Της Κωνσταντίνας Λάμπου,
Στο διεθνές δίκαιο υπάρχει ο κανόνας, σύμφωνα με τον οποίο κάθε κράτος έχει μία νομική προσωπικότητα, διαθέτει κυριαρχία και μία κεντρική κυβέρνηση που λειτουργεί στο όνομα του κράτους διεθνώς. Στη διεθνή κοινωνία, όμως, θα ήταν λάθος αν έλεγε κανείς ότι δεν υπάρχουν σύνθετα διεθνή υποκείμενα. Αυτά στην ουσία είναι κυρίαρχα κράτη συνδεόμενα με μόνιμους πολιτικούς δεσμούς. Αν και υπάρχουν πολλές μορφές σύνθετων διεθνών υποκειμένων, η θεωρία αναγνωρίζει συγκεκριμένες, αν και η κατηγοριοποίηση είναι τυπική, καθώς κάθε τέτοια πολιτική ένωση πρέπει να εξετάζεται ad hoc ως προς τα χαρακτηριστικά της.
Μία πρώτη περίπτωση σύνθετων διεθνών υποκειμένων είναι τα κράτη σε προσωπική ένωση. Εδώ είναι δυνατόν το ίδιο πρόσωπο να αποτελεί τον ανώτατο άρχοντα σε δύο διαφορετικά και απόλυτα ανεξάρτητα μεταξύ τους κράτη. Με αυτή, όμως, την προσωπική ένωση των κρατών, δε χάνεται η ανεξαρτησία τους και η ιδιότητά τους ως ξεχωριστών υποκειμένων του διεθνούς δικαίου. Πιθανόν βέβαια, να έχουν τον ίδιο εκπρόσωπο. Αυτή η περίπτωση δεν αναφέρεται σε κοινό απεσταλμένο των κρατών υπό προσωπική ένωση, αλλά σε ξεχωριστό εκπρόσωπό τους που συμπίπτει να είναι αυτό το πρόσωπο.
Από την άλλη, τα κράτη σε πραγματική ένωση είναι η περίπτωση, όπου δύο κράτη, αφού προβούν σε συμφωνία έπειτα από διεθνή συνθήκη, προσχωρούν σε πραγματική ένωση. Με τον τρόπο αυτό, συνθέτουν ένα καινούριο υποκείμενο διεθνούς δικαίου, αλλά δεν αποτελεί κράτος. Αποτελεί ένα σύνθετο υποκείμενο που είναι το αποτέλεσμα της ενώσεως των δύο διακριτών κρατών που ούτε συγχωνεύονται ούτε απορροφώνται. Η εκπροσώπησή τους γίνεται ενιαία από το νέο υποκείμενο του διεθνούς δικαίου, ενώ έχουν τον ίδιο αρχηγό και κοινά πολιτικά όργανα. Η έκταση της εκπροσωπήσεως αυτής εξαρτάται από τους όρους της διεθνούς συμφωνίας.
Η ομοσπονδία κρατών και το ομοσπονδιακό κράτος είναι μια άλλη μορφή σύνθετου διεθνούς υποκειμένου. Αρχικά, η ομοσπονδία κρατών, που αλλού αναφέρεται και ως συνομοσπονδία ή ομοσπονδιακή ένωση κρατών ή συμπολιτεία ή συνομοσπονδίωση, αποτελεί είδος διεθνούς οργανώσεως μεταξύ κυρίαρχων κρατών. Το ομοσπονδιακό κράτος, από την άλλη, εστιάζει στον εσωτερικό τρόπο οργανώσεώς του. Υπό την έννοια αυτή, ένα κράτος που είναι ανεξάρτητο έχει τη δυνατότητα να συνδεθεί με τη θέλησή του και σε ίση θέση με ένα ή πιο πολλά κράτη μέσω διεθνούς συμφωνίας. Βέβαια, η ομοσπονδία κρατών αποτελεί την πιο γνωστή μορφή στενής συνδέσεως, αλλά δεν είναι κράτος σύμφωνα με το διεθνές δίκαιο. Υπάρχει δυνατότητα να έχει κάποια κοινά όργανα με περιορισμένες αρμοδιότητες.
Το ομοσπονδιακό κράτος, δηλαδή, συνδέεται αποκλειστικά με την εσωτερική οργάνωση ενός κράτους. Το κράτος διαιρείται διοικητικά σε ομόσπονδες πολιτείες με αιρετές κυβερνήσεις που παρουσιάζουν μεγάλο βαθμό ανεξαρτησίας. Μέσα σε όλα αυτά, υπάρχει μια κεντρική κυβέρνηση, με ελάχιστη αρμοδιότητα την εξωτερική πολιτική, την άμυνα του κράτους και τη νομισματική πολιτική. Τα παραπάνω, αναφέρονται στο Σύνταγμα του κράτους, που είναι το εσωτερικό νομοθετικό κείμενο και δύναται να υποστεί τροποποιήσεις.
Η αναγνώριση των ομόσπονδων πολιτειών ως ανεξάρτητων κρατών δεν είναι ευχερής και, μάλιστα, τα κράτη αυτά δεν αποτελούν χωριστά υποκείμενα με χωριστή νομική προσωπικότητα, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά στο Σύνταγμα. Το μόνο υποκείμενο διεθνούς δικαίου είναι το ομοσπονδιακό κράτος. Αυτό έχει τη διεθνή ευθύνη για όποια πράξη ή παράλειψη των ομόσπονδων πολιτειών, που έχει ως κατάληξη την παραβίαση διεθνών υποχρεώσεων της χώρας.
Συνεχίζοντας με τα σύνθετα διεθνή υποκείμενα, η κοινοπολιτεία των Εθνών είναι πιθανώς το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα χαλαρής συνδέσεως ανεξάρτητων κρατών που συνδέονται με ιστορικούς δεσμούς και κοινά συμφέροντα. Ο θεσμός αυτός είναι παλιός, αφού ξεκίνησε στα τέλη του 19ου αιώνα. Πιο μετά, μερικές από τις αποικίες μετονομάσθηκαν σε κτήσεις και αργότερα ανεξαρτητοποιήθηκαν.
Στη σύγχρονη κοινωνία, τα μέλη της Κοινοπολιτείας είναι αυτόνομα και κυρίαρχα κράτη που συνεργάζονται υπό την αρωγή μιας Γραμματείας και περιοδικών συναντήσεων. Δεν παίρνουν αποφάσεις με δέσμευση και στην ουσία είναι μια μορφή διακρατικής συνεργασίας. Τρία από τα κύρια χαρακτηριστικά της Κοινοπολιτείας είναι η χρήση της αγγλικής γλώσσας, η αναγνώριση της Βασίλισσας της Βρετανίας ως τιμητικού Αρχηγού της Κοινοπολιτείας και ο χαρακτηρισμός των αρχηγών διπλωματικών αποστολών ανάμεσα στις χώρες της κοινοπολιτείας ως ύπατων αρμοστών. Η πολιτεία αυτή δρα χωρίς ξεχωριστή νομική προσωπικότητα.
Τέλος, μια ιδιαίτερη περίπτωση σύνθετου διεθνούς υποκειμένου είναι η Ε.Ε./ΕΟΚ και αποτελεί και την πιο προωθημένη προσπάθεια. Στην αρχή, το 1951 ονομαζόταν Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα (ΕΚΑΧ) που αποτελούταν από 6 μέλη, στη συνέχεια έγινε Ε.Ε. και μετά το 2014 έχει 28 ευρωπαϊκά κράτη ως μέλη. Στην ουσία δεν είναι διεθνής οργανισμός ούτε θεωρείται κράτος, αλλά sui generis μόρφωμα με συνομοσπονδιακά στοιχεία. Στην πραγματικότητα είναι η εξαίρεση σε οποιονδήποτε κανόνα κατηγοριοποιήσεως. Η όλη σύγχυση που υπήρχε γύρω από τον ακριβή νομικό χαρακτήρα της Ε.Ε. υπήρξε έντονη για χρόνια, από το γεγονός ότι οι τρεις Κοινότητες (ΕΟΚ,ΕΚΑΧ,ΕΚΑΕ) είχαν διεθνή νομική προσωπικότητα και ήταν υποκείμενα διεθνούς δικαίου.
Από την άλλη μεριά, η Ε.Ε. δεν είχε νομική προσωπικότητα. Οι όποιες αρμοδιότητες και η όλη δραστηριότητα των κοινοτικών οργάνων είχαν τη βάση τους στην αντίστοιχη εκχώρηση αυτών των πεδίων από τα κράτη μέλη. Η νομολογία επιπλέον δέχθηκε ότι μόνο η Κοινότητα μπορεί να έχει την αρμοδιότητα να αναλαμβάνει και να φέρει εις πέρας υποχρεώσεις έναντι τρίτων κρατών με συνέπειες σε ολόκληρη την εφαρμογή του κοινοτικού νομικού συστήματος. Από τότε, πολλές φορές η νομολογία επιβεβαίωσε, αλλά και η Κοινοτική πρακτική, ότι συγκεκριμένες εξουσίες μπορεί να μη γινόταν να απονεμηθούν στα Κοινοτικά όργανα ρητώς με τις Ιδρυτικές Συνθήκες, αλλά ο τρόπος που προέκυπταν ήταν ως συνεπαγωγή από τις διατάξεις τους. Εν τέλει, η σύγχυση γύρω από τον νομικό χαρακτήρα της Ε.Ε. λύθηκε με την αναθεώρηση της Συνθήκης της Λισαβώνας την 1 Δεκεμβρίου 2009, με την οποία αποδόθηκε στην Ε.Ε. νομική προσωπικότητα.
Ως κατακλείδα, στη διεθνή κοινωνία υπάρχουν διάφορα μορφώματα συγκροτημένων κοινωνιών. Ορισμένα από αυτά είναι υποκείμενα διεθνούς δικαίου και άλλα σύνθετα υποκείμενα διεθνούς δικαίου. Όμως, δεν υπάρχουν καινούρια υποκείμενα διεθνούς δικαίου, αν και δύναται να δημιουργείται αυτή η εντύπωση, εξαιτίας π.χ. κοινής εκπροσωπήσεως. Στο σημείο αυτό, πρέπει να μην συγχέονται τα σύνθετα διεθνή υποκείμενα με τις εξαρτώμενες πολιτειακές οντότητες που χαρακτηρίζονταν από σχέση εξαρτήσεως με άλλα κράτη.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Αντωνόπουλος Κωνσταντίνος, Μαγκλιβέρας Κωνσταντίνος, Το Δίκαιο της Διεθνούς Κοινωνίας, εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 3η έκδοση, Αθήνα, 2017