Της Κατερίνας Κωνσταντοπούλου,
«Όταν συνηθίζεις το τέρας, αρχίζεις να του μοιάζεις», σημείωσε κάποτε ο Μάνος Χατζιδάκις. Αυτή η φράση, δυστυχώς, σήμερα είναι πιο επίκαιρη από ποτέ, καθώς τα κοινωνικά τέρατα, οι κοινωνικές παθογένειες και πληγές τιτρώσκουν το κοινωνικό σώμα χωρίς καμία αντίσταση. Όλοι εμείς παρακολουθούμε αδρανείς, μεταθέτοντας και επιρρίπτοντας τις ευθύνες ο ένας στον άλλον. Αυτός ο μιθριδατισμός, που επέρχεται από τη συνεχή εξοικείωση με το «τέρας», οδηγεί μοιραία στη σταδιακή και ασυνείδητη αποδοχή του, αν δε συνυπάρχει έντονα το αίσθημα της ατομικής και κοινωνικής ευθύνης. Μια φωνή μέσα μας, που αρνούμενη να συμβιβαστεί πιστεύει ακόμα στην πρόοδο και τη μετεξέλιξη.
Ο ωχαδερφισμός και η δειλία, σε ό,τι αφορά στη λήψη πρωτοβουλιών, στη κοινωνική διαμαρτυρία, στην ατομική έκφραση (συνεπώς στη φίμωση του πολίτη εξαιτίας του φόβου του να μη διαταραχθεί η ήρεμη ρουτίνα του) αποτελούν την τροφή για το σαράκι, που κατατρώει την κοινωνία. Ο φοβισμένος –και κατ’ επέκταση– ο ανελεύθερος άνθρωπος, που έχει πειστεί πως είναι ανίκανος να συντελέσει στην αλλαγή αυτού του κόσμου, πως οι δικές του απόψεις και πράξεις είναι μάταιες, ο άνθρωπος που έχει οδηγηθεί στον αφορισμό λόγω της ματαίωσης των ελπίδων του και της απογοήτευσής του, χάνεται στις επικίνδυνες ατραπούς της αποξένωσης από τον πλησίον και της αλλοτρίωσης. Καταλήγει ένα ον εγωκεντρικό, καχύποπτο, αποστεγνωμένο από κοινωνικές ευαισθησίες, συμπόνια και όνειρα. Ένα άτομο ρηχό, αδιάφορο για το συνάνθρωπο, πνευματικά νεκρό. Επιβιώνει, δεν ζει –γιατί ζω σημαίνει παρατηρώ, σκέφτομαι, νιώθω– μηχανικά, χαμένο στη δίνη της ρουτίνας, της βιοπάλης και της εικόνας.
Εξαντλημένο από τους ασθματικούς ρυθμούς ζωής και την απουσία βαθιάς επικοινωνιακής μέθεξης. Με ένα αίσθημα κορεσμού από την επιδερμική επικοινωνία και την έλλειψη γνήσιας αγάπης, τη μοναξιά και τις απρόσωπες, μουντές μεγαλουπόλεις. Πού να βρει αποθέματα τρυφερότητας για τον ξένο; Πού να βρει χρόνο και θάρρος να αναλογιστεί τα προβλήματα του άλλου, αφού τα δικά του ήδη απλώνονται πνιγηρά γύρω από το λαιμό του; Και έτσι επιλέγει την περισσότερο ανώδυνη λύση. Αφήνεται να τον «ρουφάει» το κινητό του, να βαυκαλίζεται στον «τέλειο» κόσμο των social media και να προσποιείται πως πιστεύει ό,τι βλέπει. Και έχει τόσο δεινές υποκριτικές ικανότητες, ώστε στο τέλος σαν να πείθει όντως τον εαυτό του, ότι τα χαμόγελα σε αυτόν τον όμορφο κόσμο είναι αληθινά και πως ένας χείμαρρος από υλικά αγαθά που διαφημίζονται θα αποτελέσει και για εκείνον τη γη της Επαγγελίας. Και κάπως έτσι αποκτούν τιμή μέχρι και οι ανθρώπινες σχέσεις! Ο άνθρωπος καταλήγει «μέσον», οι φιλίες εμπορευματοποιούνται. Γιατί όχι; Σε έναν αλλοτριωμένο κόσμο ποιος θα μπορέσει να βρει περίσσευμα ψυχής για να χτίσει μια αληθινή σχέση; Γιατί από άδειες ψυχές γεννιούνται μόνο κίβδηλες και ετοιμόρροπες σχέσεις.
«Ποτέ άλλοτε οι στέγες των σπιτιών των ανθρώπων δεν ήταν τόσο κοντά η μία στην άλλη, όσο είναι σήμερα. Και ποτέ άλλοτε οι καρδιές των ανθρώπων δεν ήταν τόσο μακριά η μία από την άλλη, όσο είναι σήμερα». Σε αυτήν τη φράση του Σαμαράκη, συνοψίζονται η κοινωνική αναλγησία και ουμανιστική κρίση του καιρού μας. Ο θάνατος της φιλαλληλίας και η συναισθηματική ένδεια. Θεωρείται φυσιολογικό πλέον να περνάς δίπλα από έναν άστεγο αδιάφορος, απορροφημένος από το κινητό σου. Να προσποιείσαι πως δεν είδες και δεν άκουσες εκείνον τον ηλικιωμένο, που σου ζήτησε βοήθεια για να ανέβει στο λεωφορείο ή εκείνο τον τυφλό, που προσπαθούσε να περπατήσει σε πεζοδρόμια γεμάτα εμπόδια. Να αποστρέφεις το βλέμμα όποτε ψυχανεμίζεσαι πως θα αναγκαστείς να συνδράμεις κάποιον ανιδιοτελώς.
«Ο άνθρωπος χάνει τον εαυτό του και γίνεται στοιχείο μέσα σε μία κοινωνία που έχει χάσει τη ψυχή της, την ελευθερία της», σημειώνει ο Έριχ Φρομ. Η συναισθηματική αποστράγγιση, ο ηθικός αμοραλισμός και η εξαντικειμενίκευση των πάντων –σταδιακά– αποθηριώνουν τον άνθρωπο και συνιστούν γάγγραινα στο κοινωνικό σώμα. Γράφει ακόμα ο Έριχ Φρομ για την ανθρωπιστική κρίση: «Κατ’ αρχάς, υπάρχει η απειλή στην πνευματική του υπόσταση [του ανθρώπου]. Αυτή προέρχεται από μια βιομηχανική κοινωνία που μέσα της ο άνθρωπος απομονώνεται ολοένα και πιο πολύ, γίνεται –απλώς– ον καταναλωτικό (Homo Consumes), πράγμα ανάμεσα στα πράγματα, υποκείμενος στα κρατικά συμφέροντα και την οικονομική παραγωγή. Έπειτα, υπάρχει και η απειλή ενάντια στη φυσική του ύπαρξη από τον συναγωνισμό στον πυρηνικό εξοπλισμό, που κι αυτός μεγαλώνει ολοένα. Αυτές οι απειλές γέννησαν σε πολλούς… την επιθυμία να πολεμήσουν τον κίνδυνο, κάνοντας επίκεντρο της σκέψης και των πράξεών τους τη φροντίδα για τον άνθρωπο».
Στις 10 Δεκεμβρίου του 1963, στην τελετή απονομής των βραβείων Νόμπελ, ο Σεφέρης έδωσε την απάντηση στο συρφετό των κοινωνικών και ανθρωπιστικών πληγών. Μια κραυγή αγωνίας για μια κοινωνία που –ήδη– βυθιζόταν στην ουμανιστική παρακμή. «Σ’ αυτόν τον κόσμο, που ολοένα στενεύει, ο καθένας μας χρειάζεται όλους τους άλλους. Πρέπει να αναζητήσουμε τον άνθρωπο, όπου κι αν βρίσκεται. Όταν στο δρόμο της Θήβας, ο Οιδίπους συνάντησε τη Σφίγγα και αυτή του έθεσε το αίνιγμά της, η απόκρισή του ήταν: ο άνθρωπος. Τούτη η απλή λέξη χάλασε το τέρας. Έχουμε πολλά τέρατα να καταστρέψουμε. Ας συλλογιστούμε την απόκριση του Οιδίποδα».
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
-
Γρυπάρης, Μ. Γ. (1998), Εννοιολογικές προσεγγίσεις, Εκδόσεις Φροντιστηρίου Ακάδημος