικό πόρισμα και την επιβληθείσα ποινή. Αναλυτικότερα, βιώνει συναισθήματα κατωτερότητας προς τον δικαστή και πιστεύει ότι εκείνος δεν μπορεί να εισέλθει στη θέση του και να κατανοήσει τις πράξεις του. Από την άλλη πλευρά, οι ένορκοι εξυπηρετούν το γνωστό ως «περί δικαίου αίσθημα», αποτελούν τη φωνή του λαού, βρίσκονται στο «ίδιο στρατόπεδο» με τον κατηγορούμενο (χωρίς να σημαίνει, απαραίτητα, ότι συνηγορούν υπέρ του), είναι όμοιοι με αυτόν, τυγχάνει απλώς να έχουν επιλεγεί μέσα από το σύνολο τον πολιτών.
Δε θα μπορούσαν, βεβαίως, να παραλειφθούν τα επιχειρήματα που βαίνουν κατά της συμβολής των ενόρκων. Μία από τις πειστικότερες αντιρρήσεις βασίζεται στην έλλειψη νομικών γνώσεων. Χρειάζονται ειδικές τεχνικές γνώσεις της ποινικής επιστήμης, προκειμένου να καταστεί δυνατή η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών στους ποινικούς νόμους, αλλά και για να αιτιολογηθεί η τελική τους απόφαση. Ορισμένες ιδιάζουσες έννοιες, όπως, παραδείγματος χάριν, ο ενδεχόμενος δόλος ή η ηθική αυτουργία, απαιτούν χρόνια μελέτης, ούτως ώστε να γίνουν πλήρως κατανοητές. Ο μέσος καθημερινός άνθρωπος δεν είναι υποχρεωμένος να γνωρίζει την ακριβή σημασία των νομικών εννοιών, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα, όμως, να δημιουργούνται αρκετές συγχύσεις κατά τη λήψη της απόφασής τους.
Επιπλέον, οι ένορκοι τείνουν, πολλές φορές, να επηρεάζονται από τη ρητορική δεινότητα του συνηγόρου του εκάστοτε κατηγορουμένου, αλλά και από την υπερπροβολή των υποθέσεων στα Μ.Μ.Ε.. Κατ’ αποτέλεσμα, αγνοούν υπό περιπτώσεις την αλήθεια, διότι, ενδεχομένως, νιώθουν πιο ασφαλείς με το να ακολουθήσουν, όσα ακούν από την υπεράσπιση ή από τα ρεπορτάζ που προβάλλονται στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης.
Η ορθότερη αντιμετώπιση του συστήματος των ενόρκων βρίσκεται, μάλλον, στη «μέση», η οποία μεταφράζεται ως το σύστημα του «Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου», σαν αυτό που ακολουθεί σε συγκεκριμένα ποινικά αδικήματα και η Ελλάδα, όπως έγινε αναφορά παραπάνω. Κατά τούτον τον τρόπο, επιτυγχάνεται η εναρμόνιση μεταξύ των προτερημάτων των νομικών και λαϊκών δικαστών, διότι οι δύο πλευρές συνεργάζονται τόσο κατά τη διαδικασία διάγνωσης της ενοχής όσο και –στο τέλος– κατά την επιμέτρηση και επιβολή της ποινής.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Ανδρουλάκης Νικόλαος Κ., Θεμελιώδεις έννοιες της ποινικής δίκης, Εκδόσεις: Σάκκουλας Π.Ν., Αθήνα, 2020
- Types of Juries, us.courts.gov, διαθέσιμο εδώ