21.1 C
Athens
Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΠολιτισμόςΜουσικήKing’s Disease III: Ποιότητα, όρεξη και εορτασμός από έναν βετεράνο του χιπ...

King’s Disease III: Ποιότητα, όρεξη και εορτασμός από έναν βετεράνο του χιπ χοπ


Του Νίκου Αστυρακάκη,

Ένας από τους θρυλικότερους ράπερ που ανήλθαν τη δεκαετία του ´90 στην περίφημη Ανατολική Ακτή –ανάμεσα στους Notorious B.I.G., Wu-Tang Clan, Mobb Deep και Jay-Z– ήταν αδιαμφισβήτητα ο Nas. Κάνοντας το ντεμπούτο του μόλις στην ηλικία των δεκαοκτώ ετών, στο κομμάτι “Live at the Barbeque” των Main Source, με το πρώτο του κομμάτι “Halftime” να κυκλοφορεί ένα χρόνο μετά, έστρεψε αμέσως τα βλέμματα πάνω του λόγω των ικανοτήτων του στη σύνθεση πολυσύλλαβων ριμών, την αφήγηση ιστοριών και τη δημιουργία ζωντανών αυτοβιογραφικών εικόνων, με αποτέλεσμα πολλοί να τον αποκαλούν «ο επόμενος Rakim».

Το 1994, σε ηλικία μόλις είκοσι ενός χρονών, κυκλοφόρησε το πρώτο του άλμπουμ, το θρυλικό “Illmatic”, το οποίο πλέον θεωρείται ορόσημο της χιπ-χοπ του ´90, ένα από τα καλύτερα άλμπουμ όλων των εποχών και σημείο καμπής στο στυλ του Ανατολικού χιπ-χοπ, προσεγγίζοντας ακόμα και ακαδημαϊκή ανάλυση. Είκοσι οκτώ χρόνια μετά, έπειτα από 14 άλμπουμ και μια μακρά καριέρα γεμάτη σκαμπανεβάσματα, ο Nas επέστρεψε στα σαράντα εννιά του χρόνια με το δέκατο πέμπτο άλμπουμ του, το πολυαναμενόμενο και πολυσυζητημένο “King’s Disease III”.

Το τελευταίο κεφάλαιο της σειράς άλμπουμ που ξεκίνησε το 2020 με το “King’s Disease” και συνεχίστηκε το 2021 με το “King’s Disease II”, η σειρά αυτή –μαζί με το ενδιάμεσο άλμπουμ “Magic” παραμονές Χριστουγέννων πέρυσι– αποτελεί εξ ολοκλήρου αποτέλεσμα του Nas με τον παραγωγό Hit-Boy. Έναν από τους κορυφαίους παραγωγούς σήμερα, ο οποίος έχει συνεργαστεί με καλλιτέχνες όπως ο Kanye West (Ni**as in Paris), ο Drake (Trophy), ο Kendrick Lamar (Backseat Freestyle) και ο A$AP Rocky (Goldie, 1Train). Ενώ στα προηγούμενα άλμπουμ υπήρχαν συνεργασίες και με άλλους παραγωγούς και ράπερ, ο δίσκος αυτός –με εξαίρεση δύο κομμάτια που ο Hit-Boy δέχεται βοήθεια στην παραγωγή– είναι αποτέλεσμα μόνο της συνεργασίας ενός έμπειρου πλέον ράπερ και ενός σταθερά ανερχόμενου παραγωγού, οδηγώντας σε πενήντα ένα λεπτά αδιάκοπης ποιοτικής χιπ-χοπ. Σμίγει παλιό και νέο ήχο, επιδεικνύοντας ίσως την καλύτερη δουλειά που και οι δύο καλλιτέχνες έχουν να επιδείξουν τα τελευταία χρόνια.

Ο Nas. Πηγή εικόνας: billboard.com

Το πρώτο πράγμα που θα προσέξει ο ακροατής είναι η παραγωγή. Ο Hit-Boy είναι γνωστός για τη μεγαλειώδη, υπερσύγχρονη παραγωγή του και την ικανότητά του να δημιουργεί μια μικρή ορχήστρα σε κάθε beat, την οποία επιδεικνύει κι εδώ. Ωστόσο, καθώς συνεργάζεται με έναν θρύλο της εποχής του boom-bap και του jazz rap, δεν αμελεί να βάλει και αυτά τα στοιχεία μέσα. Η παραγωγή αποτελείται από samples παλιάς jazz και soul, πλούσιες ενορχηστρώσεις από έγχορδα και πνευστά, και beats παλιάς σχολής, που το μπάσο –παραμορφωμένο και μη– προσδίδει ένα groove που δύσκολα θα αντισταθεί ο οποιοσδήποτε. Δεν φοβάται, όμως, να τα ανταλλάξει ακόμα και στο ίδιο τραγούδι, πράγμα που δίνει τις δύο καλύτερες στιγμές στο άλμπουμ με beat μοντέρνων στυλ, όπως trap και drill. 

Αξιοσημείωτη είναι και η χρήση synthesizer, που άλλοτε παραπέμπουν στο Δυτικό στυλ του G-Funk που κατέκλυσε το ραδιόφωνο χάρη στον Dr Dre και τον Snoop Dog και άλλοτε ακούγονται υπερσύγχρονα, θυμίζοντας μερικές από τις πιο πρόσφατες παραγωγές του Hit-Boy. Ορισμένα τραγούδια, μάλιστα, φέρουν και το χαρακτηριστικό αυτό σκρατσάρισμα του ´90, παραπέμποντας στην παλαιότερη δουλειά του Nas και μερικά από τα γνωστότερα τραγούδια του. Όλα αυτά τα στυλ κανονικά δεν φαντάζουν τόσο συμπληρωματικά και αναπόσπαστα μεταξύ τους, ωστόσο ο Hit-Boy καταφέρνει να τα ενώσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο σε μικρές συμφωνίες. Η μεγαλύτερη είναι διάρκειας μόλις 4 λεπτών. Αποφεύγει να κουράσει δηλαδή τον ακροατή, ενώ, παράλληλα, τον αφήνει πεινασμένο για περισσότερα. Το τελικό αποτέλεσμα είναι ένας δίσκος μαξιμαλιστικός, τονωτικός και –θα έλεγε κανείς– βασιλικός, που αρνείται να χάσει ενέργεια σε οποιοδήποτε από τα δεκαεπτά τραγούδια του. 

Ωστόσο, όπως τα ράσα δεν κάνουν τον παπά, έτσι και το καλό beat δεν κάνει το τραγούδι. Χρειάζεται και ένας χαρισματικός ράπερ στο μικρόφωνο για να στηρίξει τα 51 λεπτά του δίσκου. Ο Nas εκπληρώνει αποτελεσματικά αυτόν τον ρόλο. Χωρίς κανέναν καλεσμένο αυτή τη φορά, ο Nas καλείται να αξιοποιήσει κάθε κόλπο που έχει μάθει στην καριέρα του, κάτι που το επιτυγχάνει στο έπακρο. Με πολυεπίπεδες ρίμες και σίγουρη παρουσία στο μικρόφωνο, ο Nas αποδεικνύει, άλλη μια φορά, γιατί θεωρείται ένας από τους καλύτερους στιχουργούς όλων των εποχών. Βάζοντας τη συλλογική του εμπειρία σε κάθε στίχο, περιγράφει με μεράκι την κατάσταση του τώρα, το πώς γλύτωσε από τα γκέτο του Queensbridge και το πώς κατέληξε να θεωρείται ένας από τους σπουδαίους, αναγνωρίζοντας τόσο τις επιρροές και τους μέντορές του όσο και τη νέα γενιά ράπερ που ενέπνευσε, σχεδόν σαν να τους περνάει τη σκυτάλη.

Ο Hit-Boy. Πηγή εικόνας: afrotech.com

Γιορτάζει τη θέση που βρίσκεται τώρα και συγκρίνει τον εαυτό του με τους μεγάλους, με έναν τρόπο, όμως, που δείχνει πως είναι ευγνώμων για όσα πέρασε και έμαθε. Χωρίς να πέφτει ποτέ σε κλασικές παγίδες αυτοπροβολής και να κάνει κάθε μπάρα να λέει τη δική της ιστορία. Ωστόσο, δεν αμελεί να αναφέρει και τις δυσκολίες και τα προβλήματα που βίωσε, είδε και συνεχίζει να βλέπει να μαστίζουν την κοινότητα και την κουλτούρα του, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το κομμάτι “Beef”. Σε αυτό το κομμάτι, ο Nas περιγράφει πως το “beef” –η κόντρα λαϊκιστί– μαστίζει την κοινότητα ακόμη από τη γένεσή της το ´90 έως τώρα. Όχι από τη δική του σκοπιά, αλλά από τη σκοπιά της ίδιας της ιδέας του beef, πράγμα όχι άγνωστο στη δισκογραφία του, αλλά πάντοτε εντυπωσιακό όποτε το κάνει. 

Αν και εύκολα θα μπορούσε ένα τέτοιο τραγούδι να ρίξει τη διάθεση του ακροατή, η παραγωγή του Hit-Boy, σε συνδυασμό με τον τρόπο που ο Nas αποτυπώνει αυτές τις ρίμες –όπως και τις ρίμες των επόμενων, πιο ευχάριστων τραγουδιών– κάνει το θριαμβευτικό κλίμα του δίσκου να παραμένει ακόμα και όταν λέει πράγματα που ένας άλλος ράπερ εύκολα θα γύριζε σε ένα καταθλιπτικό κομμάτι, κάνοντάς το όμως με έναν απολύτως φυσικό τρόπο.

Πηγή εικόνας: mgsnetwork.net

Το αποτέλεσμα είναι ίσως ένα από τα καλύτερα, αν όχι το καλύτερο, άλμπουμ χιπ-χοπ του 2022. Κάθε φαν του είδους και μη οφείλει να το ακούσει τουλάχιστον μια φορά, ακόμα και αν δεν έχει ξανακούσει κανέναν από τους δύο πιο πριν. Δύο αναδεδειγμένοι καλλιτέχνες διαφορετικών τομέων στον ίδιο χώρο δημιουργούν μαζί ένα αποτέλεσμα, που είναι γραφτό να φέρει φαν παλιάς και νέας γενιάς, αναδεικνύοντας τα καλύτερα στοιχεία και των δύο γενεών σε ένα συνεκτικό αριστούργημα που θα μείνει χαραγμένο στην ιστορία του είδους για πολύ καιρό ακόμη.

Το άλμπουμ κυκλοφορεί σε φυσική και ψηφιακή μορφή από τις 11 Νοεμβρίου.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
  • Michael Eric Dyson, Sohail Daulatzai, Born to Use Mics: Reading Nas’s Illmatic, Basic Civitas Books, Νέα Υόρκη, 2009
  • Hit-Boy production discography, Wikipedia, διαθέσιμο εδώ
  • King’s Disease III, Pitchfork, διαθέσιμο εδώ
  • Nas – King’s Disease III ALBUM REVIEW, Anthony Fantano, YouTube, διαθέσιμο εδώ
  • NAS ‘KING’S DISEASE 3’ CEMENTS HIS IMPRESSIVE SECOND ACT, HipHopDX, διαθέσιμο εδώ
  • Nas – ‘King’s Disease III’ review: hip-hop great delivers compelling conclusion to his album trilogy, ΝΜΕ, διαθέσιμο εδώ

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Νίκος Αστυρακάκης
Νίκος Αστυρακάκης
Γεννήθηκε το 2001 στον Υμηττό Αττικής, όπου και διαμένει. Είναι τριτοετής φοιτητής του Τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ στο ΕΚΠΑ, όπου στοχεύει σε μεταπτυχιακό στις Πολιτισμικές και Κινηματογραφικές Σπουδές. Πρώτη του αγάπη είναι ο κινηματογράφος, μετά η μουσική και η σύγχρονη τέχνη. Στον ελεύθερό του χρόνο του αρέσει να πηγαίνει σε πολιτιστικά δρώμενα, γνωστά και άγνωστα, καθώς του δίνουν την ευκαιρία να αντιμετωπίσει πολλές διαφορετικές πηγές έμπνευσης και έκφρασης.