Της Ειρήνης Τσαρούχα,
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, εάν και αποτελεί ένα δημιούργημα κρατών που στόχο έχει την εύρυθμη συνεργασία σε διακρατικό επίπεδο, ήδη από τις απαρχές της –ως αρχικά οικονομική ένωση– έκανε στα προοίμια των ιδρυτικών συνθηκών της μνεία και στους απλούς πολίτες, γεγονός που τη διαφοροποίησε εξαρχής από άλλους διεθνείς οργανισμούς. Η Ένωση έχει δομήσει ένα σύστημα άμεσων πρωτοβουλιών στα άτομα και αυτό φαίνεται ιδίως με την κατοχύρωση της ευρωπαϊκής ιθαγένειας.
Η καθιέρωση της ευρωπαϊκής ιθαγένειας ακολούθησε τη σταδιακή εξέλιξη του οργανισμού. Αρχικά, συναντάται στις πρώτες ιδρυτικές συνθήκες της με τον όρο «πολίτης της αγοράς», που έδινε τη δυνατότητα σε πολίτες κρατών–μελών να μετακινούνται ελεύθερα εντός της οικονομικής ένωσης. Αυτό μπορεί να ακούγεται λίγο σήμερα, εάν, όμως, αναλογιστούμε τον βαθμό της συνεργασίας του πρώτου αυτού εγχειρήματος στον τομέα της οικονομίας και μάλιστα περιορισμένα, θα συμπεράνουμε ότι ο πολίτης δεν λειτουργούσε πότε παρακολουθηματικά εντός του οργανισμού, αλλά βρισκόταν στο επίκεντρο. Αυτό φαίνεται και από τις μετέπειτα προσπάθειες διεύρυνσης των δυνατοτήτων του πολίτη με τη δημιουργία της «Ευρώπης των πολιτών» στις τότε ευρωπαϊκές κοινότητες. Η έννοια της ευρωπαϊκής ιθαγένειας εισήχθη με τη μεταρρυθμιστική συνθήκη του Μάαστριχτ, με στόχο να εμφυσήσει ακόμα περισσότερο το συλλογικό πανευρωπαϊκό πνεύμα.
Η ευρωπαϊκή ιθαγένεια καθιερώνεται με το άρθρο 20 παράγραφος 1 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης: «θεσπίζεται ιθαγένεια της Ένωσης». Βέβαια, ο όρος αυτός χρησιμοποιείται καταχρηστικά από τη συνθήκη, δεδομένου ότι η ιθαγένεια δηλώνει τον δεσμό ενός ατόμου με ένα κράτος (Η Ένωση, όμως, είναι οργανισμός και όχι κράτος!). Δείχνει, ωστόσο, την επιθυμία των κρατών–μελών να οικοδομήσουν μια ενιαία ευρωπαϊκή κοινότητα, που υπερβαίνει απλώς τα όρια της διακυβερνητικής συνεργασίας. Την ιδιότητα του πολίτη της Ένωσης την αποκτά κάθε πολίτης που έχει την εθνική ιθαγένεια ενός κράτους–μέλους της. Έχει συμπληρωματικό χαρακτήρα και δεν υποκαθιστά σε καμία περίπτωση την εθνική ιθαγένεια. Επομένως, εάν κάποιος απωλέσει την εθνική, χάνει και την ιθαγένεια της Ένωσης και αντίστοιχα, εάν κάποιος αποκτήσει την υπηκοότητα ενός κράτους–μέλους, αποκτά και την ευρωπαϊκή. Άρα, η απόκτηση της ιδιότητας του πολίτη της Ένωσης κρίνεται με βάση το εθνικό δίκαιο απόκτησης της ιθαγένειας, με αποτέλεσμα η Ένωση να μη διαθέτει αρμοδιότητα επέμβασης, καθώς το δίκαιο της ιθαγένειας ανήκει στον σκληρό πυρήνα της κρατικής κυριαρχίας.
Η ευρωπαϊκή ιθαγένεια δεν έχει απλά συμβολικό χαρακτήρα, αλλά αποτελεί με βάση το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης: «Θεμελιώδη ιδιότητα των υπηκόων των κρατών–μελών» από την οποία απορρέουν πολλά δικαιώματα που προβλέπονται στη Συνθήκη. Συνοπτικά, προβλέπεται η ελεύθερη είσοδος, κυκλοφορία και διαμονή στο έδαφος των κρατών–μελών, χωρίς, μάλιστα, να χρειάζεται να ασκείται κάποια δραστηριότητα οικονομικού χαρακτήρα (άρθρο 21 ΣΛΕΕ). Προβλέπεται, επίσης, στην προσπάθεια ενίσχυσης της δημοκρατίας εντός της Ένωσης, το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι στις Ευρωεκλογές (άρθρο 22 ΣΛΕΕ). Μάλιστα, οι πολίτες της Ένωσης δεν χρειάζεται να ψηφίσουν αναγκαία στη χώρα καταγωγής τους, αλλά παρέχεται η ευκολία να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα σε οποιοδήποτε κράτος–μέλος δραστηριοποιούνται και διαβιούν.
Επιπλέον, κάθε κράτος–μέλος υποχρεούται να επιτρέπει σε οποιονδήποτε Ευρωπαίο πολίτη, που ζει και δραστηριοποιείται στο έδαφός του, να λαμβάνει μέρος στις τοπικές εκλογές και με τους ίδιους όρους, μάλιστα, με τους ημεδαπούς πολίτες, χωρίς πρόσθετους περιορισμούς (π.χ. άρτια γνώση της εθνικής γλώσσας ή κάποια χρόνια διαμονής, ως προαπαιτούμενα). Παράλληλα, προβλέπεται και το δικαίωμα διπλωματικής και προξενικής προστασίας (άρθρο 23 ΣΛΕΕ). Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι πολίτης ενός κράτους–μέλους, που βρίσκεται σε τρίτο κράτος στο έδαφος του οποίου η χώρα καταγωγής του δεν έχει Προξενείο ή Πρεσβεία, δύναται να προσφύγει για βοήθεια σε αντιπροσωπεία οποιουδήποτε από τα υπόλοιπα κράτη–μέλη και η αντιπροσωπεία του κράτους–μέλους είναι υποχρεωμένη να του παράσχει την αρωγή που απαιτείται.
Άλλα δικαιώματα που πηγάζουν από την κατοχύρωση της ευρωπαϊκής ιθαγένειας είναι τα δικαιώματα του άρθρου 24 ΣΛΕΕ, δηλαδή η δυνατότητα της πρωτοβουλίας των πολιτών και το δικαίωμα αναφοράς. Η πρώτη δυνατότητα προβλέπει με τη συγκέντρωση ενός εκατομμυρίου υπογραφών από πολίτες ενός ικανοποιητικού αριθμού κρατών, την επέμβαση στη νομοθετική διαδικασία. Εφόσον συγκεντρωθούν τόσες υπογραφές, η Επιτροπή καλείται να επαναξιολογήσει μια πρόταση, χωρίς, ωστόσο, να υποχρεούται σε νομοθετική αλλαγή. Το δικαίωμα αναφοράς μπορεί να ασκηθεί είτε ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου (άρθρο 227 ΣΛΕΕ) είτε του διαμεσολαβητή (άρθρο 228 ΣΛΕΕ) και αποτελεί έναν τρόπο αλληλεπίδρασης των οργάνων της Ένωσης με την κοινή γνώμη και τη γνωστοποίηση των προβλημάτων που την απασχολούν. Άλλα δικαιώματα που απορρέουν έμμεσα είναι το δικαίωμα πρόσβασης στα έγγραφα και γενικά η αρχή της χρήστης διοίκησης.
Θεμελιώδης επιταγή που απορρέει από την κατοχύρωση της ευρωπαϊκής ιθαγένειας είναι, τέλος, και η απαγόρευση των διακρίσεων λόγω της ιθαγένειας και η καθιέρωση της ίσης μεταχείρισης όλων των Ευρωπαίων πολιτών ανεξαιρέτως. Αποτελεί, βέβαια την απαρχή όλων των δικαιωμάτων και πηγάζει από τις δημοκρατικές αξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενισχύοντας την ταυτότητά της ως το μοναδικό λειτουργικό μόρφωμα υπερεθνικής συνεργασίας.
Σχεδόν όλα τα παραπάνω δικαιώματα κατοχυρώνονται και προστατεύονται, επίσης, και στον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ε.Ε. Αυτό αποδεικνύει τη σπουδαιότητά τους και επιβεβαιώνει πως η Ένωση είναι ένας διεθνής οργανισμός που δεν αποζητά μόνο την προστασία και τον σεβασμό δικαιωμάτων, αλλά, επίσης, και την ενεργό δράση των απλών πολιτών, οι οποίοι βρίσκονται στο επίκεντρό της. Η ευρωπαϊκή ιθαγένεια ακριβώς αυτόν το σκοπό πραγματώνει έμπρακτα.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Ευγενία Ρ. Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκό Δίκαιο, εκδόσεις Σάκκουλα, 3η έκδοση, 2021, Αθήνα-Θεσσαλονίκη
- Η ευρωπαϊκή ιθαγένεια, διαθέσιμο εδώ