Της Μυρτώς Μανωλούδη,
«Άσε την ιστορία να σε αποπλανήσει, όπως αποπλανήθηκα και εγώ».
Τη δεκαετία του ’70, ο Λούι ντε Πόιντ ντου Λακ (Louis de Pointe du Lac) αποφασίζει να διηγηθεί την ιστορία της ζωής του στον νεαρό δημοσιογράφο Ντάνιελ Μολόι (Daniel Molloy), από την εποχή που ήταν ακόμα θνητός, μέχρι και τα χρόνια του ως βαμπίρ. Δίνεται ιδιαίτερη βάση στη σχέση του με τον βρικόλακα Λεστάτ και το παιδί-βρικόλακα που υιοθετούν αργότερα, τη Κλόντια. Κάπως έτσι, ξεκινάει αυτή η επική ιστορία, γεμάτη αίμα, αγάπη και τους κινδύνους της αθανασίας, βασισμένη στα εμβληματικά βιβλία της Αν Ράις (Anne Rice). Για να κατανοηθεί, ωστόσο, καλύτερα το θέμα της, θα αποθέσω εδώ τα λόγια του Jacob Anderson, ο οποίος υποδύεται τον Λούι και υποστήριξε σε μια του συνέντευξη πως το θέμα της σειράς είναι ουσιαστικά «ένα παντρεμένο ζευγάρι που κοπανάει πόρτες ο ένας στον άλλον».
Η επαναδημιουργία του AMC είναι αδιάντροπα, κραυγαλέα queer, χωρίς διάθεση απολογίας για αυτό, έχοντας πια τη δυνατότητα να εκφραστεί ελεύθερα, σε αντίθεση με την ταινία-συνονόματή της, που ήταν περιορισμένη από την οπισθοδρομικότητα της εποχής της. Έχει προστεθεί, επίσης, μια δεύτερη συνέντευξη κάπου στο 2020, πάλι μεταξύ των ίδιων χαρακτήρων. (Συναρπαστική και τολμηρή αλλαγή, αν και διεγείρει μερικά ερωτήματα σχετικά με το χρονοδιάγραμμα της αρχικής ιστορίας).
Σε αυτή τη δεύτερη συνέντευξη, ο Λούι περιγράφει το παρελθόν του με έναν τρόπο τελείως διαφορετικό. Ο Ντάνιελ, τώρα πολύ μεγαλύτερος σε ηλικία, επικρίνει, (δικαιολογημένα) για αυτό, τον Λούι σε πολλές περιπτώσεις, μα εκείνος αρνείται πεισματικά να εξηγήσει τι συνέβη στο διάστημα μεταξύ των δύο συνεντεύξεων που τον έκανε να επέλθει σε μια τέτοια ριζική αλλαγή γνώμης και στάσης. Αυτή τη φορά, όμως, ο Ντάνιελ, εξουθενωμένος από το βάρος των γηρατειών και της απειλής του Πάρκινσον, είναι αποφασισμένος να μάθει την «αληθινή» τροπή των γεγονότων, κατακρίνοντας και αμφισβητώντας οτιδήποτε ακούει.
Βέβαια, θα δυσκολευτεί αρκετά, μιας και τουλάχιστον τρεις παρουσίες προσπαθούν να ασκήσουν πίεση στην αφήγηση: ο Λούι της πρώτης συνέντευξης, με τις κασέτες ως απόδειξη της ύπαρξής του, ο Λούι του παρόντος, απαντώντας αινιγματικά ή και καθόλου σε ορισμένες ερωτήσεις, και η Κλόντια, ή μάλλον, τα ημερολόγιά της. Ακόμα και ο Ρασίντ (Rashid) (άνθρωπος; Βρικόλακας; Είναι, μήπως, ο βρικόλακας Αρμάντ; –όσοι ξέρουν, ξέρουν), μέλος του υπηρετικού προσωπικού του Λούι, δεν διστάζει να προσφέρει απλόχερα τα σχόλιά του και να υπερασπιστεί σθεναρά το αφεντικό του.
Δεν υπάρχει μόνο μία αντικειμενική, «αληθινή», εκδοχή της ιστορίας. Στην πραγματικότητα, υπάρχουν πολλές, διαφορετικές εκδοχές της, έτσι όπως τις διηγούνται διαφορετικοί χαρακτήρες της αφήγησης. Και κανένας αφηγητής δεν είναι αξιόπιστος. Ούτε ο Λούι, κάτι που έχει διαπιστωθεί από την αρχή, και όχι μόνο από το γεγονός ότι εξιστορεί την ιστορία για δεύτερη φορά, με τρόπο απίστευτα απομακρυσμένο από αυτόν της συνέντευξης του ’70. Στο έτος 2020, όπου θα ειπωθεί η «πραγματική» ιστορία, με «σαφήνεια», «ειλικρίνεια», κλπ, ο κύριος ντου Λακ παραλείπει πολλές λεπτομέρειες. Το τέλος του μονολόγου του Λεστάτ στην εκκλησία, παραδείγματος χάριν, δεν φτάνει ποτέ στα αυτιά του Ντάνιελ ή των θεατών. Δεν είμαστε κατάλληλοι (ή άξιοι) να το ακούσουμε. Αυτό το μέρος της συγκλονιστικής δήλωσης αγάπης θα παραμείνει για πάντα μεταξύ των δύο εραστών.
Η ιστορία αγάπης ανάμεσα στον Λούι και τον Λεστάτ αποδεικνύει, ή ακόμα καλύτερα, φωνάζει, ουρλιάζει ένα πράγμα: η αγάπη δεν είναι λογική. Στη δική τους περίπτωση, είναι μια βαθιά, άγρια εξάρτηση. Μια αγάπη που περιβάλλει και, μερικές φορές, πνίγει. Διαρκής, επιβιώνει από τα πάντα, ακόμα και μετά τους τόσους χωρισμούς και επανενώσεις του ζευγαριού. Κανένας από τους δύο δεν έχει, φαινομενικά, δικαίωμα λόγου σε αυτό. Αντιπροσωπεύουν ο ένας για τον άλλον το ανθρώπινο και το τερατώδες, ταυτόχρονα. (Αυτό δεν είναι οι δυο τους, τελικά; Τέρατα με θραύσματα ανθρωπιάς ραμμένα στη σπουδαία ταπετσαρία τους;).
Μέσα από τη συντριπτική αγάπη και την τρομακτική οικειότητα, δημιουργούν τη δική τους κοσμογονία. Παράλληλα, είναι υποκριτές. Συχνά, μαλώνουν και φέρονται απαίσια ο ένας στον άλλον. Η αγάπη είναι εκεί, παρ’ όλα αυτά. Ο τρόπος που ο Λούι είπε: «Και θα το πω για τρίτη φορά και όχι παραπάνω –είχε τον τρόπο του» με τέτοια λαχτάρα, που η φράση γίνεται σχεδόν απτή, είναι απόδειξη αυτού. Το γεγονός ότι κράτησε την επαγγελματική κάρτα του Λεστάτ σε άψογη κατάσταση μετά από αιώνες είναι απόδειξη. Τελικά, παρά την έντονη αγάπη τους, αποζητάνε διαφορετικά πράγματα. Ο Λούι δυσκολεύεται να κατανοήσει τη θέση του στον κόσμο ως ένας μαύρος, γκέι άντρας, πόσο μάλλον ως ένας μαύρος, γκέι βρικόλακας. Παράλληλα, ο Λεστάτ ψάχνει απεγνωσμένα τη «βαμπιρική ιστορία αγάπης» του. Οι μελλοντικές εξελίξεις στην τηλεοπτική σειρά πρόκειται να είναι, το λιγότερο, συγκλονιστικές (και εμείς οι λάτρες των αρχικών βιβλίων δεν μπορούμε παρά να είμαστε ενθουσιασμένοι). Μα, προς το παρόν, ας αφήσουμε την ιστορία να ξετυλιχθεί μόνη της.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Interview with the Vampire, imdb.com, διαθέσιμο εδώ.
- The Messy, Thrilling Queer Allegory In AMC’s Interview With The Vampire, dailyillinois.com, διαθέσιμο εδώ.