Της Σοφίας Κατωπόδη,
Δεν ξέρω πόσο πρέπει να σου γράψω για να λυτρωθώ. Μου λείπεις πολύ, και η συνειδητοποίηση δε βοηθάει την αποδοχή χωρίς κόστος. Νιώθω μικρή και μικροκαμωμένη. Και όχι τόσο ευυπόληπτη. Έκατσα μαζί σου και αυτή τη φορά δε σε στόλισα με τα λουλούδια σου. Ο ροζ και κίτρινος ιβίσκος που προτιμούσες περισσότερο από οποιαδήποτε τροφή και λιχουδιά. Πραγματικά δεν ξέρω αν με πειράζει, πονάει ή γεμίζει τύψεις. Το μόνο που ξέρω είναι πως πέρασα χρόνο μαζί σου και ευχόμουν να παγώσει. Δε μπορούσα να σε αφήσω γυρνώντας σου την πλάτη, κλειδώνοντας το παντζούρι. Ούτε ακόμα να εμπεδώσω πως αυτή, και τις τελευταίες φορές, δεν ήσουν από δίπλα ή ανάμεσα στα πόδια μου και τα πατούσια σου δε με άγγιζαν, αλλά αντιθέτως, ήσουν απέναντί μου κάτω από το χώμα, σκεπασμένη με ένα τελάρο. Σκληρό.
Αναρωτιέμαι και προσπαθώ να φανταστώ την εικόνα σου, μήπως και χωνέψω την αλήθεια, χωρίς όμως πραγματικά να θέλω να ξέρω. Απλώς, πλέον, μόνο η φαντασία μου μού έχει μείνει για να σε βρω κάπου ξανά. Για ακόμα μια φορά… και άλλες πολλές. Εύχομαι ο πόνος όχι να φύγει, γιατί πάντα θέλω να σε κουβαλάω, εσένα και ό,τι προκύπτει από εσένα, αλλά απλώς να απαλύνει. Και να στολιστεί με όμορφα πολύχρωμα λαμπάκια και αναμνήσεις… πολλές, μεγάλες, μικρές, ασήμαντες, σημαντικές. Πλέον όλα είναι παρατηρήσιμα και έχουν σημασία. Λένε πως οι άνθρωποι που έχουν ζήσει ένα μέρος της ζωής τους με κατοικίδιο έχουν μάθει να μοιράζονται και να νιώθουν διπλά. Τα πάντα. Από την αγάπη τους μέχρι την πατάτα τους. Πολύ πιθανόν να έχουν συναντήσει και την πραγματική χαρά από κοντά κάποιες φόρες σε ένα χάδι, μετα από μία κουραστική μέρα στη δουλειά. Πιο ευνοημένοι. Η ευτυχία τους περιορίζεται στα μικρά και κοντινά, όπως σε μια ταινία, όταν ο ήρωας παίρνει αγκαλιά τον σκύλο του τη στιγμή που αυτός πεθαίνει.
Ακόμα, οι άνθρωποι αυτοί έχουν έρθει πολλές φορές αντιμέτωποι με τον φόβο και την ιδέα της απώλειας αναπάντεχα μέσα στην ημέρα τους, χωρίς κάποια αφορμή, αλλά για να νιώσουν αυτό το συναίσθημα κάθε φορά που κοιτούν το κατοικίδιό τους στα μάτια, τυχεροί είναι. Πιο συχνά από τους υπόλοιπους. Κάθε φορά που τα κοιτάς, νιώθεις αληθινός και ικανοποιείσαι όταν η απέναντι ψυχή δέχεται όλη την αλήθεια σου, όποια και όποιος κι αν είσαι, χωρίς καμία κριτική. Όπως και να νιώθεις. Και ό,τι είσαι και όχι ό,τι νομίζεις πως είσαι, το παίρνουν και το επιστρέφουν διπλά χωρίς αντάλλαγμα — εκεί τα βρίσκετε στις βόλτες. Και όσο κι αν δεν πιστεύεις πως είναι ο καθρέφτης μας, σκέψου αυτό που σου αρέσει και δε μπορείς παρά να χαμογελάσεις όταν το ακούς: «Μόνο με εσένα κάνει έτσι». Και αμέσως, λούζεσαι από χαρά, σαν περήφανος γονέας που είσαι.
Σε όλους, λοιπόν, τους γονείς αυτών των πλασμάτων, έχω να πω: μη χαθείτε κι εσείς τη μέρα αυτήν. Είναι σκληρή ημέρα και απαιτεί σθένος. Με αγάπη το γράφω και νιώθω την ανάγκη να το κάνω. Με κάνει να πονώ λιγότερο και να χαμογελάω όταν θυμάμαι ότι είμαστε πολλοί. Και όταν το ξεχάσετε κι εσείς, μη διστάσετε να το εκφράσετε. Πένθος λέγεται κι αυτό. Όλοι έχουμε χάσει, χάνουμε και θα χάνουμε δικούς μας και δικά μας. Είναι φυσιολογικό. Απλώς, είναι τόσο δυνατό, που μεταμορφώνεται σε πρωτόγνωρο συναίσθημα, εμπεριέχοντας τόση μοναξιά. Είναι ο κύκλος της ζωής, όσο κι αν εσύ δε συμφωνείς. Ούτε εσύ, ούτε εγώ. Όσο κι αν δεν το αποδέχεσαι. Όσο κι αν δεν το εύχεσαι. Μια απόφαση είναι που ποτέ δε θέλεις να πάρεις, αλλά δε γίνεται κι αλλιώς. Δεν είναι εύκολο. Ίσως να είναι μαζί με τα πιο δύσκολα. Πιο επίπονα. Και πιο κουραστικά. Ψυχικά τουλάχιστον, διαπιστώνω. Βρίσκομαι ακόμα στην προσπάθεια στολισμού βέβαια, ίσως μάλλον γι’ αυτό.
Bisoux.