Της Μυρτώς Μανωλούδη,
«Τρέμοντας ανοίγω τα μάτια μου και κοιτάζω τα χέρια μου για να σιγουρευτώ αν τα νύχια και τα δόντια μου είναι ακόμα μαλακά… Τι πράγμα θέλει να τρυπήσει, κι ολόκληρο το σώμα μου γίνεται τόσο κοφτερό;»
Η Χαν Γκανγκ στο βιβλίο της Η χορτοφάγος μας παρουσιάζει τη ΓιόνγκΧιε και τον σύζυγό της, που είναι δύο κανονικοί, ελαφρώς βαρετοί άνθρωποι. Εκείνος, δουλοπρεπής και χωρίς καμία φιλοδοξία. Εκείνη, μονότονη και απλοϊκή. Ξαφνικά, η πλήξη της κοινής ζωής τους ανατρέπεται, όταν η ΓιόνγκΧιε αποφασίζει μια μέρα να μην ξαναφάει κρέας. Μια μικρή, απλή πράξη ανεξαρτησίας. Μια παθητική αντίσταση. Η σοκαριστική ιστορία της Χαν Γκανγκ διαδραματίζεται σε τρεις πράξεις, όλες τους από τρεις διαφορετικές οπτικές γωνίες κοντινών προσώπων της πρωταγωνίστριας.
Η ασυνήθιστη μεταμόρφωση που βιώνει η ΓιόνγκΧιε θα προσπαθήσει σθεναρά να γκρεμίσει τις καταπιεστικές αντιλήψεις που φυλακίζουν το γυναικείο σώμα. Η δε αποχή της από τη βία θα υπάρξει η ηχηρή διαμαρτυρία της. Οι πράξεις και σκέψεις της είναι τόσο ανθρώπινες, που ο καθένας μπορεί να ταυτιστεί μαζί τους. Το τεράστιο φορτίο πόνου που κουβαλάει φαίνεται φυσιολογικό και ταυτόχρονα ανατριχιαστικό, σε βαθμό που κάνει τον αναγνώστη να διερωτηθεί αν η κοινωνία μας είναι αθώα και άξια βοηθείας ή βαθιά άρρωστη και διαταραγμένη. Είναι η ίδια η ύπαρξή μας δεμένη με τη βία που μας περιτριγυρίζει;
Παρουσιάζονται πλήρως και με απόλυτη σαφήνεια οι μισογυνιστικές κοινωνικές δομές, οι οποίες καταδικάζουν τη γυναίκα, πολύ, μάλιστα, πριν από τη γέννησή της. Ο μισογυνισμός παίρνει τη μορφή κατανάλωσης του παράταιρου. Η επανάσταση σε αυτό το ασφυκτικό καθεστώς θα εμφανιστεί με μια, φαινομενικά, παθητική στάση. Το πρώτο ντόμινο των γεγονότων, ωστόσο, έχει ήδη πέσει. Αυτά τα δεσμά, σφυρηλατημένα με μεγάλη φροντίδα, επιτρέπουν την ύπαρξη του γυναικείου φύλου αποκλειστικά μέσω της αντίληψής του από τρίτους, όχι ως κάτι αυτόνομο. Το περίφημο «αντρικό βλέμμα» εκτίθεται με σπουδαία διορατικότητα μέσω δύο διαφορετικών ανδρών-αφηγητών. Στο τρίτο μέρος, βλέπουμε την οπτική γωνία της αδερφής της πρωταγωνίστριας, ΊνΧιε, η οποία είναι βαθιά επηρεασμένη από την πατριαρχική κοινωνία στην οποία ζει και επομένως, πλήρως διαμορφωμένη από αυτήν. H έντονη επίδραση που έχει σε εκείνη θα φανεί στο τέλος του διηγήματος, που η αφήγηση υπαινίσσεται πως η μοίρα της ευγενικής ΊνΧιε θα είναι, μάλλον, παρόμοια με αυτή της αδερφής της.
Το θέμα της βίας του ιατρικού συστήματος και των ανισοτήτων εξουσίας μέσα σε αυτό δεν ξεφεύγει από τη σιωπηλή κριτική της αφήγησης. Ιατρικοί υπεύθυνοι, χωρίς κανέναν έλεγχο, μετατρέπονται στους «θεούς» του νοσοκομείου. Εξάλλου, ένα μεγάλο ποσοστό κακοποιών διαλέγουν επαγγέλματα στον τομέα υγείας. Αυτό συμβαίνει για κάποιο λόγο, όχι; Τέτοιου είδους φαινόμενα γίνονται εντονότερα σε μια ψυχιατρική κλινική, αφού τα ταμπού και το στίγμα που περιτριγυρίζει τις ψυχικές ασθένειες επιτρέπει την περαιτέρω εκμετάλλευση, κακομεταχείριση και κακοποίηση των ψυχικά άρρωστων ασθενών. Ως αποτέλεσμα, συγγενείς και κοντινά πρόσωπα καταλήγουν, με ή χωρίς επίγνωση, να αφήνουν τους αγαπημένους τους στο έλεος των υπεύθυνων γιατρών και νοσοκόμων.
Ο τρόμος είναι βαθιά ριζωμένος στην αφήγηση, που μοιάζει δικαιολογημένος. Η αλήθεια που εμφανίζεται από αυτόν είναι μετωπική και αποτρόπαια, μα εξαγνίζει με την αποκρουστικότητά της. Είναι καλά, τελικά, η ΓιόνγκΧιε; Βελτιώνεται; Το τέλος της ιστορίας είναι απότομο, ωμό, ψυχρό και, θα μπορούσε να θεωρηθεί από τους αισιόδοξους, κάπως γλυκόπικρο. Ελπίζω τουλάχιστον να βρήκε γαλήνη.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ