Του Βασίλη Καρατσιώλη,
H ρωσική προσπάθεια να καταλάβει τη δυτική Ρωσία και την Ουκρανία από την Πολωνική-Λιθουανική Κοινοπολιτεία μπορεί να χωριστεί στις ακόλουθες φάσεις. 1η: Εκστρατεία του 1654-1655. 2η: Εκστρατεία του 1656-1658 ή Ρωσο-Σουηδικός Πόλεμος. 3η: Εκστρατεία του 1558-1559. 4η: Εκστρατεία του 1660. 5η: Εκστρατεία του 1661-1662. 6η: Εκστρατεία του 1663-1664. 7η: Εκστρατεία του 1665-1666.
Σε όλες τις εκστρατείες, οι ρωσικές δυνάμεις πολεμούσαν ταυτόχρονα σε δύο θέατρα πολέμου – το βόρειο (Λευκορωσίας-Λιθουανίας) και το νότιο (Ουκρανίας). Από άποψη κλίμακας, ήταν ένας από τους μεγαλύτερους πολέμους του ρωσικού κράτους απέναντι στην κοινοπολιτεία. Αξίζει να σημειωθεί ότι ήταν η πρώτη φορά που ο ρωσικός στρατός χρειάστηκε να διεξάγει σημαντικές στρατιωτικές επιχειρήσεις στην Ουκρανία. Ο πόλεμος αυτός συνοδεύτηκε από έντονες εσωτερικές συγκρούσεις στην περιοχή των εχθροπραξιών (κυρίως στην Ουκρανία), καθώς και από την εμπλοκή άλλων κρατών (Σουηδία, Χανάτο της Κριμαίας) στη σύγκρουση.
Η Εκστρατεία του 1654-1655 είχε γενικά επιθετικό χαρακτήρα εκ μέρους των συνδυασμένων ρωσο-ουκρανικών δυνάμεων. Σηματοδοτήθηκε από σημαντικές επιτυχίες των συμμάχων, οι οποίοι απώθησαν τις πολωνο-λιθουανικές δυνάμεις από τον Δνείπερο μέχρι τον ποταμό Μπουγκ. Πρωταρχικός στόχος της ρωσικής διοίκησης κατά την αρχική περίοδο του πολέμου ήταν η επανάκτηση του Σμολένσκ και άλλων ρωσικών πόλεων που είχαν καταληφθεί από την Πολωνία. Το σχέδιο για το πρώτο έτος της εκστρατείας βασίστηκε σε αυτούς τους στόχους. Οι κύριες δυνάμεις του ρωσικού στρατού, με επικεφαλής τον τσάρο Aleksey Mikhaylovich, βάδισαν προς το Σμολένσκ. Στα βόρεια, προς την κατεύθυνση του Πολότσκ και του Βιτέμπσκ, επιχειρούσε ο στρατός του βοεβόδα Vasily Sheremetev. Ένα βοηθητικό ρωσικό σώμα διεξήγαγε επιχειρήσεις στην Ουκρανία, μαζί με τα στρατεύματα του Bohdan Khmelnytsky.
Στη συνέχεια, η σύνθεση του ρωσικού στρατού ανανεώθηκε σημαντικά. Ο πυρήνας του ήταν τα συντάγματα της ξένης σύνθεσης, στα οποία το μεγαλύτερο μέρος ήταν ήδη Ρώσοι αντί για μισθοφορικές μονάδες. Μαζί με τα συντάγματα της ξένης σύνθεσης παρατάχθηκαν έφιπποι και πεζικάριοι πολιτοφύλακες Streltsy, καθώς και σημαντικοί κοζάκικοι σχηματισμοί. Η δύναμη των συνδυασμένων δυνάμεων της Ρωσίας και της Ουκρανίας κατά την πρώτη περίοδο του πολέμου επέτρεψε την επίτευξη πρωτοφανών αποτελεσμάτων. Η πρώτη, και μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες των ρωσικών όπλων σε αυτόν τον πόλεμο, ήταν η κατάληψη του Σμολένσκ.
Τον Ιούνιο του 1654, ο ρωσικός στρατός (περίπου σαράντα χιλιάδες άνδρες) με επικεφαλής τον τσάρο Aleksey Mikhaylovich πλησίασε το Σμολένσκ. Η πόλη υπερασπίστηκε από πολωνο-λιθουανική φρουρά, υπό τη διοίκηση του βοεβόδα Obukhovich (πάνω από δύο χιλιάδες άνδρες). Η πολιορκία άρχισε στις 26 Ιουλίου. Τη νύχτα της 16ης Αυγούστου, οι Ρώσοι άρχισαν επίθεση. Οι πολιορκητές ανατίναξαν έναν από τους πύργους, στον οποίο μπήκαν οι επιτιθέμενοι, αλλά αποκρούσθηκαν επιτυχώς. Οι Ρώσοι είχαν 300 νεκρούς και 1000 τραυματίες κατά τη διάρκεια της εφόδου. Οι Πολωνοί και οι Λιθουανοί έχασαν 200 άνδρες. Ωστόσο, η επιτυχία αυτή δε βοήθησε το ηθικό των πολιορκημένων. Τους έλειπαν οι άνδρες, η πυρίτιδα και η επιθυμία να αμυνθούν.
Μετά την ήττα του στρατού του χετμάνου Radziwill στον ποταμό Shklovka, οι ελπίδες των πολιορκημένων για εξωτερική βοήθεια εξανεμίστηκαν. Επιπλέον, οι κάτοικοι της πόλης συμπαθούσαν ξεκάθαρα τον ρωσικό στρατό και δεν ήθελαν να υποστούν σε μια μακρά πολιορκία. Η λιποταξίες άρχισαν ανάμεσα στις τάξεις της φρουράς του Σμολένσκ. Τον Σεπτέμβριο, ο κυβερνήτης Obukhovich προσφέρθηκε να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις για την παράδοση του φρουρίου. Οι διαπραγματεύσεις επισπεύσθηκαν από τους ίδιους τους κατοίκους της πόλης, οι οποίοι άνοιξαν τις πύλες στον Ρώσο τσάρο. Στις 23 Σεπτεμβρίου 1654, η φρουρά συνθηκολόγησε. Οι ηγέτες της άμυνας είχαν τη δυνατότητα να διαφύγουν στη Λιθουανία. Οι υπόλοιποι υπερασπιστές του φρουρίου και οι κάτοικοι της πόλης είχαν την επιλογή είτε να ορκιστούν πίστη στον τσάρο της Μόσχας, είτε να φύγουν και αυτοί για τις λιθουανικές περιοχές. Το Σμολένσκ επιστράφηκε στο εξής στο ρωσικό κράτος.
Κατά τη διάρκεια της πολιορκίας του Σμολένσκ, ο βοεβόδας Aleksey Trubetskoy νίκησε τον πολωνικό στρατό του χετμάνου Radziwill στον ποταμό Σκλόβκα, κοντά στο χωριό Σεπελέβιτσι (ανατολική Λευκορωσία), στις 14 Αυγούστου 1654. Οι Ρώσοι κατέλαβαν την αμαξοστοιχία και τα λάβαρα του τραυματισμένου Radzwill. Παράλληλα, αιχμαλώτισαν 282 άνδρες, μεταξύ των οποίων 12 συνταγματάρχες. Οι ρωσικές δυνάμεις είχαν μόνο 9 μόνο και 97 τραυματίες. Μετά από αυτή τη μάχη, οι Πολωνοί δεν είχαν πλέον σημαντικές δυνάμεις στο νότιο τμήμα της Λευκορωσίας, μεταξύ του Δνείπερου και του Μπερεζίνα. Υπό την επίδραση της ρωσικής νίκης στη Σκλόβκα, το Μογκίλεφ παραδόθηκε στις 26 Αυγούστου. Η ήττα του Radziwill στέρησε ουσιαστικά από τη φρουρά του Σμολένσκ την ελπίδα για βοήθεια.
Εντωμεταξύ, ο στρατός του βοεβόδα Sheremetev, μετά από πολιορκία δύο εβδομάδων, κατέλαβε το Πόλοτσκ τον Ιούνιο και στη συνέχεια, μετά την ήττα των πολωνικών δυνάμεων στις μάχες κοντά στη Σούσα και το Γκλουμπόκοε, πλησίασε το Βιτέμπσκ τον Αύγουστο. Ωστόσο, ο Sheremetev δεν είχε αρκετές δυνάμεις για να εισβάλει στο ισχυρό αυτό φρούριο. Ως εκ τούτου, ο Ρώσος διοικητής προσπάθησε να πείσει τη φρουρά να παραδοθεί. Μετά από μακρές άκαρπες διαπραγματεύσεις, ο Sheremetev διαισθανόμενος ότι το κρύο του χειμώνα πλησίαζε, αποφάσισε να εισβάλει στο Βιτέμπσκ τον Νοέμβριο. Οι Ρώσοι κατέλαβαν δύο οχυρά και ανάγκασαν τους πολιορκημένους να υποχωρήσουν στην κύρια ακρόπολη, με την επίθεση να συνεχίζεται σφοδρή. Μια ανελέητη έφοδος ξάφνιασε τους υπερασπιστές του Βίτεμπσκ και στις 22 Νοεμβρίου συνθηκολόγησαν. Αυτή ήταν η τελευταία μεγάλη επιτυχία των Ρώσων στο βόρειο θέατρο, κατά την εκστρατεία του 1654.
Στο νότιο (ουκρανικό) θέατρο, το καλοκαίρι του 1654, δεν υπήρξε συμμαχική δραστηριότητα, επιτρέποντας στους Πολωνούς να αναλάβουν την πρωτοβουλία κινήσεων στο τέλος του έτους. Ο δεκαοκτώ χιλιάδων ανδρών πολωνικός στρατός, με επικεφαλής τους Lianskoronsky και Potoki, ενισχυμένος από στρατεύματα του χάνου της Κριμαίας Giray, πέρασε στην επίθεση στη ανατολική πλευρά της Ουκρανίας. Τους συνάντησαν ρωσο-ουκρανικές δυνάμεις, υπό τη διοίκηση του βοεβόδα Sheremetev και του Bohdan Khmelnytsky (εικοσειπέντε χιλιάδες άνδρες). Η αποφασιστική μάχη μεταξύ των πολωνο-κριμαϊκών και των ρωσο-ουκρανικών δυνάμεων διεξήχθη κοντά στην Αχμάτοβα (ανατολική πλευρά της Ουκρανίας) τον Ιανουάριο του 1655.
Η μάχη έλαβε χώρα υπό τσουχτερό κρύο (γι’ αυτό και το πεδίο της μάχης ονομάστηκε παγωμένο πεδίο στα ρωσικά). Παρά την αριθμητική υπεροχή του πολωνο-κριμαϊκού στρατού, οι δυνάμεις των Sheremetev και Khmelnytsky όρμησαν γενναία στη μάχη. Ρωσικά και κοζάκικα συντάγματα δημιούργησαν μια οχύρωση από άμαξες (tabor) και απόκρουσαν γενναία τις επιθέσεις για τέσσερις ημέρες. Οι Πολωνοί εισέβαλαν αρκετές φορές στο Ταμπόρ, αλλά αποκρούστηκαν σε μάχες σώμα με σώμα. Τελικά, ο ρωσο-ουκρανικός στρατός κατάφερε να διαπεράσει το Bila Tserkva, όπου βρισκόταν ένας στρατός υπό τη διοίκηση του βοεβόδα Fyodor Buturlin. Οι Πολωνοί, έχοντας υποστεί βαριές απώλειες, δεν τόλμησαν να εξαπολύσουν νέα επίθεση. Ως αποτέλεσμα αυτής της σφοδρής σύγκορυσης, η προέλαση των Πολωνών στην Ουκρανία ανακόπηκε.
Τον χειμώνα, ο πολωνο-λιθουανικός στρατός πέρασε στην αντεπίθεση στη Λευκορωσία. Εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι τα κύρια ρωσικά στρατεύματα είχαν αποσυρθεί στη Ρωσία το χειμώνα, το απόσπασμα του πρίγκιπα Λουκόμσκι, προσπάθησε να καταλάβει το Βιτέμπσκ τον Ιανουάριο του 1655, αλλά ηττήθηκε από τον βοεβόδα Matvei Sheremetev. Ταυτόχρονα, ο πολωνο-λιθουανικός στρατός υπό τον χετμάνο Radziwill εισήλθε στο ανατολικό τμήμα της Λευκορωσίας. Απέκρουσε τις επιθέσεις στο Κοπίς, την Ντουμπρόβνα και την Όρσα και απελευθέρωσε την πολωνική φρουρά που πολιορκούσε το Σταρίγυ Μπίκχοβ. Αλλά η προσπάθεια του Radziwill να καταλάβει το Μογκίλεφ απέτυχε. Μετά από τρίμηνη πολιορκία, ο πολωνο-λιθουανικός στρατός αναγκάστηκε να υποχωρήσει.
Το καλοκαίρι του 1655, ο ρωσο-ουκρανικός στρατός προέλασε στη Λευκορωσία. Στις 3 Ιουλίου κατέλαβαν το Μινσκ και στο τέλος του μήνα έφτασαν στην περιοχή του Βίλνιους. Κοντά στον ποταμό Βίλια (παραπόταμο του Νέμαν), στις 29 Ιουλίου 1655, έγινε μάχη μεταξύ του ρωσο-ουκρανικού στρατού, υπό τη διοίκηση του πρίγκιπα Yakov Cherkassky και του χετμάνου Ivan Zolotarenko με τον πολωνικό στρατό, με επικεφαλής τον χετμάνο Radziwill. Η μάχη διήρκεσε όλη την ημέρα. Τελικά, κατέληξε σε πλήρη ήττα των Πολωνών, οι οποίοι σε σύγχυση υποχώρησαν πίσω από το ποτάμι. Η νίκη στον Βίλια επέτρεψε στους Ρώσους να καταλάβουν για πρώτη φορά την πρωτεύουσα της Λιθουανίας, το Βίλνιους. Τον Αύγουστο καταλήφθηκαν επίσης το Κόβνο (Κάουνας) και το Γκρόντνο. Στις νίκες των Ρώσων συνέβαλε το γεγονός ότι το καλοκαίρι του 1655 η Σουηδία επιτέθηκε στην Πολωνία, και τον Αύγουστο ο σουηδικός στρατός κατέλαβε τη Βαρσοβία.
Στο νότιο θέατρο των στρατιωτικών επιχειρήσεων, ο ρωσο-ουκρανικός στρατός, υπό τη διοίκηση του χετμάνου Bohdan Khmelnytsky και του βοεβόδα Vasily Buturlin, εξαπέλυσε επίθεση στα ανατολικά της Ουκρανίας, πολιορκώντας το Λβοφ, τον Σεπτέμβριο του 1655. Ωστόσο, η επίθεση έπρεπε να ανακληθεί, επειδή ένας τεράστιος στρατός του χάνου της Κριμαίας Giray εισέβαλε στην Ουκρανία, εκμεταλλευόμενος την αποχώρηση των κύριων ρωσο-ουκρανικών δυνάμεων προς τα δυτικά. Η επίθεση της Κριμαίας αποκρούστηκε, αλλά η ρωσική επίθεση στο νότο έπρεπε επίσης να ανακοπεί. Η εκστρατεία του 1655 ήταν το αποκορύφωμα των ρωσο-ουκρανικών επιτυχιών, οι οποίες έφτασαν μέχρι τη γραμμή Γκρόντνο-Μπρέστ-Λβοφ.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Frost, Robert (2000), The Northern Wars: War, State and Society in Northeastern Europe, 1558–1721, Routledge.
- Gordon, Linda (1983), Cossack Rebellions. Social Turmoil in the Sixteenth Century Ukraine, Albany: State University of New York Press.
- O’Rourke, Shane (2007), The Cossacks, Manchester University Press.
- Stone, Daniel (2001), The Polish-Lithuanian State, 1386–1795, University of Washington Press.