20.2 C
Athens
Σάββατο, 23 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΕυρώπηΤο πάγωμα των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Αλβανίας και της Βόρειας Μακεδονίας στην...

Το πάγωμα των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Αλβανίας και της Βόρειας Μακεδονίας στην Ε.Ε.


Της Πηνελόπης Ανυφαντή,

Η ένταξη ενός κράτους στην Ευρωπαϊκή Ένωση υπόκειται σε μια σειρά προϋποθέσεων, γνωστών και ως Κριτήρια της Κοπεγχάγης. Οι διατυπώσεις αυτές διαμορφώθηκαν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Κοπεγχάγης το 1993 και αργότερα εμπλουτίστηκαν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Μαδρίτης. Τα κριτήρια συνοψίζονται στον σεβασμό προς τους δημοκρατικούς θεσμούς και το κράτος δικαίου, στη διαμόρφωση μιας φιλελεύθερης και ανταγωνιστικής οικονομικής πολιτικής, αλλά και στον σεβασμό του λεγόμενου ευρωπαϊκού «κεκτημένου». Το τελευταίο συνίσταται στην υιοθέτηση των ιδρυτικών Συνθηκών, στην ενσωμάτωση της νομολογίας του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και των κοινών ευρωπαϊκών αρχών και αξιών στο εσωτερικό της έννομης τάξης που επιθυμεί να ενταχθεί στην ευρωπαϊκή οικογένεια.

Τις τελευταίες ημέρες, συζητείται έντονα η αποτυχία των ευρωπαϊκών θεσμών να ολοκληρώσουν επιτυχώς τις διαδικασίες ένταξης στην Ε.Ε. δύο μικρών βαλκανικών χωρών, της Αλβανίας και της Βόρειας Μακεδονίας. Οι Ευρωπαίοι ηγέτες κάνουν λόγο για «ιστορικό σφάλμα», με τον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, Ντόναλντ Τουσκ, να υπογραμμίζει πως οι εν λόγω χώρες είχαν υποβληθεί και ανταποκριθεί στην προβλεπόμενη διαδικασία, γεγονός που διαπίστωσε και η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν στην σχετική επιστολή που συνέταξε. Ωστόσο, τα κράτη μέλη της Ε.Ε. ήταν εν μέρει απροετοίμαστα για την έναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων. Η σθεναρή αντίσταση προβλήθηκε από την Ολλανδία, τη Δανία και τη Γαλλία, με τις δύο πρώτες να επιθυμούν περισσότερο την ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας, παρά της Αλβανίας.

Στο σημείο αυτό, προτάθηκε από τους διαπραγματευόμενους ηγέτες της Συνόδου Κορυφής, να επιμεριστεί η ενταξιακή πορεία σε δύο διαφορετικές, ώστε να καταστεί ευκολότερο για τους εκπροσώπους της Ολλανδίας και της Δανίας να υπερψηφίσουν την υποψηφιότητα της Βόρειας Μακεδονίας. Η τελευταία, άλλωστε, έχει σημειώσει σημαντικά βήματα, προχωρώντας σε εσωτερικές αναδιαρθρώσεις και θεσμικές αναθεωρήσεις, αποδεικνύοντας πως είναι πρόθυμη και έτοιμη να αναλάβει τις ευθύνες του ενταξιακού εγχειρήματος.

Οι έντονες αντιδράσεις του Γάλλου Προέδρου, οι οποίες ερείδονται στο επιχείρημα της βελτίωσης της προβλεπόμενης διαδικασίας ένταξης, αλλά και στη χρονική ακαταλληλότητα της εν λόγω διαδικασίας, δεδομένων των πολύπλευρων προκλήσεων που καλείται να αντιμετωπίσει η Ε.Ε., αποτέλεσαν το κυριότερο πρόσκομμα της συζήτησης, που έλαβε χώρα την προηγούμενη εβδομάδα. Πολιτικοί αναλυτές μιλούν για κλονισμό και υπονόμευση της ευρωπαϊκής αξιοπιστίας στο παγκόσμιο πολιτικό γίγνεσθαι, λαμβάνοντας υπόψη τις διχαστικές τάσεις που εμφορούνται κυρίως από εθνικές πολιτικές κατευθύνσεις και στερεοτυπικές πεποιθήσεις και αποκρυσταλλώνονται στη σθεναρή άρνηση της γαλλικής πρωτίστως, αλλά και της ολλανδικής και της δανικής πλευράς. Το σημαντικότερο βήμα για την άμβλυνση της αρνητικής στάσης της Γαλλίας απέναντι στην Αλβανία κυρίως, θα μπορούσε να είναι η ενίσχυση της θέσης του κράτους δικαίου και η βελτίωση των εσωτερικών δομών της, ώστε η Γαλλία να αρχίσει να πείθεται για τη δυνατότητα της Αλβανίας να ανταποκριθεί στις νέες προκλήσεις.

Εν κατακλείδι, σε μία Ευρώπη που βάλλεται πανταχόθεν, τόσο εξωτερικά όσο και εσωτερικά, η ένταξη νέων κρατών μελών και μάλιστα με τόσο επιβαρυμένο κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά παρελθόν, δεν είναι εύκολο να γίνει δεκτή δίχως προστριβές και δυσαρέσκεια. Η ομοφωνία σπάνια επιτυγχάνεται ακόμα και σε εποχές πολιτικής ομαλότητας. Εν τέλει, η έξοδος του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ε.Ε. και η επίπονη διαδικασία που ακολούθησε τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος, η κρίση του κράτους δικαίου στην Πολωνία και την Ουγγαρία, η άνοδος στην εξουσία πολιτικών κομμάτων που διαπνέονται από ευρώ-σκεπτικιστικές και ακραίες αντιλήψεις, αλλά και η κρίση της Ευρωζώνης που φέρει στο προσκήνιο συζητήσεις για την αναβάθμιση της έννοιας της οικονομικής ένωσης, δημιουργούν εύλογες αμφιβολίες για την ανθεκτικότητα του ευρωπαϊκού μηχανισμού σε μία ενδεχόμενη διεύρυνση.


Πηνελόπη Ανυφαντή

Είναι φοιτήτρια στη Νομική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Έχει λάβει μέρος σε σεμινάρια, ημερίδες καθώς και προσομοιώσεις λειτουργίας θεσμικών οργάνων της ΕΕ τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Μιλάει αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά και έχει ολοκληρώσει ένα εξάμηνο φοίτησης στο Λουξεμβούργο στο πλαίσιο του προγράμματος Erasmus. Ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για το δημόσιο και ευρωπαϊκό δίκαιο, αγαπάει τα βιβλία και την ποίηση και της αρέσει πολύ να ταξιδεύει.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ