Του Θάνου Αβαρικιώτη,
Βρισκόμαστε στο 2014, έπειτα από τη συμφωνία και την εφαρμογή δύο μνημονίων υπήρχε η προσδοκία πως τα οικονομικά της Ελλάδας είχαν πλέον μπει σε μία τάξη και σιγά σιγά η ανάπτυξη θα ξεκινήσει να γίνεται κάτι παραπάνω από ορατή. Δυστυχώς, όμως, τα γεγονότα δεν έδειχναν αυτό. Η Ελλάδα συνέχιζε να ακολουθεί τη γραμμή λιτότητας και περικοπών που της όριζαν οι θεσμοί. Οι αγανακτισμένοι πολίτες είχαν αρχίσει να πιστεύουν πως οι θεσμοί ακολουθούν προγράμματα «τιμωρίας» της χώρας παρά διάσωσής της. Έτσι, έπειτα από πιέσεις προς την τότε Κυβέρνηση, ο λαός της οδηγήθηκε πρόωρα στις κάλπες. Εκεί, μετά από την τετραετή κρίση, τον οικονομικό μαρασμό και την υποβάθμιση της ποιότητας ζωής των Ελλήνων, αναδείχθηκε πρώτο δύναμη, ένα κόμμα που μέχρι τότε άγγιζε το ποσοστό του 3%. Το κόμμα υποσχόταν ριζικές αλλαγές, κυρίως όσον αφορά την αντιμετώπιση που έχουν οι θεσμοί στο ελληνικό χρέος και στα μέτρα δράσης τους. Δημιουργώντας, συνεπώς, ελπίδες πως μέσα από τη σκληρή γραμμή της Ελλάδας προς την Ευρώπη θα ερχόταν η ευημερία. Αυτή δε θα ήταν όπως στο παρελθόν ένας παθητικός θεατής, αλλά θα έπαιρνε η ίδια αποφάσεις για την τύχη της.
Η νέα Κυβέρνηση, λοιπόν, ξεκίνησε κατευθείαν τον Γενάρη του 2015, αρχικά τηρώντας τις υποσχέσεις της, αλλά δημιουργώντας κλίμα έντονης οικονομικής αστάθειας και πολιτικής ρήξης, γεγονός που δεν ευνοεί στην περίοδο αντιμετώπισης κρίσεων. Έπειτα από τις πρώτες συναντήσεις που είχαν με τους θεσμούς, κατέστησαν σαφές πως δεν επρόκειτο εύκολα να αλλάξουν γραμμή πλεύσης, αφού είχαν στις πλάτες τους τις προεκλογικές υποσχέσεις και την ψήφο από τον ελληνικό λαό. Η σύγκρουση Ελλάδας και Ευρώπης ήταν άμεση και αναπόφευκτη, με τους θεσμούς να παγώνουν απευθείας τη χρηματοδότηση του δεύτερου μνημονίου, που είχε ακόμα έξι μήνες ζωής. Την ίδια περίοδο, οι Ευρωπαίοι προσκάλεσαν την Ελλάδα σε μία συζήτηση για να τρέξει ένα πρόγραμμα, το οποίο θα οδηγούσε, τελικά, μετά την ολοκλήρωσή του σε ένα τρίτο μνημόνιο. Προφανώς, από τη μεριά μας αυτό δεν ήταν επιθυμητό, καθώς οι όροι μας για τη συμφωνία αυτή ήταν κάθετοι και αντίθετοι από των εταίρων μας. Έτσι, μέχρι τη γνωστή διαπραγμάτευση του καλοκαιριού του 2015, η Ελλάδα είχε μείνει χωρίς χρηματοδότηση και τα ταμεία της είχαν κυριολεκτικά στερέψει.
Σε εκείνη τη διαπραγμάτευση η θέση της Ελλάδας ήταν ξεκάθαρη. Σε περίπτωση που δεν εκπληρώνονταν οι όροι που είχε παρουσιάσει για μια ευνοϊκή αντιμετώπισή της, τότε θα αντιδρούσε με τους εξής τρεις τρόπους. Πρώτο και κύριο, αποτελεί η αναβολή των πληρωμών προς το Δ.Ν.Τ. Επόμενη συνέπεια, θα ήταν η μετάθεση των πληρωμών των ομόλογων, που βρίσκονται στα χέρια της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Τέλος, ήταν η ενεργοποίηση ενός παράλληλου συστήματος αγορών. Βέβαια, όπως γίνεται κατανοητό, οι απειλές της χώρας μας δεν φόβισαν ιδιαίτερα την απέναντι πλευρά. Καταρχάς, οι θεσμοί μέσα σε αυτά τα πέντε χρόνια που είχαν περάσει από την αρχή της κρίσης, είχαν πετύχει να μειώσουν –κατά ένα μεγάλο ποσοστό– τον ευρωπαϊκό τραπεζικό κίνδυνο, και έτσι, δεν έδειχναν μεγάλο ενδιαφέρον για το αν θα αργήσουν να λάβουν τα χρήματά τους πίσω. Επίσης, πρέπει να ληφθεί υπόψη πως σε εκείνη τη διαπραγμάτευση οι εταίροι είχαν έρθει με ένα πλήρες σχέδιο εξόδου της Ελλάδας από την Ευρώπη, για το ενδεχόμενο που οι συζητήσεις ήταν άκαρπες και οδηγούσαν σε αδιέξοδο. Επομένως, οι θεσμοί δεν έκαναν πίσω στις απαιτήσεις που είχαν για την υπογραφή του τρίτου μνημονίου, με την τότε Κυβέρνηση να ζητά τη γνώμη των πολιτών, στέλνοντάς τους σε ένα δημοψήφισμα με το ερώτημα που είχε τεθεί να ήταν ουσιαστικά για το αν θέλουν συνθηκολόγηση ή όχι.
Ο φόβος ότι δε θα υπήρχε κάποια συμφωνία και η αγωνία ότι τα επόμενα χρόνια η Ελλάδα θα βρισκόταν έξω από την Ευρώπη δημιούργησε μία νέα μεγαλύτερη ύφεση, με τους πολίτες να τρέχουν να βγάλουν τα χρήματά τους εκτός Ελλάδας. Επιπτώσεις του κλίματος οικονομικής αστάθειας που είχε αρχίσει να διαμορφώνεται από την πολιτική. Ταυτοχρόνως, οι ίδιοι λόγοι έστειλαν τον κόσμο της χώρας στις τράπεζες, ώστε να πάρουν στην κατοχή τους όσα περισσότερα χρήματα ήταν δυνατόν. Τέλος, ως απόρροια των γεγονότων, οι εγχώριες τράπεζες δε λάμβαναν κάποιο δανεισμό από την Ευρώπη. Ως εκ τούτου, η ρευστότητα του τραπεζικού συστήματος εξαφανίστηκε, με την επιβολή των ‘’capital controls’’ και το κλείσιμο των τραπεζών για ένα διάστημα να αποτελεί τη μόνη λύση.
Το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος έδειξε τη μη συνθηκολόγηση, με το «όχι» να επικρατεί. Έτσι, με την απόφαση των Ελλήνων στο χέρι, η Κυβέρνηση συναντήθηκε με τους θεσμούς, ώστε να γίνει η σκληρή διαπραγμάτευση. Έπειτα από ώρες συζητήσεων, η Ελληνική ομάδα εκπροσώπων φεύγει με ένα τρίτο μνημόνιο, με το «όχι» του δημοψηφίσματος να μετατρέπεται σε «ναι». Το νέο μνημόνιο βάδιζε στα βήματα των προηγούμενων δύο, αφού η χώρα μας ήταν υπόχρεη μιας ακόμα (αναπόφευκτης) εσωτερικής υποτίμησης, με κάποιες από τις υποχρεώσεις να είναι η αύξηση του Φ.Π.Α., η περικοπή συντάξεων και η μείωση του αφορολόγητου ορίου. Αντί αυτών, θα λάμβανε δάνεια ύψους €86 δις σε βάθος 3 χρόνων, αλλά και ένα πακέτο €25 δις για την τόνωση του τραπεζικού συστήματος, που είχε όπως είδαμε πραγματικά εξαθλιωθεί.
Έτσι, λοιπόν, η Ελλάδα για ακόμα μια φορά έλαβε μια συμφωνία (εν μέρη) άδικη για τα σφάλματα του παρελθόντος. Μια συμφωνία, που παράτεινε την ύφεση και την οικονομική αστάθεια στη χώρα. Ήταν πλέον σίγουρο πως οι εταίροι δεν προσπαθούσαν να σώσουν την Ελλάδα, αλλά απλά να δώσουν ένα παράδειγμα προς όλους, ότι οι «αμαρτίες» της κάθε χώρας θα πληρώνονται στο ακέραιο, χωρίς καμία ελάφρυνση. Αντιθέτως, αν είχε υπάρξει μεγαλύτερη αλληλεγγύη μεταξύ των κρατών-μελών της Ένωσης, ίσως αντιμετωπιζόταν πιο ανώδυνα η κρίση και μπορεί να είχαν σημειωθεί λιγότερες πολιτικοκοινωνικές αναταραχές. Ελπίζουμε να μην επαναληφθούν ξανά τα λάθη του παρελθόντος…
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- ΔΝΤ, imf.org
- Τρίτο πρόγραμμα οικονομικής προσαρμογής για την Ελλάδα, el.wikipedia.org, διαθέσιμο εδώ
- Μια αξιολόγηση του τρίτου μνημονίου, kathimerini.gr, διαθέσιμο εδώ
- 2015: Η Διαπραγμάτευση με τους Θεσμούς -Greekonomics, youtube.gr, διαθέσιμο εδώ