Της Κατερίνας Χασιώτη,
Το ζήτημα της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού, καθώς και η συνταγματικότητά του έχει απασχολήσει το Συμβούλιο της Επικρατείας –πολλάκις– κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Στη νέα πραγματικότητα που δημιούργησε η επιδημιολογική κρίση, ανέκυψε μία νέα δικαστική απόφαση, που αφορά στη συνταγματικότητα της υποχρέωσης εμβολιασμού των εργαζομένων σε δομές υγείας. Η νομική ανάλυση της εν λόγω απόφασης είναι αρκετά ενδιαφέρουσα από τη σκοπιά του Συνταγματικού Δικαίου.
Με την εν λόγω απόφαση, η Ολομέλεια του ΣτΕ απέρριψε την αίτηση ακυρώσεως της ΠΟΕΔΗΝ κατά της Δ1α/ΓΠ.οικ.50933/13–8–2021 αποφάσεως των Υπουργού και Αναπληρωτή Υπουργού Υγείας «Διαδικασία και λόγοι απαλλαγής από την υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού». Ειδικότερα, με την αίτηση ακυρώσεως η ΠΟΕΔΗΝ αμφισβήτησε την επιβαλλόμενη υποχρέωση εμβολιασμού κατά του κορωνοϊού στα μέλη των σωματείων, τα οποία είναι και μέλη της αιτούσας Ομοσπονδίας. Η άρνηση αυτή θα είχε ως συνέπεια την αναστολή καθηκόντων. Το μέτρο της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού για το προσωπικό των δομών υγείας, καθώς και οι συνέπειες που θα προκληθούν σε περίπτωση μη συμμορφώσεως προβλέπονται από το άρθρο 206 του ν.4820/2021, ενώ η προσβαλλόμενη κανονιστική απόφαση εμπεριέχει τη διαδικασία και τους λόγους απαλλαγής από την υποχρέωση του εμβολιασμού.
Στην αίτηση ακυρώσεως εξαιρετικά προβάλλονται παραδεκτά και λόγοι έναντι της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού, επειδή τυχόν ανίσχυρο –λόγω αντισυνταγματικότητας– της προβλεπόμενης (στο άρθρο 206 του ν.4820/2021) υποχρεώσεως εμβολιασμού κατά του κορωνοϊού, συνεπάγεται την ακύρωση και της προσβαλλόμενης αποφάσεως, η οποία προϋποθέτει ότι ο κανόνας της υποχρεωτικότητας είναι –από συνταγματικής απόψεως– έγκυρος.
Εν συνεχεία, γίνεται μνεία στους κανονισμούς 762/2004 και 507/2006, με τις διατάξεις των οποίων ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων προέβη σε αυστηρό έλεγχο των εμβολίων κατά του κορωνοϊού, χωρίς να γίνει κάποια παράλειψη από τις φάσεις επαλήθευσης της αποτελεσματικότητας και της ασφάλειας, που απαιτούνται για την αδειοδότηση ενός φαρμάκου, με σκοπό να εγγυηθεί ότι αυτά ανταποκρίνονται στα ευρωπαϊκά πρότυπα ασφάλειας, αποτελεσματικότητας και ποιότητας. Μέσα στο πλαίσιο αυτό, γίνεται λόγος για το ζήτημα της αδειοδότησης «υπό αίρεση», επιχείρημα που έφερε το δικαστήριο υπέρ της ασφάλειας και της αποτελεσματικότητας των εμβολίων, καθώς θεώρησε ότι η εν λόγω αδειοδότηση «υπό αίρεση», δε συνεπάγεται τον πειραματικό ή δοκιμαστικό χαρακτήρα των εμβολίων.
Το ΣτΕ αναφέρει ότι οι άδειες κυκλοφορίας «υπό αίρεση», τις οποίες τα εγκεκριμένα εμβόλια αυτά έχουν λάβει, βάσει της διαγραφόμενης από τις ανωτέρω διατάξεις διαδικασίας, η οποία δεν επινοήθηκε ad hoc για την αντιμετώπιση της τρέχουσας επιδημικής έξαρσης του νέου κορωνοϊού covid-19, τελούν υπό καθεστώς αυστηρών εγγυήσεων. Συνδέονται, μάλιστα, με συγκεκριμένες υποχρεώσεις των κατόχων τους και δεν είναι ούτε προσωρινές ούτε άδειες χρήσης έκτακτης ανάγκης (άδειες μη εγκεκριμένων εμβολίων), που κατά τις ανωτέρω διατάξεις χορηγούνται, όταν δεν έχουν υποβληθεί εκτενή προκλινικά ή φαρμακευτικά δεδομένα.
Αντιθέτως, χορηγούνται –όπως συμβαίνει εν προκειμένω– όταν υπάρχουν επαρκή, αλλά όχι εκτενή κλινικά δεδομένα υπό τις ακόλουθες τέσσερις αυστηρές προϋποθέσεις: α) ότι η σχέση κινδύνου–οφέλους του φαρμάκου είναι θετική, β) ότι ο αιτών την άδεια θα υποβάλει εκτενή κλινικά στοιχεία, γ) ότι καλύπτονται ανικανοποίητες ιατρικές ανάγκες και δ) ότι το όφελος για τη δημόσια υγεία από την άμεση διάθεση στην αγορά του συγκεκριμένου φαρμάκου υπερτερεί του κινδύνου, που οφείλεται στο ότι απαιτούνται συμπληρωματικά στοιχεία (άρθρο 4 Κανονισμού 507/2006). Επομένως, τα εμβόλια αυτά δεν είναι «πειραματικά ή δοκιμαστικά». Με το παραπάνω σκεπτικό, μπορεί να βγει το συμπέρασμα ότι τα εμβόλια μπορούν να θεωρηθούν –εκ των προτέρων– ασφαλή και αποτελεσματικά, ακόμη κι αν χορηγούνται χωρίς εκτενή κλινικά δεδομένα.
Το δικαστήριο, ακολούθως, επικαλείται τη σημαντική αρχή της προφύλαξης, που είναι ζωτική σε περιπτώσεις αντιμετώπισης κινδύνων, όπως είναι μία πανδημία. Σύμφωνα με την παραπάνω αρχή, όταν μια ενδεχόμενη ανάληψη υγειονομικής απόφασης μπορεί να προσβάλλει θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα, τότε θα πρέπει να αποφεύγεται. Ενδεχομένως, μια παρόμοια απόφαση θα μπορούσε να εξεταστεί εκ νέου και να αναθεωρηθεί, εφόσον στη συνέχεια προκύψουν πρόσθετες, αξιόπιστες και επαρκείς επιστημονικές πληροφορίες, που επιτάσσουν την τροποποίησή της.
Το δικαστήριο, όμως, προβαίνει στην ερμηνεία, ότι η αρχή αυτή λειτουργεί αντίστροφα, διότι απαιτεί να επιτρέπεται ή και να επιβάλλεται η χρήση εμβολίων, τα οποία –ακόμη κι αν δεν υπάρχουν εκτενή κλινικά δεδομένα– παρέχουν περισσότερα οφέλη παρά κινδύνους. Αυτό συμβαίνει, καθώς η πιθανότητα εμφάνισης κάποιας ανεπιθύμητης παρενέργειας σε ένα άτομο, με τη χορήγηση του εμβολίου, είναι αρκετά μικρότερη από τη βλάβη που μπορεί να προκληθεί για μια ολόκληρη κοινωνία στην περίπτωση μη χρήσης του εμβολίου.
Την πεμπτουσία της συγκεκριμένης δικαστικής απόφασης αποτελεί η κρίση του Ανώτατου Ακυρωτικού, ότι το μέτρο της αναστολής καθηκόντων και, κατ’ επέκταση, η μη καταβολή αποδοχών στους υγειονομικούς, που δε δέχονται τον εμβολιασμό, δεν είναι δυσανάλογο, καθώς εξυπηρετείται ο συνταγματικός σκοπός της προστασίας της δημόσιας υγείας, όπως και η περαιτέρω αποτροπή μετάδοσης του κορωνοϊού εντός των δομών υγείας. Ειδικότερα, ο νομοθέτης, κρίνοντας τις επιπτώσεις της άρνησης του εμβολιασμού των εργαζομένων των δομών αυτών και εκτιμώντας τα επικρατούντα επιστημονικά και επιδημιολογικά δεδομένα κατά τον χρόνο θεσπίσεως του υποχρεωτικού εμβολιασμού των ατόμων αυτών, εκτίμησε ότι το μέτρο της αναστολής εργασίας και της μη καταβολής αποδοχών –για όσο διάστημα διαρκέσει η άρνησή τους– είναι κατάλληλο, αναγκαίο και, εν στενή εννοία, ανάλογο προς τον επιδιωκόμενο σκοπό της προστασίας της δημόσιας υγείας, κατόπιν στάθμισης του οφέλους και του κινδύνου.
Επομένως, η αναστολή καθηκόντων και οι περαιτέρω συνέπειες αυτής, όπως λέει και το ΣτΕ, αφ’ ενός αποβλέπουν στην τήρηση της νόμιμης υποχρέωσης εμβολιασμού, ώστε να μη μείνει κενό γράμμα, αφ’ ετέρου ισχύουν, όχι επ’ αόριστον, αλλά μέχρι την επαναξιολόγηση του μέτρου του υποχρεωτικού εμβολιασμού, η οποία, πάντως, πρέπει να πραγματοποιηθεί εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος. Αμελητέα δεν θα πρέπει να είναι και η μειοψηφία πέντε Συμβούλων, οι οποίοι ισχυρίζονται το δυσανάλογο του μέτρου της αναστολής και προτείνουν σαν ηπιότερο μέτρο ο νομοθέτης να προβλέψει την καταβολή ενός ελάχιστου ποσοστού αποδοχών.
Προς συμπλήρωση των παραπάνω, αξίζει να σημειωθεί ότι με την υπ’ αριθμ.2332/2022 νέα απόφαση της επταμελούς σύνθεσης του Γ’ Τμήματος του ΣτΕ κρίθηκε η δυνατότητα των ανεμβολίαστων υγειονομικών να επιστρέψουν στην εργασία τους μετά από αίτησή τους, καθώς και η αντισυνταγματικότητα της παράτασης (μέχρι 31–12–2022) του υποχρεωτικού εμβολιασμού του προσωπικού σε δομές υγείας, λόγω ελλείψεως επανεκτιμήσεως του μέτρου. Πιο συγκεκριμένα, η διάταξη του ν.4917/2022, η οποία έδωσε παράταση στην ισχύ της επαναξιολογήσεως της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού στους υγειονομικούς μέχρι τις 31–12–2022, κρίθηκε ότι αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας.
Στην απόφαση αναφέρεται ότι κατά τον χρόνο που δημοσιεύτηκε ο ν.4917/2022 (31–3–2022) και εκδόθηκε η προσβαλλόμενη πράξη (14–4–2022) είχε παρέλθει χρονικό διάστημα οκτώ και πλέον μηνών από τη λήψη του μέτρου του υποχρεωτικού εμβολιασμού στο προσωπικό των δομών υγείας, διάστημα που –λόγω της φύσεως του μέτρου και των συνεπειών του– υπερβαίνει το εύλογο. Μάλιστα, δεν έχει διενεργηθεί επανεξέτασή του, βάσει πιο πρόσφατων –κατά τον χρόνο εκείνο– επιστημονικών και επιδημιολογικών στοιχείων για την αποτελεσματικότητα, την αξία και τις συνέπειες των εμβολίων κατά του κορωνοϊού και την πορεία και εξέλιξη της πανδημίας. Εξάλλου, δεν προκύπτει με ποια επιστημονικά δεδομένα ο χρόνος της επαναξιολογήσεως παρατάθηκε έως τις 31–12–2022, δηλαδή τοποθετήθηκε σε χρόνο, που, επίσης, υπερβαίνει τον εύλογο, εν όψει του ότι απέχει εννέα μήνες από την ψήφιση του ν.4917/2022.
Συμπερασματικά, γίνεται αντιληπτό ότι τα ζητήματα συνταγματικότητας, που ανήλθαν στην επιφάνεια με αφορμή την επιδημιολογική κρίση του κορωνοϊού, απασχολούν και θα συνεχίσουν να απασχολούν τον κλάδο της νομικής επιστήμης, οδηγώντας, έτσι, στην έκδοση όλο και περισσότερων δικαστικών αποφάσεων, οι οποίες θα ανατρέψουν δόγματα και ριζωμένες πεποιθήσεις δεκαετιών.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Απόφαση υπ’ αριθμ. 1684/2022 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας, διαθέσιμο εδώ
- Σουζάνα Κλημεντίδη:Η απόφαση του ΣτΕ (Ολ. 1684/2022)ότι είναι συνταγματικά επιτρεπτός ο υποχρεωτικός εμβολιασμός των εργαζομένων σε δομές υγείας – Μια κριτική προσέγγιση, διαθέσιμο εδώ
- ΣτΕ Γ΄ 7μ. 2332/2022: Αντισυνταγματικότητα της παράτασης του υποχρεωτικού εμβολιασμού εργαζομένων σε δομές υγείας λόγω ελλείψεως επαναξιολογήσεως του μέτρου, διαθέσιμο εδώ