Της Αιμιλίας Δρακάκη,
Η 15η Αυγούστου αποτελεί την Ημέρα Ανεξαρτησίας της Ινδίας και εορτάζεται κάθε χρόνο με μεγάλη τιμή και λαμπρότητα. Η χώρα έπειτα από δύο αιώνες υποταγής στο βρετανικό στέμμα ανακηρύχθηκε σε ανεξάρτητο κράτος λίγο μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το 1947. Ο δρόμος προς την ελευθερία και την αυτοδιάθεση δεν υπήρξε ούτε σύντομος ούτε εύκολος. Οι γενικότερες γεωπολιτικές αλλαγές της μεταπολεμικής περιόδου διαμόρφωσαν το έδαφος για αυτή την εξέλιξη σε συνδυασμό με τους μακροχρόνιους λαϊκούς αγώνες και τη σταδιακή παρακμή της βρετανικής αυτοκρατορίας. Η συνύπαρξη ινδουισμού και μουσουλμανισμού στο ίδιο έδαφος αποτέλεσε από νωρίς γρίφο για δυνατούς λύτες. Όταν οι Βρετανοί επέλεξαν να αποχωρήσουν εν μία νυκτί παραδίδοντας την εξουσία, οι δέκτες αυτής προχώρησαν σε ιστορικές αποφάσεις χωρίς κάποιον οργανωμένο σχεδιασμό, με ολέθριες τελικά συνέπειες και για τις δυο κοινότητες.
Η βρετανική κυριαρχία στην Ινδία είχε αρχίσει πολλά χρόνια νωρίτερα. Το 1757, έπειτα από τη νίκη των Βρετανών στη Μάχη του Πλάσεϊ, η αγγλική εταιρεία “East India” απέκτησε τον έλεγχο της περιοχής, έχοντας ιδρυθεί με στόχο τον έλεγχο του εμπορίου στον Ινδικό Ωκεανό με τις Ανατολικές Ινδίες και ύστερα με την Ανατολική Ασία. Τον Μάιο του 1857 ξέσπασε η Ινδική Επανάσταση κατά της εταιρείας. Παρόλο που αποτέλεσε σοβαρή απειλή για τη βρετανική κυριαρχία, εξαιτίας της δυναμικής που είχε κατάφερε μεν να οδηγήσει την “East India” σε διάλυση, αλλά όχι και να εκδιώξει ολοκληρωτικά τους Βρετανούς από τη χώρα. Η Ινδία έγινε επίσημα μέρος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας το 1858, ενώ σχεδόν αμέσως ξεκίνησε ο αγώνας του γηγενή πληθυσμού για ανεξαρτησία, τόσο με ένοπλα όσο και ειρηνικά μέσα. Η Βασίλισσα Βικτώρια ανακηρύχθηκε αυτοκράτειρα της Ινδίας, τον Μάιο του 1876. Σύμφωνα με τον βρετανό Πρωθυπουργό Benjamin Disraeli, ο νέος αυτός τίτλος αποτέλεσε μια προσπάθεια να συνδεθεί η χώρα με τη μοναρχία και τη Βρετανία. Παράλληλα με αυτόν τον τρόπο, η «γηραιά Αλβιώνα» παρουσιαζόταν ως μια κυρίαρχη παγκόσμια δύναμη.
Πρωταγωνιστικό ρόλο στην προσπάθεια αποτίναξης του βρετανικού ζυγού ανέλαβε το Ινδικό Εθνικό Κογκρέσο, το οποίο ιδρύθηκε το 1886. Κατά τα πρώτα χρόνια της ύπαρξής του, το Κογκρέσο εστίασε κυρίως στην πολιτική που είχαν υιοθετήσει οι Βρετανοί απέναντι στην Ινδία. Πιο συγκεκριμένα, η βρετανική διοίκηση κατηγορήθηκε για την εξάντληση του ινδικού πλούτου μέσω της υπέρογκης φορολογίας και αμοιβής των δημοσίων υπαλλήλων, του αθέμιτου εμπορίου και του περιορισμού της ινδικής βιομηχανίας και επιχειρηματικότητας. Από το 1914 και έπειτα, ο Ινδός πολιτικός Mahatma Gandhi ηγήθηκε του Ινδικού Απελευθερωτικού Κινήματος, υποστηρίζοντας την παθητική αντίσταση και τη μη χρήση βίας ενάντια στην αποικιακή διοίκηση. Κύρια χαρακτηριστικά του αγώνα του ήταν η άρνηση συνεργασίας με τις βρετανικές αρχές και το μποϊκοτάζ των βρετανικών προϊόντων. Το 1920 ο Gandhi ανέλαβε την ηγεσία του Εθνικού Κογκρέσου. Το Επαναστατικό Κίνημα Ελευθερίας οργανώθηκε μετά το 1900 και αποτέλεσε κομμάτι του συνολικού Απελευθερωτικού Κινήματος. Σε αντίθεση με την πρακτική της ειρηνικής πολιτικής ανυπακοής που υιοθετήθηκε από τον Gandhi, τα μέλη αυτού του κινήματος υποστήριζαν τον ένοπλο αγώνα και τη χρήση βίας ενάντια στους βρετανούς εξουσιαστές.
Παράλληλα, ο μουσουλμανικός πληθυσμός συμμετείχε κι εκείνος ενεργά στον αγώνα για ανεξαρτησία, σχηματίζοντας τη Μουσουλμανική Συμμαχία. Στις αρχές του 20ου αιώνα, η μουσουλμανική ελίτ άρχισε να φοβάται την ολοένα και μεγαλύτερη επιρροή που είχε το ινδικό κίνημα στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων στη χώρα, αλλαγές οι οποίες ευνοούσαν πρωτίστως την ινδουιστική πλειοψηφία. Ήδη από τα τέλη του προηγούμενου αιώνα διορίζονταν Ινδοί σύμβουλοι στο πλευρό του βρετανού αντιβασιλέα, και είχαν ιδρυθεί επαρχιακά συμβούλια και δημοτικές εταιρίες με Ινδούς ως εκλεγμένα μέλη. Γενικότερα, οι Βρετανοί άρχισαν εκείνη την περίοδο να διευρύνουν τη συμμετοχή στα νομοθετικά συμβούλια και την τοπική διοίκηση και πλέον οι πλούσιοι Ινδοί μπορούσαν να ανελιχθούν σε τοπικό επίπεδο, αναλαμβάνοντας μια τέτοια θέση. Η μουσουλμανική κοινότητα σχεδόν άμεσα αντέδρασε και απαίτησε από τις αρχές τη δημιουργία ξεχωριστού εκλογικού σώματος για την εκπροσώπησή της.
Με το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου το 1939, οι βρετανικές αρχές αποφάσισαν την είσοδο της Ινδίας στον πόλεμο, χωρίς να συμβουλευτούν τους Ινδούς ηγέτες. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την αντίδραση των περιφερειακών υπουργείων του Κογκρέσου, τα μέλη των οποίων παραιτήθηκαν. Αντίθετα, ο μουσουλμανικός σύνδεσμος υποστήριξε την απόφαση για τον πόλεμο, και έτσι διατήρησε τον έλεγχο της κυβέρνησης σε τρεις σημαντικές περιφέρειες. Από μία μικρή ελίτ μερικών εκατοντάδων ατόμων, η Μουσουλμανική Συμμαχία αναπτύχθηκε ραγδαία, καθώς η απήχησή της έφτασε μαζικά στον πληθυσμό. Ο ηγέτης του Συνδέσμου από το 1913 Muhammad Ali Jinnah προώθησε την ιδέα πως σε περίπτωση ανεξάρτητου ινδικού κράτους, οι μουσουλμάνοι δε θα είχαν καθόλου ευνοϊκή μεταχείριση, ενώ πλέον μπορούσε να διαπραγματευτεί από θέση ισχύος. Επιπλέον, απέρριπτε κάθε ιδέα για μία ενωμένη Ινδία χωρίς θρησκευτικό χαρακτήρα, και λίγο αργότερα το 1940 διατύπωσε τη Θεωρία των Δύο Εθνών, με δύο αυτόνομα κράτη για τις δύο διαφορετικές θρησκείες. Τον Αύγουστο του 1942, το Εθνικό Κογκρέσο δημιούργησε το κίνημα “Quit India”, ζητώντας το άμεσο τέλος της βρετανικής κυριαρχίας στην Ινδία.
Το τέλος του πολέμου αποτέλεσε καθοριστικό παράγοντα για τον δρόμο προς την ανεξαρτησία. Από τη μία, είχε φτάσει πλέον η εποχή της πλήρους αυτοδιάθεσης των λαών διεθνώς, που σήμανε το τέλος της αποικιοκρατίας. Από την άλλη, η Βρετανία μετρούσε σημαντικές απώλειες, και μάλιστα ετοιμαζόταν να αντιμετωπίσει μια σοβαρή οικονομική ύφεση στο εσωτερικό της. Υπό το κλίμα των συνεχιζόμενων ταραχών στην Ινδία και την πίεση από τον Jinnah για μουσουλμανικό κράτος, οι Βρετανοί αποφάσισαν στις αρχές του 1947 να αποχωρήσουν. Η ανακοίνωσή τους έκανε λόγο για επίσημη μεταφορά της εξουσίας μέχρι τον Ιούνιο του 1948. Το βασικό πρόβλημα που κλήθηκαν να αντιμετωπίσουν ήταν η απόφαση για το εάν θα παραχωρούσαν εν τέλει την ηγεσία της ανεξάρτητης Ινδίας στο Εθνικό Κογκρέσο ή στη Μουσουλμανική Συμμαχία. Από την έναρξη των διαπραγματεύσεων, υπήρχε ξεκάθαρη διαφωνία για το θέμα της διχοτόμησης. Οι συγκρούσεις ινδουιστών και μουσουλμάνων γίνονταν όλο και πιο βίαιες. Με απόφαση του αντιβασιλέα και χωρίς να έχει επιτευχθεί κάποια συμφωνία για το μέλλον του κράτους που επρόκειτο να δημιουργηθεί, οι Βρετανοί αποχώρησαν πολύ νωρίτερα από αυτό που είχαν ανακοινώσει.
Τον Ιούνιο του 1947, τα δύο μέλη συμφώνησαν τη διχοτόμηση του κράτους σύμφωνα με τα θρησκευτικά όρια που ήδη υπήρχαν, κι έτσι οι περιοχές των ινδουιστών και των σιχ εντάχθηκαν στο νέο έθνος της Ινδίας. Οι αντίστοιχες μουσουλμανικές σχημάτισαν το νέο έθνος του Πακιστάν, ενώ οι περιφέρειες της Παντζάμπ και της Βεγγάλης, στις οποίες κατοικούσαν πολλοί μουσουλμάνοι, μοιράστηκαν στα δύο κράτη. Η μεγαλύτερη πλειοψηφία του πληθυσμού δε μετακινήθηκε ως συνέπεια της διχοτόμησης, με εξαίρεση βέβαια τις περιφέρειες που βρίσκονταν στα καινούργια σύνορα. Εκεί η ανταλλαγή του πληθυσμού συντελέστηκε με αιματηρό τρόπο, που επέφερε τον θάνατο σχεδόν 1,5 εκατομμύριου ανθρώπων κατά τη μετακίνηση. Εν τέλει, στις 14 Αυγούστου ιδρύεται επίσημα το Πακιστάν με Πρωθυπουργό τον εμπνευστή του, Muhammad Ali Jinnah, και μια ημέρα αργότερα ιδρύεται η Ινδία, με Πρωθυπουργό τον Jawaharlal Nehru.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Καθημερινή, Η ανεξαρτησία της Ινδίας. Διαθέσιμο εδώ
- The History Press, India from Queen Victoria’s time to independence. Διαθέσιμο εδώ