Του Βασίλη Καρατσιώλη,
Το έτος 1648, κορυφώθηκαν οι εντάσεις που προέρχονταν από την κοινωνική δυσαρέσκεια, τις θρησκευτικές διαμάχες και την απογοήτευση των Κοζάκων, για την πολωνική εξουσία. Ξεκινώντας με μια φαινομενικά τυπική εξέγερση των Κοζάκων, υπό την ηγεσία του Bohdan Khmelnytsky, η Ουκρανία βυθίστηκε γρήγορα σε έναν άνευ προηγουμένου πόλεμο και αναταραχή. Στις αρχές του 1648, άρχισε τις προετοιμασίες για μια εξέγερση, εξασφαλίζοντας για τον σκοπό αυτό, στρατιωτική υποστήριξη από τους Τατάρους.
Οι πρώτες μεγάλες νίκες του Khmelnytsky επί των πολωνικών δυνάμεων, στο Ζέβτι Βόντι (22 Απριλίου 1648), στο Κόρσουν (15-16 Μαΐου) και στο Πλιάβτσι (11-13 Σεπτεμβρίου), έδωσαν τη δυνατότητα να εξαπλωθεί η εξέγερση σε όλη την Ουκρανία . Οι στρατοί των Πολωνών Χετμάνων καταστράφηκαν και ο θάνατος του Władysław IV, άφησε αβέβαιο το πότε θα πάρει το άνω χέρι η κοινοπολιτεία, και ποιος θα τη διοικούσε. Ο Jeremi Wiśniowiecki και ο ιδιωτικός του στρατός, οδηγήθηκαν στην άλλη πλευρά του Δνείπερου.
Οι νίκες αυτές, έδωσαν το σύνθημα για μια μαζική λαϊκή εξέγερση. Η βία εξαπλώθηκε σε ολόκληρη την Ουκρανία, καθώς οι Κοζάκοι και οι αγρότες ξεδίπλωσαν την οργή τους σε όσους συνέδεαν με την πολωνική τυραννία, και την κοινωνική καταπίεση –γαιοκτήμονες, αξιωματούχους– και άνθρωποι του λατινικού και ουνιτικού κλήρου σφαγιάστηκαν. Οι Πολωνοί με τη σειρά τους, προέβησαν σε αιματηρά αντίποινα κατά του εξεγερμένου πληθυσμού. Τον Σεπτέμβριο, ο Khmelnytsky σημείωσε άλλη μια συντριπτική νίκη, κατά ενός νεοσυγκροτημένου πολωνικού στρατού, βάδισε δυτικά μέσω της Γαλικίας, και τελικά πολιόρκησε το Zamość στην ίδια την Πολωνία. Ωστόσο, δεν εκμεταλλεύτηκε το πλεονέκτημά του, και με την εκλογή νέου Πολωνού βασιλιά τον Νοέμβριο, επέστρεψε στην κεντρική Ουκρανία. Τον Ιανουάριο του 1649, ο Khmelnytsky εισήλθε στο Κίεβο με θριαμβευτικές επευφημίες ως απελευθερωτής.
Αν και αρχικά επεδίωκε μόνο την αποκατάσταση των παραπόνων από το πολωνικό στέμμα, ο Khmelnytsky, μετά την άφιξή του στο Κίεβο, άρχισε να αντιλαμβάνεται την Ουκρανία ως ανεξάρτητο κοζάκικο κράτος. Ξεκίνησε να εγκαθιδρύει ένα σύστημα διακυβέρνησης και κρατικών οικονομικών, δημιούργησε μια τοπική διοίκηση υπό μια νέα κυβερνητική ελίτ, που προερχόταν από τους κοζάκους αξιωματικούς, ξεκινώντας σχέσεις με ξένα κράτη. Ωστόσο, εξακολουθώντας να είναι έτοιμος να αναγνωρίσει τη βασιλική κυριαρχία, άρχισε διαπραγματεύσεις με τους Πολωνούς. Όμως, ούτε η Συνθήκη του Ζμπόριβ (Αύγουστος 1649), ούτε μια λιγότερο ευνοϊκή συμφωνία δύο χρόνια αργότερα αποδείχθηκαν αποδεκτές –ούτε από την πολωνική αριστοκρατία ούτε από τη βάση των Κοζάκων και τις ριζοσπαστικοποιημένες μάζες στην ουκρανική πλευρά.
Την άνοιξη του 1651, ο βασιλιάς Jan Kazimierz, οδήγησε έναν ασυνήθιστα μεγάλο πολωνικό στρατό στην Bratslav και τη Volhynia, ενώ ο Λιθουανός Μεγάλος χετμάνος Janusz Radziwiłł, ετοιμαζόταν να προελάσει στο Κίεβο από τα βόρεια. Τον Ιούνιο, ο στρατός του βασιλιά συνέτριψε τους Κοζάκους στο Berestechko, μια νίκη που κατέστη δυνατή χάρη στην φυγή των 50.000 Τατάρων, που είχαν επιφορτιστεί με την υπεράσπιση της αριστερής πτέρυγας των Κοζάκων. Οι δυνάμεις του Radziwiłł, κατέλαβαν το Κίεβο στις 25 Ιουλίου. Το επακόλουθο ξέσπασμα της αντίστασης των παρτιζάνων στο Bratslav, εμπόδισε την περαιτέρω προέλαση του βασιλιά, και ανάγκασε τον Radziwiłł να αποσυρθεί από το Κίεβο, και τον Σεπτέμβριο ο Khmelnytsky πέτυχε μια μεγάλη νίκη στο Bila Tserkva.
Αν και η στρατιωτική κατάσταση στα τέλη του 1651 θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως αδιέξοδο, η πολιτική κατάσταση ήταν περισσότερο ξεκάθαρα μια οπισθοδρόμηση για το Khmelnytsky: η ανακωχή που υπογράφηκε στο Bila Tserkva στις 18 Σεπτεμβρίου, περιόρισε εδάφη των Κοζάκων. Παράλληλα επανέφερε το Bratslav και το Chernigov στην Κοινοπολιτεία, μειώνοντας την επικράτεια του Χετμανάτου στην περιφέρεια του Κιέβου, ενώ οι στρατιωτικές επιχειρήσεις συνεχίζονταν χωρίς αποτέλεσμα, και επειδή η υποστήριξη των Τατάρων αποδείχθηκε αναξιόπιστη σε κρίσιμες στιγμές, ο Khmelnytsky άρχισε να αναζητά άλλους συμμάχους.
Το 1654, στο Periaslav σύνηψε με τη Μόσχα μια συμφωνία, η ακριβής φύση της οποίας έχει προκαλέσει τεράστια διαμάχη: Οι Ρώσοι ιστορικοί έχουν δώσει έμφαση στην αποδοχή από την Ουκρανία της επικυριαρχίας του Τσάρου, η οποία, στη συνέχεια, νομιμοποίησε τη ρωσική κυριαρχία, αλλά η ουκρανική ιστοριογραφία έχει δώσει έμφαση στην αναγνώριση από τη Μόσχα της αυτονομίας της Ουκρανίας (συμπεριλαμβανομένης μιας εκλογικής εθνοκρατίας, της αυτοδιοίκησης και του δικαιώματος να διεξάγει εξωτερικές σχέσεις), η οποία ισοδυναμούσε ουσιαστικά με ανεξαρτησία. Η Μόσχα, εισήλθε τότε στον πόλεμο κατά της Πολωνίας. Ωστόσο, δεν σημειώθηκε καμία αποφασιστική επικράτηση, παρά τις περιστασιακές κοινές νίκες, και ο Khmelnytsky απογοητευόταν όλο και περισσότερο από τη μοσχοβίτικη συμμαχία
Οι συνέπειες της συνθήκης του Periaslav μπορούν να συνοψιστούν ως οι εξής:
Ο Χαν Ισλάμ Γ’ Γκιρέι, δεν είχε μείνει ανενημέρωτος για τις διαπραγματεύσεις του Khmelnytsky με τη Μόσχα κατά τη διάρκεια του 1653, και είχε ήδη προειδοποιήσει τον Χετμάνο του ότι οι απόπειρες του να συμμαχήσει με τους Μοσχοβίτες, θα μπορούσαν να προκαλέσουν αντίποινα από το χανάτο σε συμμαχία με την Κοινοπολιτεία. Η πιθανότητα το χανάτο να στραφεί στο πλευρό των Πολωνών, φαινόταν ακόμη πιο αληθινή μετά τον Δεκέμβριο του 1653, όταν ο Ισλάμ Γκιρέι ανέστειλε ξαφνικά τις επιχειρήσεις εναντίον των Πολωνών, και υπέγραψε ξεχωριστή ειρήνη μαζί τους στο Zhvanets, σε αντάλλαγμα για την υπόσχεση του βασιλιά να αποδόσει δώρα φόρου υποτέλειας. Τελικό αποτέλεσμα ήταν το φθινόπωρο του 1655, η Μοσχοβία να εμπλακεί σε πόλεμο με το Χανάτο της Κριμαίας, καθώς ο Χαν – και ο σουλτάνος – είχαν μείνει έκπληκτοι από τις σαρωτικές στρατιωτικές επιτυχίες των Μοσχοβιτών στη Λιθουανία, και την ξαφνική σουηδική εισβολή στην Πολωνία, η οποία απειλούσε να καταστρέψει την Κοινοπολιτεία συνολικά, και να ανατρέψει την ισορροπία δυνάμεων στην Ανατολική Ευρώπη.
Επιπλέον, η πολιτική ένωση που δημιουργήθηκε με τη Συμφωνία του Periaslav ήταν εξαρχής ασταθής, καθώς οι Ουκρανοί και οι Μοσχοβίτες διαπραγματευτές είχαν στο Periaslav, πολύ διαφορετικές αντιλήψεις για τον χαρακτήρα της πολιτικής Ένωσης. Η Συμφωνία δεν είχε αποσαφηνίσει και διευθετήσει αυτές τις διαφορές, και η ασάφειά της ενθάρρυνε και τις δύο πλευρές να προσπαθούν να αναθεωρήσουν μονομερώς τους όρους της ένωσης, σύμφωνα με τις δικές τους στρατιωτικές και πολιτικές σκοπιμότητες. Επίσης, ο αγώνας μεταξύ των μητροπολιτών του Κιέβου και του Khmelnytsky, καθώς και της στρατιωτικής του αριστοκρατίας είχε διαφορετικούς μακροπρόθεσμους στόχους. Οι μητροπολίτες του Κιέβου ήθελαν την θεσμική ανεξαρτητοποίηση της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, ενώ για τον Χετμάνο Khmelnytsky και τους συνταγματάρχες του, ήταν η οικοδόμηση ενός αυτόνομου κοζάκικου κράτους, που θα κατοχύρωνε τα «αρχαία δικαιώματα και προνόμια» των κοζάκων ως άρχουσα τάξη.
Το αποτέλεσμα όλων αυτών των γεγονότων θα αναλυθούν πιο διεξοδικά στον ρωσοπολωνικό πόλεμο του 1654-1667, αλλά τα επόμενα πέντε χρόνια του πολέμου, θα δώσουν στη Μόσχα λόγο να μειώσει περαιτέρω την de facto αυτονομία του Χετμανάτου. Οι μοσχοβίτικες φρουρές και οι διοικητές βοεβόδες, θα εγκατασταθούν σε πολλές ουκρανικές πόλεις και οι μοσχοβίτικοι φόροι και εισφορές θα πρέπει να πληρώνονται για τη συντήρησή τους. Οι αντιληπτές επιταγές των στρατιωτικών βοεβοδών, θα συγκρουστούν όλο και περισσότερο με τις παραδοσιακές ελευθερίες αυτών των πόλεων. Οι προσδοκίες του Khmelnytsky, ότι η νότια Λευκορωσία θα ενωνόταν με το Χετμανάτο του, και όχι με τις κτήσεις του τσάρου θα ματαιωθούν. Η Μόσχα θα ασκήσει μεγαλύτερη πίεση, για να περιορίσει το δικαίωμά του, να ασκεί ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική με το σκεπτικό, ότι αυτό εμπόδιζε τη διπλωματική πολιτική του τσάρου, ιδίως έναντι της Σουηδίας.
Οι εκπρόσωποι του Χετμανάτου, θα συμμετάσχουν στις ειρηνευτικές συνομιλίες του 1656 στο Βίλνιους, όπου οι Μοσχοβίτες υπέγραψαν ξαφνικά ανακωχή με τους Πολωνούς, προκειμένου να κατευθύνουν τους στρατούς τους εναντίον των Σουηδών. Αυτό, με τη σειρά του, θα αποξενώσει τόσο πολύ τους κοζάκους starshina και τους χωρικούς, που πολλοί από αυτούς θα ακολουθήσουν τον Vyhovskyi στην επανασύνδεση με τους Τατάρους επιδιώκοντας την επανένωση με την Κοινοπολιτεία, και την εκδίωξη των μοσχοβίτικων στρατευμάτων από την Ουκρανία. Ως επακόλουθο, οι Ουκρανοί και οι Μοσχοβίτες ηγέτες, θα αρχίσουν να θεωρούν ο ένας τον άλλον ως ανεπανόρθωτα αθέμιτο.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Frost, Robert (2000), The Northern Wars: War, State and Society in Northeastern Europe, 1558–1721, Routledge
- Gordon, Linda (1983), Cossack Rebellions. Social Turmoil in the Sixteenth Century Ukraine, Albany: State University of New York Press
- O’Rourke, Shane (2007), The Cossacks, Manchester University Press
- Stone, Daniel (2001), The Polish-Lithuanian State, 1386–1795, University of Washington Press