Της Ευστρατίας Γούδα,
«Έχε γεια καημένε κόσμε, έχε γεια γλυκιά ζωή. Έχετε γεια βρυσούλες, λόγγοι, βουνά, ραχούλες. Έχετε γεια βρυσούλες κι εσείς σουλιωτοπούλες. Στη στεριά δε ζει το ψάρι, ούτε ανθός στην αμμουδιά κι οι σουλιώτισσες δε ζούνε δίχως την ελευθεριά. Έχετε γεια βρυσούλες, λόγγοι, βουνά, ραχούλες. Έχετε γεια βρυσούλες κι εσείς σουλιωτοπούλες». Οι στίχοι αυτοί του δημοτικού τραγουδιού μας ταξιδεύουν σε μια ορεινή, άγρια, ιστορική περιοχή της κεντρικής Ηπείρου, το Σούλι, φέρνοντας στο μυαλό μας τα ηρωικά βήματα γυναικών σε απόκρημνους ψηλούς βράχους τον Δεκέμβριο του 1803. Πρόκειται για τις γνωστές σε όλη την Ελλάδα Σουλιώτισσες. Γιατί όμως αυτές οι γυναίκες χαράχθηκαν ανεξίτηλα στην ιστορία και έμειναν για πάντα αθάνατες στη μνήμη μας;
Όταν αναφερόμαστε στις Σουλιώτισσες θα πρέπει να γνωρίζουμε ότι η θέση αυτών των γυναικών στο περήφανο και αδούλωτο Σούλι ήταν διαφορετική από ό,τι των άλλων γυναικών στην υπόλοιπη Ελλάδα. Στο σπίτι οι Σουλιώτισσες ήταν οι αδιαμφισβήτητες αφέντρες. Οι άντρες τις σεβόντουσαν και πολύ συχνά ζητούσαν τη γνώμη τους, ιδιαίτερα σε κρίσιμες περιστάσεις. Οι σεβαστότερες από αυτές αναλάμβαναν τον ρόλο του διαιτητή σε διαμάχες μεταξύ των ανδρών, ενώ οι άνδρες δεν ανακατεύονταν σε γυναικείους καβγάδες. Κάποιες καπετάνισσες έπαιρναν μέρος στα στρατιωτικά συμβούλια, όπου οι γνώμες τους υπολογίζονταν όσο και των καπεταναίων. Ζωντανεύοντας το ήθος της αρχαίας Σπαρτιάτισσας, γαλουχημένες στη σκληρή εποχή της οθωμανικής κατοχής, με τον νόμο του καθήκοντος και τα ιδανικά της ελευθερίας, της αγάπης στην υψηλή έννοια της Πατρίδας, στάθηκαν πάντοτε δίπλα στον αγωνιστή άνδρα, πιστοί σύντροφοι στο σπαθί και στο ντουφέκι και αγωνίστηκαν ισάξια με αυτούς, όταν έφθασε η ώρα της Επανάστασης.
Οι Σουλιώτισσες, πέρα από το νοικοκυριό, έπαιρναν όλες μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις, όπου ο ρόλος τους ήταν σε πρώτη φάση εφεδρικός και βοηθητικός, όταν όμως οι περιστάσεις το απαιτούσαν, οι γυναικείες εφεδρείες ρίχνονταν στη μάχη, άλλοτε κατρακυλώντας βράχους πάνω στον εχθρό, άλλοτε περιβρέχοντάς τον με καυτά βόλια και άλλοτε ορμώντας μπροστά με το σπαθί στο χέρι. Μάλιστα, η Ελληνίδα δημοσιογράφος και φεμινίστρια Καλλιρρόη Παρρέν αναφέρει χαρακτηριστικά: «Στο Σούλι, η γυνή δεν εκλείετο εις γυναικωνίτην, αλλ’ ούτε εθεωρείτο ασθενεστέρα του ανδρός ύπαρξις. Ήτο η σύντροφος, η συνεργάτις, η σύμμαχος του ήρωος ανδρός. Ο της ελευθερίας τον θρόνον εις τα απρόσιτα όρη της πατρίδος του υψώσας Σουλιώτης, έδωκε μόνος το όπλον εις την χείρα της συζύγου και της θυγατρός του και την έταξεν ως άγγελον φύλακα προ του θρόνου αυτής».
Μια ολόκληρη ζωή σαν και αυτή που διήγαγαν οι Σουλιώτισσες δεν ήταν δυνατόν να ατιμαστεί. Προτιμότερο θα ήταν να έχουν έναν έντιμο, ηρωικό θάνατο ή έστω και μια ώρα ελεύθερη ζωή παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή. Ήδη από τον 18ο αιώνα, οι κάτοικοι του Σουλίου βρέθηκαν στο στόχαστρο του Σουλτάνου και της τοπικής οθωμανικής αριστοκρατίας. Τα όσα επακολούθησαν είναι ένα πολυσέλιδο βιβλίο με περιγραφές από καθημερινές μάχες με απίστευτες «αποκοτιές», με στερήσεις ακόμη και την αναγκαία διατροφή, με πρωτοφανές σθένος γυναικών και την πεισματική απόφαση να υπερασπίσουν έως θανάτου τα αιματοβαμμένα βράχια και την πατρίδα τους.
Ωστόσο, μετά από τρείς πολεμικές επιχειρήσεις του Αλή Πασά εναντίον των Σουλιωτών, ο Δεκέμβρης του 1803 ήταν ο μήνας που σημάδεψε το Σούλι. Ήδη στις αρχές του 1803, η κατάσταση των πολιορκημένων είχε γίνει δύσκολη, καθώς άρχισαν να λείπουν οι τροφές και τα πολεμοφόδια. Επιπλέον, για να διασπάσει τους αντιπάλους του, έστειλε στο Σούλι τον Κίτσο Μπότσαρη που είχε έρθει με το μέρος του, με προτάσεις ειρήνης και με τον όρο να γίνει ο τελευταίος αρχηγός στη θέση του Φώτου Τζαβέλλα. Η πονηρή τακτική του Αλή είχε ως αποτέλεσμα όχι μόνο να αποτύχουν οι διαπραγματεύσεις αλλά να αρχίσουν διαμάχες μεταξύ των Σουλιωτών. Με αποτέλεσμα να φύγουν θυμωμένοι από το Σούλι και ο Μπότσαρης και ο Τζαβέλλας. Έτσι, το Σούλι έχασε τους δύο πιο ικανούς πολέμαρχούς του. Μετά, λοιπόν, και την προδοσία του Πήλιου Γούση, ο Αλή κατέλαβε το Αβαρίκο, κυκλώνοντας τους Σουλιώτες, φέρνοντάς τους σε τραγική θέση. 100 οικογένειες που είχαν καταφύγει στο Ζάλογγο βρέθηκαν πολιορκημένες. Ένα μέρος τους, με αρχηγό τον Κίτσο Μπότσαρη, κατάφερε να ξεφύγει.
Η μοίρα των υπόλοιπων ανδρών ήταν μια, ο θάνατος. Oι Σουλιώτισσες θα μπορούσαν να ζήσουν. Δε θα ήταν όμως ελεύθερες, αλλά σκλάβες. Και οι Σουλιώτισσες δε ζούνε μέσα στη μαύρη σκλαβιά. Είναι περήφανες και ελεύθερες. Έτσι, βρισκόμενες ανάμεσα στη σκλαβιά και τον θάνατο, επιλέγουν το δεύτερο. Ο θάνατος αυτός δεν τις λυπεί καθόλου, ούτε τις φοβίζει, αντίθετα γεμίζει με χαρά τις ανδρείες καρδιές τους, τόσο πολύ που, πιασμένες χέρι-χέρι, αρχίζουν να χορεύουν και να τραγουδούν καθώς η μια μετά την άλλη αποχαιρετούν τη ζωή και πέφτουν από το γκρεμό μαζί με τα παιδιά τους, άλλες κρατώντας τα από το χέρι και άλλες έχοντάς τα ακόμη μέσα στην κοιλιά τους, βάφοντας με το αίμα τους τη γη της γλυκιάς πατρίδας. Το γεγονός αυτό έμεινε στην ιστορία γνωστό ως ο Χορός του Ζαλόγγου. Oι λεπτομέρειες για τον αριθμό των γυναικών ποικίλλουν. Κάποιες πηγές αναφέρονται σε 100 Σουλιώτισσες, άλλες σε 56 και άλλες σε 22.
Η πράξη αυτή προκάλεσε μεγάλη εντύπωση, τόσο σε ελληνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο και πολλοί ήταν αυτοί που ασχολήθηκαν μαζί της και την κατέγραψαν, ανάμεσα τους ο Γάλλος περιηγητής Φρανσουά Πουκεβίλ, ο Άγγλος στρατιωτικός, περιηγητής και αρχαιολόγος Ουίλιαμ Μάρτιν Ληκ, ο Γάλλος ιστορικός, ακαδημαϊκός και φιλέλληνας Κλωντ Φωριέλ, ο Ιμπραήμ Μανζούρ εφέντης, αξιωματικός του μηχανικού στις υπηρεσίες του Αλή πασά Τεπελενλή, ο Χριστόφορος Περραιβός, o Συριανός λόγιος και ιστορικός Περικλής Ζερλέντης και ο πρώσος περιηγητής και διπλωμάτης Ιάκωβος Μπαρτόλντυ που έτυχε την εποχή εκείνη (1803-1804) να βρίσκεται στα Ιωάννινα.
Αν και όλοι γνωρίζουμε για τον ένδοξο αυτό χορό, υπήρξαν ορισμένοι μελετητές που το αμφισβήτησαν. Ο Αλέξης Πολίτης απορρίπτει τον θρύλο για το τραγούδι και τον χορό των γυναικών που έπεσαν στο Ζάλογγο. Εξετάζοντας τις διαθέσιμες ελληνικές και ξένες πηγές για το γεγονός, διαπιστώνει πως το περιστατικό σαφώς και έχει ιστορικό πυρήνα, διανθίστηκε όμως από τους μεταγενέστερους με λεπτομέρειες από φήμες τις οποίες είχαν ακούσει, χωρίς να τις ελέγξουν αυστηρά. Ο ίδιος, ερευνώντας το δημοτικό τραγούδι «Έχε γειά καημένε κόσμε», καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δεν είναι βέβαιης γνησιότητας και η πρωιμότερη καταγραφή του είναι από το 1908, δηλαδή σχεδόν 100 χρόνια μετά την αυτοθυσία των γυναικών του Σουλίου. Ακόμη, η σύγχρονη ιστορικός Μαρία Ρεπούση εξέφρασε αντιρρήσεις σχετικά με τον χορό, υποστηρίζοντας ότι μέσα στην ιστορική του διαδρομή κάθε λαός δημιουργεί διάφορους εθνικούς μύθους, οι οποίοι χρειάζονται για εθνικοπατριωτικούς λόγους. Όπως και να έχει, κανείς δεν αμφισβητεί την πτώση των γυναικών από το γκρεμό. Και είτε υπήρξε είτε δεν υπήρξε χορός, η πράξη αυτή έμεινε στην ιστορία σαν πράξη αυτοθυσίας και ηρωισμού, μην αφήνοντας περιθώρια αμφισβήτησης όσον αφορά την αγάπη τους για την πατρίδα και το ήθος αυτών των γυναικών.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Arxeion-politismou.gr, Έτσι πολεμούσαν οι Σουλιώτες και οι Σουλιώτισσες!, Διαθέσιμο εδώ
- Choratouaxoritou.gr, Δεκέμβριος 1803: Οι Σουλιώτισσες χορεύουν το χορό του Ζαλόγγου και ο ηγούμενος Σαμουήλ ανατινάζει το Κούγκι. Διαθέσιμο εδώ
- Prevezanews.gr, Σουλιώτισσες. Διαθέσιμο εδώ
- Karatzova.com, Οι άγνωστες γυναίκες της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Διαθέσιμο εδώ
- Epirus-tv-news.gr, Μνημείο του Ζαλόγγου … 410 σκαλοπάτια έως τις πέτρινες Σουλιώτισσες… Διαθέσιμο εδώ
- Mixanitouxronou.gr, Υπήρξε ο Χορός του Ζαλόγγου; Η θυσία των γυναικών του Σουλίου για να μην πέσουν στα χέρια του Αλή Πασά. Η ιστορική έρευνα. Διαθέσιμο εδώ