Της Κωνσταντίνας Στάμου,
Κατά τη δεκαετία του 1870, παρατηρώντας την Ελλάδα γινόμαστε μάρτυρες μιας τροποποίησης της εξωτερικής πολιτικής του κράτους. Από τις προηγούμενες δεκαετίες, ο στόχος της εξωτερικής πολιτικής ήταν ξεκάθαρος και σταθερός. Στο στόχαστρο της αμυντικής και επιθετικής ελληνικής στρατιωτικής πολιτικής βρισκόταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία και απώτερος σκοπός ήταν η επανακατάκτηση, από τους Οθωμανούς, περιοχών με έντονη ελληνική ιστορικά και εθνολογική σύσταση. Η «Μεγάλη Ιδέα», όπως ονομάστηκε, αποτελούσε κινητήριο δύναμη τόσο στην τόνωση του εθνικιστικού αισθήματος των Ελλήνων πατριωτών, όσο και στην οργάνωση της πολεμικής τους δύναμης. Πλέον, όμως, η Ελλάδα καλούνταν να αντιμετωπίσει μια καινούρια υπερδύναμη, που κινούνταν απειλητικά προς τα ύδατά της.
Ο λόγος γίνεται για τη Ρωσία, η οποία με επικεφαλής πλέον τον τσάρο Αλέξανδρο Β΄ ελκύεται θετικά από τη μαγεία της ελληνικής, εν δυνάμει, επικράτειας και γεμίζει φιλοδοξίες για την κατάκτησή της. Από τον Κριμαϊκό Πόλεμο, η Ρωσία είχε εμφανίσει μια τάση υπεράσπισης των Χριστιανών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που τώρα η θετική της αυτή προδιάθεση, περιορίστηκε στους Σλάβους της Βαλκανικής. Ήδη από το 1870, η ονομαζόμενη Βουλγαρική Εκκλησία είχε διακόψει τις σχέσεις της με το Οικουμενικό Πατριαρχείο και είχε εκκινήσει έναν ανταγωνισμό σχετικά με την κηδεμονία του ελληνόφωνου και βουλγαρόφωνου χριστιανικού πληθυσμού. Η Ρωσία παρατάχθηκε στη βουλγαρική πλευρά, αδιαφορώντας για την ανυπαρξία αυτονομίας στο βουλγαρικό έδαφος με την μορφή κράτους. Το ελληνικό βασίλειο είχε φροντίσει ήδη από τις προηγούμενες δεκαετίες να ενημερώσει τον απλό λαό για τον επικείμενο νέο εχθρό, τους Σλάβους. Η διάθεση των Ελλήνων προς τους Σλάβους ήταν ακόμα σε κάποιον βαθμό φιλική.
Όμως, η κυκλοφορία μιας φυλλάδας με τίτλο «Περί Ανατολής παρά τίνος Ανατολίτου» το 1853, αλλάζει τις σταθερές. Το περιεχόμενο αυτής της εφημερίδας υποστήριζε ότι λύση στο Ανατολικό Ζήτημα αποτελούσε η αλλαγή πολιτικής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, διότι η διαμάχη της με τη Ρωσία αποσκοπούσε καθαρά σε ξέσπασμα πολέμου μεταξύ του ελληνικού και του ρωσικού κράτους, υποκινούμενο από τη Ρωσία για εξισλαμισμό των Ελλήνων. Οι περισσότεροι υποστήριζαν ότι πρέπει να τηρηθεί ουδετερότητα από μεριάς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε αυτή τη θρησκευτική διαμάχη. Οι χριστιανοί, από την άλλη, που διέμεναν στα οθωμανικά εδάφη, θα έπρεπε να σκεφτούν σοβαρά με ποια μεριά θα ήθελαν να συνασπιστούν κι να κινηθούν αναλόγως. Οι επιλογές τους ωστόσο ήταν μάλλον μονόδρομος, καθώς με τους Τούρκους τους χώριζαν σε μεγάλο βαθμό πεποιθήσεις και εθνικά χαρακτηριστικά τους, όπως η γλώσσα και φυσικά η θρησκεία τους. Ήταν όμως κοινή παραδοχή ότι η έχθρα αυτή θα έχει επίκεντρο τις πολιτικές τους διαφορές και όχι τις εθνικές.
Το 1875, η Ερζεγοβίνη, η Σερβία, το Μαυροβούνιο και η Βουλγαρία φιλοξένησαν ενέργειες επαναστατών πάνω στα εδάφη τους, που κατά πλειονότητα απώθησαν ικανοποιητικά τον οθωμανικό ζυγό, εκτός από τη Βουλγαρία. Έπειτα, οι Οθωμανοί πέρασαν στα αντίποινα, τα οποία στις περισσότερες περιοχές εκδηλώθηκαν με τη μορφή βιαιοπραγιών και λεηλασιών. Την ειρήνη έφερε η Ρωσία πιέζοντας τον σουλτάνο να συνθηκολογήσει το 1878, έπειτα από τον ενδεκάμηνο Ρωσοτουρκικό Πόλεμο που είχα ξεσπάσει τον Απρίλιο του προηγούμενου έτους. Η συνθήκη ειρήνης υπεγράφη στην Κωνσταντινούπολη. Έτσι, η Σερβία, το Μαυροβούνιο και η Ρουμανία κέρδισαν την ανεξαρτησία τους, ενώ η Βουλγαρία αναγνωριζόταν ως αυτόνομη ηγεμονία μεγάλων εδαφικών εκτάσεων, που έφταναν ως και τη Θεσσαλονίκη. Αυτές οι αλλαγές δεν βρήκαν σύμφωνες τις Μεγάλες Δυνάμεις. Η Ρουμανία, η Σερβία κι το Μαυροβούνιο δε βίωσαν αλλαγές των εδαφικών του κεκτημένων, η Βουλγαρία όμως είδε την έκτασή της να μειώνεται δραστικά, σύμφωνα με αποφάσεις που πάρθηκαν στο συνέδριο του Βερολίνου το 1878.
Την ίδια περίοδο, δημιουργείται στη Βουλγαρία η Ηγεμονία της Ανατολικής Ρωμυλίας και η Κύπρος περνάει στα χέρια της Μεγάλης Βρετανίας. Η Ελλάδα αμφιταλαντευόταν μεταξύ είτε της επιλογής της ουδετερότητας, που της πρότεινε η Μεγάλη Βρετανία, είτε της συμμετοχής της στις επαναστάσεις των Σλάβων. Το ηρωικό πνεύμα της χώρας εισακούστηκε για ακόμη μια φορά και σε συνδυασμό με την ύπαρξη ρωσικού στρατού κοντά στην Κωνσταντινούπολη, εισέβαλε στη Θεσσαλία. Μια συμφωνία όμως μεταξύ Τούρκων και Ρώσων διατάραξε την ομαλή ως τότε ροή των πραγμάτων και η Μεγάλη Πύλη στράφηκε εχθρικά προς την Ελλάδα και κυρίως τα νησιά. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το ελληνικό κράτος να προχωρήσει σε μεταφορά του ναυστάθμου του Πόρου στη Μονή της Φανερωμένης στη Σαλαμίνα, η οποία διήρκησε τρεις μήνες, με σκοπό την αρτιότερη προστασία των ελληνικών δυνάμεων.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Γέροντας, Παναγιώτης, Ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1877-1878, η αλλαγή της εξωτερικής πολιτικής της Ελλάδας και η μεταφορά του Ναυστάθμου από τον Πόρο στην Σαλαμίνα, geopolitics.iisca.eu, Διαθέσιμο εδώ
- koutipandoras.gr, Ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος του 1877-1878, Διαθέσιμο εδώ
- stratistoria.wordpress.com, Ρωσοτουρκικός πόλεμος 1877-78, Διαθέσιμο εδώ