Της Άννας-Μαρίας Παρασκευοπούλου,
Η Χατσεψούτ ήταν γυναίκα Φαραώ, που αναδείχθηκε σε μια από τις σημαντικότερες γυναικείες μορφές στην αιγυπτιακή ιστορία. Παρά τις προσπάθειες των διαδόχων της να διαγράψουν το όνομά της από την ιστορία, εξακολουθεί να μνημονεύεται για την επιμονή της και την εκπληκτική δομή του ναού που δημιούργησε κοντά στις Θήβες. Προερχόταν από βασιλική γενιά. Τον πατέρα της, Φαραώ Τουτμόζε Α´, διαδέχθηκε ο σύζυγος και αδελφός της Χατσεψούτ, Τουτμόζε Β´. Μετά το θάνατο του Τουτμόζε, η Χατσεψούτ υπηρέτησε ως αντιβασίλισσα της Αιγύπτου, αφού ο Τουτμόζε Γ´, γιος του Τουτμόζε Β´ από δεύτερη σύζυγο, ήταν πολύ νέος για να κυβερνήσει. Η Χατσεψούτ δεν ήταν ικανοποιημένη με το να ασκεί απλώς την αντιβασιλεία, και ειδικά σε έναν Φαραώ, που δεν ήταν δικός της γιος. Μετά από μερικά χρόνια υπηρεσίας ως αντιβασίλισσα στέφθηκε Φαραώ. Η νέα Φαραώ έπρεπε να δουλέψει πολύ για να νομιμοποιήσει την κυριαρχία της. Παραδοσιακά, ένας από τους καλύτερους τρόπους για να φανεί κάποιος νόμιμος στα μάτια του αιγυπτιακού λαού ήταν οι ηγεμόνες να παρουσιάζονται σε ανάγλυφα, αγάλματα και άλλα αναγνωρίσιμα σύμβολα.
Η Χατσεψούτ, κατείχε ήδη υψηλή θέση στην αιγυπτιακή κοινωνία. Ήταν εξέχον μέλος της βασιλικής οικογένειας και έφερε τον τίτλο «Σύζυγος του Θεού Άμμωνα» νωρίς στη ζωή της. Αυτή η περίβλεπτη θέση την τοποθέτησε στην κορυφή της θρησκευτικής ιεραρχίας της εποχής. Η βασίλισσα χρησιμοποίησε τη θρησκεία και την εικονογραφία για να διαμορφώσει και να βελτιώσει περαιτέρω τη δημόσια εικόνα της. Αυτή η διαδικασία ξεκίνησε με ανάγλυφα που απεικόνιζαν τον πατέρα της, να της δίνει θεϊκές ευλογίες. Αυτή η σχέση με το θείο ήταν ο ακρογωνιαίος λίθος της εκστρατείας της. Χρησιμοποιώντας τη δύναμη της γραμμής του αίματός της, τη θρησκεία της και δημιουργώντας έναν τεράστιο αριθμό αγαλμάτων, η Χατσεψούτ άρχισε να αποκτά δημόσια υποστήριξη. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, προσπάθησε επίσης να ευθυγραμμίσει το όνομά της, με αυτό του Αμώσιδος Α΄, ο οποίος είχε διώξει τον λαό των Υξώς, στην αρχή της 18ης Δυναστείας.
Ο ναός στο Deir el-Bahari, είναι μια από τις πιο αναγνωρίσιμες κατασκευές που αντιπροσωπεύουν την Αρχαία Αίγυπτο. Το συγκρότημα του ναού είναι ένας δημοφιλής τουριστικός προορισμός και περιέχει κάτι περισσότερο από το ναό της Χατσεψούτ. Ολόκληρο το συγκρότημα περιλαμβάνει τους νεκρικούς ναούς του Μεντουχοτέπ Β’ και του διαδόχου της Χατσεψούτ, Τουτμόζε Γ΄. Ωστόσο, ο ναός της Χατσεψούτ, γνωστός και ως Djeser-Djeseru, είναι το πιο γνωστό σημείο της περιοχής. Ένας νεκρικός ναός δεν είναι τάφος, αλλά τόπος λατρείας των νεκρών και εορτασμού της βασιλείας τους. Κάθε Φαραώ είχε μια λατρευτική τελετή προς τιμήν του κατά το ταξίδι του στη μετά θάνατον ζωή και ο νεκρικός ναός του αποτελούσε τόπο όπου θα λατρευόταν. Ως εκ τούτου, κάθε ναός περιλάμβανε παρεκκλήσια, επιγραφές και ανάγλυφα για τον εορτασμό των επιτευγμάτων ενός Φαραώ, καθώς και αγαλματίδια που τους απεικόνιζαν ως θεούς. Το Deir el-Bahari, δεν αποτέλεσε εξαίρεση.
Djeser-Djeseru είναι το αρχαίο αιγυπτιακό όνομα για το ναό της Χατσεψούτ, που μεταφράζεται ως «το ιερό των αγίων». Σήμερα, οι αιγυπτιολόγοι το χρησιμοποιούν ως όνομα για το κεντρικό κτίριο στο συγκρότημα Deir el-Bahari. Η κλιμακωτή, κιονοστοίριχτη δομή του ναού είναι εντυπωσιακή και απόλυτα συμμετρική. Αν και συνήθως συνδέουμε την αρχιτεκτονική συμμετρία με την Κλασική Ελλάδα και κυρίως με τον Παρθενώνα, ο νεκρικός ναός της Χατσεψούτ προηγήθηκε του Παρθενώνα, κατά αρκετούς αιώνες. Επιλέγοντας την τοποθεσία του ναού της, η Χατσεψούτ διάλεξε στρατηγικά μια τοποθεσία κοντά στον τάφο του πατέρα της, Τουτμόζε Α΄. Ήταν ένας από τους πρώτους τάφους στην Κοιλάδα των Βασιλέων. Είναι πιθανό ότι ο νεκρικός ναός της Χατσεψούτ τράβηξε την προσοχή και ξεκίνησε την τάση που θα ακολουθούσαν οι βασιλιάδες για το υπόλοιπο του Νέου Βασιλείου.
Το Djeser-Djeseru περιέχει πολλά ανάγλυφα που εκθειάζουν τη Χατσεψούτ και διακηρύσσουν τη θεϊκή της προέλευση, καθώς και παρεκκλήσια αφιερωμένα στη λατρεία των διαφόρων θεών, που συνδέονταν με τη βασίλισσα. Τα παρεκκλήσια ήταν ένα σημαντικό μέρος των νεκρικών ναών, παρέχοντας ένα χώρο για λατρεία και παράδοση προσφορών στον νεκρό Φαραώ. Κοινά ήταν τα ανάγλυφα, που έδειχναν τον Φαραώ ανάμεσα στους θεούς. Το Ιερό του Άμμωνα ήταν το κέντρο των παρεκκλησιών στο ναό της Χατσεψούτ. Ο ιερός χώρος περιλάμβανε δύο κύριους θαλάμους, και οι δύο λαξευμένοι στον βράχο. Το πρώτο, που ονομάζεται ‘’Bark Hall’’, περιελάμβανε πίνακες ζωγραφικής και ανάγλυφα από προηγμένες εορταστικές εκδηλώσεις. Ο δεύτερος θάλαμος, η Αίθουσα της Τράπεζας της Προσφοράς ήταν το εσώτατο ιερό και το τελευταίο τμήμα του ναού της Χατσεψούτ. Εκεί γίνονταν προσφορές στον Αμούν και στη Χατσεψούτ ως κόρη του.
Η Χάθωρ ήταν σημαντική νεκρική θεά στη Θήβα και τις γύρω περιοχές, οπότε η παρουσία της εδώ ήταν απαραίτητη. Η θεά λατρευόταν επίσης ως φύλακας που ονομαζόταν «Η ερωμένη του Πουντ». Για το λόγο αυτό, το παρεκκλήσι της βρισκόταν ακριβώς δίπλα σε ένα ανάγλυφο, που κατέγραφε τις εμπορικές σχέσεις της Χατσεψούτ με τον Πουντ. Το παρεκκλήσι της Χάθωρ περιείχε μια υπόστυλη αίθουσα, με απεικονίσεις της θεάς στη δημοφιλή της μορφή, ως γυναικείο κεφάλι με κέρατα αγελάδας. Στην απέναντι πλευρά του δεύτερου επιπέδου, βρισκόταν το παρεκκλήσι του Ανούβιδος, του θεού της μετά θάνατον ζωής και των νεκρών. Αυτή η περιοχή υπέστη σοβαρές ζημιές από τους διαδόχους της Χατσεψούτ, Τουτμόζε Γ΄ και Αμενχοτέπ Β΄, οι οποίοι κατέστρεψαν όλα τα ανάγλυφα που απεικόνιζαν τη βασίλισσα, ως μέρος μιας προσπάθειας να σβήσουν τη μνήμη της από την ιστορία. Ο Άνουβις και οι απεικονίσεις του Τουτμόζε Γ΄, του αντιβασιλέα και άμεσου διαδόχου της, είναι άθικτες. Το παρεκκλήσι του Ανούβιδος είναι μικρό, αλλά είναι ένα σημαντικό μέρος του συγκροτήματος νεκρικού συμπλέγματος. Στο ανώτερο επίπεδο του ναού της Χατσεψούτ βρίσκονταν οι Οσιρίδες, αγάλματα που απεικόνιζαν τη Χατσεψούτ ως Όσιρις, με το φαραωνικό διπλό στέμμα. Η χρήση της ψεύτικης γενειάδας ήταν ένα αποκλειστικά ανδρικό σύμβολο και η Χατσεψούτ ήταν η πρώτη γυναίκα που το υιοθέτησε. Σε αυτή την περίπτωση, η ανοδική άκρη της γενειάδας δείχνει τη θεϊκή φύση.
Μεταξύ των πιο αξιοσημείωτων ανάγλυφων στο ναό είναι αυτό που απεικονίζει τον Κύκλο της Θείας Γέννησης στο δεύτερο επίπεδο. Ο Θεϊκός Κύκλος Γέννησης είναι μια ακολουθία εικόνων που δείχνουν έναν δημιουργό θεό, στην προκειμένη περίπτωση τον Άμουν μεταμορφωμένο ως άνθρωπο, και τη γυναίκα που θα γεννήσει τον μελλοντικό βασιλιά. Τότε ο Θωθ, ο θεός της γνώσης και της γραφής, αποκαλύπτει στη γυναίκα ότι θα γεννήσει το παιδί ενός θεού. Στο τελικό ανάγλυφο, το παιδί γεννιέται. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που ο Θεϊκός Κύκλος Γέννησης απεικονίστηκε στην αρχαία αιγυπτιακή τέχνη. Σε ένα άλλο ανάγλυφο, η Χατσεψούτ απεικονίζεται σε μια εμπορική αποστολή στο Πουντ. Κατά τη διάρκεια προηγούμενων δυναστειών, το εμπόριο με το Πουντ επέτρεψε την εισαγωγή εξωτικών αγαθών. Οι εμπορικές διαπραγματεύσεις ήταν πολύ επιτυχημένες, κατά τη διάρκεια της βασιλείας της και είχαν ως αποτέλεσμα την εισροή πολύτιμων λίθων, εξωτικών ζώων, θυμιάματος και άλλων σημαντικών ειδών πολυτελείας. Φαντάζει λογικό σήμερα να ήθελε να απαθανατίσει αυτούς τους προσωπικούς της θριάμβους στο νεκρικό της ιερό. Αξιοσημείωτα ανάγλυφα στο ανώτερο επίπεδο του ναού (που προορίζονται για αξιωματούχους και υψηλόβαθμα μέλη της ιεροσύνης) περιλαμβάνουν επιγραφές της στέψης της Χατσεψούτ, καθώς και σκηνές, όπου παρουσιάζονται προσφορές σε μέλη της οικογένειας της Χατσεψούτ, επαινώντας τα ως θεϊκά.
Ο διάδοχος της Χατσεψούτ, προσπάθησε να διαγράψει το όνομα της από την ιστορία, μια πρακτική γνωστή ως ‘’damnatio memoriae’’ (καταδίκη της μνήμης). Δεν υπάρχει τρόπος να γνωρίζουμε αν ο Τουτμόζε Γ΄, ή ο γιος του, Αμένοφις Β΄, ήταν υπεύθυνοι για αυτό. Ωστόσο, γεγονός παραμένει ότι το όνομα της Χατσεψούτ, αφαιρέθηκε από πολλά από τα ανάγλυφά της και τα μνημεία της σφετερίστηκαν. Όποιος από τους δυο και αν προέβη στις παραπάνω ενέργειες, ευτυχώς, δεν ήταν ιδιαίτερα σχολαστικός. Δεν ήταν ασυνήθιστο στην αρχαία Αίγυπτο οι νέοι Φαραώ να οικειοποιούνται τα αγάλματα και τα μνημεία των προκατόχων τους. Ο Ραμσής Β´ ακολούθησε αυτή την τακτική αρκετές φορές. Η επανατοποθέτηση μνημείων και η επανασμίλευσή τους σε κάποια σημεία ήταν κοινή πρακτική, ώστε να δοθεί προτεραιότητα στην κυριαρχία του εκάστοτε, νέου Φαραώ.
Ωστόσο, όταν η Χατσεψούτ καταγγέλθηκε από τους διαδόχους της, η καταστροφή των μνημείων της ξεπέρασε την απλή αλλαγή ονομάτων. Τα αγάλματά της καταστράφηκαν μαζικά. Το όνομα και η εικόνα της αφαιρέθηκαν από ανάγλυφα, ακόμη και από εκείνα που βρίσκονταν μέσα στο ναό της. Ωστόσο, ο τεράστιος όγκος έργων που δημιούργησε κατά τη διάρκεια της βασιλείας της, την κατέστησε αθάνατη. Ο νεκρικός ναός της Χατσεψούτ είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους θυμόμαστε την γυναίκα Φαραώ σήμερα. Από την τέλεια συμμετρία του, μέχρι τις κιονοστοιχίες και τα ανάγλυφά του, είναι ένα εντυπωσιακό αρχιτεκτονικό θαύμα, εμβληματικό της αρχαίας Αιγύπτου.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Παπαθανασίου, Πέννυ, Χατσεψούτ: Η πρώτη γυναίκα Φαραώ, filosofikilithos.gr, Διαθέσιμο εδώ
- Siliotti, Alberto (1999), Αίγυπτος–Ναοί, άνθρωποι και θεοί: Το μεγαλείο ενός αρχαίου πολιτισμού, Αθήνα: Εκδ. Καρακώτσογλου.
- Sulchz, Regine (2008), Αίγυπτος: Ο κόσμος των Φαραώ, Αθήνα: Εκδόσεις Ελευθερουδάκης.