20 C
Athens
Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΠολιτισμόςCoppola και Scorcese εναντίον Marvel

Coppola και Scorcese εναντίον Marvel


Της Θεοδώρας Ντεντοπούλου, 

Τα 10s φεύγουν. Ο πολιτιστικός αντίκτυπος αυτής της ιδιαίτερης από κάθε άποψη δεκαετίας είναι αναμφισβήτητος. Ωστόσο, οι πιο σκεπτικιστές θα έλεγαν ότι συνοψίζεται σε αναπαραγωγή κι αναδιαμόρφωση των υπαρχουσών καλλιτεχνικών συνθηκών. Λέγοντας αυτό, μιλάμε για μια στατιστικά αυξημένη ροπή προς την αναβίωση μιας αισθητικής, η οποία ήταν απότοκο των προηγούμενων δεκαετιών. Στα πλαίσια αυτά, είχαμε και την αξιοποίηση στο μέγιστο των δεδομένων δυνατοτήτων, των χαρακτήρων comics, τα οποία αφενός, δε θεωρήθηκαν ποτέ εκτός εποχής κι αφετέρου, στιγμάτισαν σε μεγάλο βαθμό μεταπολεμικά τη σύγχρονη ποπ κουλτούρα.

Κι ερχόμαστε στις ταινίες της MARVEL. Η δεκαετία αυτή αποτέλεσε το γόνιμο έδαφος για την ανάπτυξη κινηματογραφικών πρωτοβουλιών βασισμένων σε πλοκή και θεματικές που απέρρεαν κατευθείαν από το ιδιόμορφο κειμενικό είδος, αυτό του συνδυασμού εικόνας και λόγου, το οποίο γοήτευε και γοητεύει μέχρι σήμερα ανθρώπους κάθε ηλικίας. Ασφαλώς, δεν είναι λίγες οι φωνές αυτές οι οποίες απορρίπτουν το εν λόγω τεχνοτροπικό διακύβευμα ως “πρόχειρο” και “λεία προς μαζική κατανάλωση”. Αυτή η κριτική είναι που ακολουθεί και τις ταινίες της Marvel, ως προς το μαζοποιημένο και μη πρωτότυπο μείγμα που συνοδεύει την αποκρυστάλλωσή τους. Δικαίως ή αδίκως, μόνο ο χρόνος μπορεί να αποδείξει προς τα πού κλίνει ο ζυγός.

Για να επανέλθουμε στο παραπάνω ζήτημα, αν μη τι άλλο η δεκαετία του 2010 χαρακτηρίζεται από την πλούσια ποικιλία των ταινιών που απαρτίζουν τα franchise των υπερηρώων. Μέσα σε αυτά τα δέκα χρόνια, είδαμε ένα σχετικά νεαρό σε ηλικία εγχείρημα (ας μην ξεχνάμε ότι η η μητρική ταινία “Iron Man” βγήκε στις αίθουσες το 2008) να μετατρέπεται σε κινηματογραφικό θεσμό και να προσελκύει νέα υποκείμενα στη βάση των θαυμαστών (ακόμη κι άτομα τα οποία δεν είναι θιασώτες των comics σε πρώτη φάση), να αποσπά διθυραμβικές κριτικές για την ποιότητα της παραγωγής και τις ερμηνείες και να αναδεικνύεται ο πλέον επικερδής παίκτης της κινηματογραφικής βιομηχανίας, με το “Αvengers: Endgame”. Ανεξάρτητα από τις κακές γλώσσες, βρισκόμαστε μπροστά στη γένεση ενός σημείου αναφοράς για το σύγχρονο πολιτισμό. Η μόνη σκιά στο όλο ζήτημα αφορά στην τάση εμπορικοποίησης του φαινομένου αυτού με έναν τρόπο που δεν αφήνει περιθώρια διαφοροποίησης στους νέους δημιουργούς. Έτσι, γιγαντώνονται οι παραγωγές που έχουν να κάνουν με πολλαπλά σύμπαντα υπερηρώων και αναπτύσσεται μία υδροκεφαλικού χαρακτήρα προσέγγιση των σεναρίων που προωθούνται περαιτέρω στην κινηματογραφική διαδικασία.

Η Marvel έπαιξε και κέρδισε. Δεν θα έλεγε βέβαια κάποιος το ίδιο για το αντίπαλο δέος της, την DC Comics, όπου το συνολικό στήσιμο των πονημάτων της δεν κατάφερε να πείσει τόσο το κοινό όσο και τους κριτικούς. Πολλοί βέβαια, λαμβάνοντας υπόψη την υποκειμενικότητα της κριτικής, αναρωτιούνται γιατί είναι αναγκαία ακόμη για την αξιολόγηση της ποιοτικής διεργασίας την οποία έχει διέλθει το κινηματογραφικό προϊόν. Ας μην υπεισέλθουμε σε τέτοιες λεπτομέρειες. Σημασία έχει να αντιληφθούμε τα θεμέλια της σκληρής γλώσσας την οποία χρησιμοποίησαν δύο κορυφαίοι σκηνοθέτες πρόσφατα, όταν οι ταινίες της Marvel προέκυψαν ως περιεχόμενο συζήτησης.

Οι ασκοί του Αιόλου άνοιξαν όταν ο Μάρτιν Σκορσέζε παρομοίασε τις ταινίες της Marvel με «θεματικό πάρκο διασκέδασης» και ανέφερε πως δεν αποτελούν πραγματικό σινεμά, λόγω της μη απεικόνισης μιας γνήσιας ηθογραφίας και ενός συνόλου ψυχικά ενδιάθετων όντων και καταστάσεων, με τα οποία να μπορεί να ταυτιστεί ο θεατής. Μπορεί να μην τα είπε έτσι ακριβώς, αλλά η θέση του απηχεί μια αν μη τι άλλο καίρια ανησυχία. Έκτοτε, η καλλιτεχνική κοινότητα (οι περισσότεροι εκ της Μarvel, όπως ο Robert Downey Jr, αντιμετώπισε με αμηχανία, αλλά ταυτόχρονα με κομψότητα  και με το δέοντα σεβασμό, τη θέση του θρυλικού σκηνοθέτη. Λιγότερο ψύχραιμα το διαχειρίστηκε η διαδικτυακή κοινότητα, με πολλούς φανς να τοποθετούνται, εγκαλώντας το Σκορσέζε για απόρρητο φθόνο.

Προς επίρρωση της παραπάνω θέσης, ο Φράνσις Φορντ Κόπολα καταθέτει τη δική του άποψη για το σύμπαν της Marvel στη Λυών, με αφορμή  την απονομή του βραβείου Lumiere στον ίδιο. Αυτός όμως δεν είναι καθόλου ήπιος κι επεκτείνει την ένταση, χαρακτηρίζοντας τις ταινίες ως “άθλιες” (ο ακριβής όρος είναι “despicable”).  Η απάντηση ήρθε αυτή τη φορά διά του στόματος του σκηνοθέτη των “Guardians of the Galaxy” James Gunn, ο οποίος αφού μίλησε για τις διχασμένες απόψεις που ακολουθούσαν στο παρελθόν τις γκανγκστερικές ταινίες και τα γουέστερν, κατέληξε πως κάποιες ταινίες υπερηρώων είναι κακές, κάποιες όμορφες και εν τέλει πως δεν θα εκτιμηθούν από όλους το ίδιο, ακόμη κι από τις ιδιοφυΐες του χώρου. Με αυτόν τον τρόπο, αποσοβείται η κλιμακούμενη αντιπαράθεση γύρω από το μέλλον της κινηματογραφικής βιομηχανίας και των μαρβελικών κατευθύνσεων που παίρνει προσωρινά, αλλά η συζήτηση δεν φαίνεται να σταματά εδώ. 

Δεν είναι ώριμη η χρονική στιγμή, για να εκφέρουμε άποψη σχετικά με το κατά πόσο έχουν δίκιο οι μεν ή οι δε. Βρισκόμαστε στη φάση μίας καθετοποίησης της κινηματογραφικής παραγωγής, όπου οι νέοι εμπνέονται από τους παλιούς και προχωρούν με βάση το υλικό που βρήκε μια κάποια απήχηση στο κοινό την παρελθούσα περίοδο. Σταδιακά, θα αποδειχθεί κατά πόσο επρόκειτο για μια απλή τάση ή για πραγματικό σημείο των καιρών μας. Σε κάθε περίπτωση, δεν μπορούμε να απορρίψουμε το πολιτιστικό στίγμα που έχουν δώσει οι ταινίες αυτές, όπως επίσης και δεν μπορούμε να πετάξουμε στον κάλαθο των αχρήστων τις θέσεις δύο ιερών τεράτων. Γιατί, όπως και στο αρχαίο ελληνικό δράμα, την έπαρση των κοινών θνητών απέναντι στους θεούς ακολουθεί η πτώση. Ένα σχήμα, το οποίο θα ήταν ορθότερο να μετασχηματίσουμε στη βάση της ύπαρξης νέων και παλιών θεών πλέον.


Θεοδώρα Ντεντοπούλου

Τεταρτοετής φοιτήτρια Νομικής στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, έχει συμμετάσχει και συμβάλλει (ως μέλος οργανωτικής συμμετοχής), σε συνέδρια και ημερίδες που άπτονται του νομικού αντικειμένου και των διεθνών σχέσεων. Η ενασχόληση με την αρθρογραφία είναι απόρροια του συνονθυλεύματος της αγάπης της για το γράψιμο και την αναζήτηση και απόκτηση της πληροφορίας.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Θάνος Κουλουβάκης
Θάνος Κουλουβάκης
Γεννήθηκε το 1997 στην Αθήνα. Σπουδάζει στο τμήμα Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κρήτης, στο Ρέθυμνο. Αφοσιώθηκε από μικρή ηλικία στη λογοτεχνία – τόσο ως αναγνώστης όσο και ως δημιουργός. Στα εφηβικά του χρόνια ξεκίνησε την ενασχόλησή του με την αρθρογραφία, η οποία συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Τα τελευταία χρόνια ασχολείται με τον χώρο των εκδόσεων και δύο βιβλία του έχουν εκδοθεί.