Του Κώστα Νωτούδα,
Είναι λογικό η κάθε κυβέρνηση να θέλει να αφήνει το αποτύπωμά της και να επιδιώκει να μνημονεύεται για το έργο της μετά από χρόνια. Οι μεταρρυθμίσεις πάντα αποτελούν πεδίο αντιπαράθεσης, καθώς τα πολιτικά κόμματα έχουν διαφορετικές απόψεις για μια σειρά θεμάτων, όπως για παράδειγμα η εξωτερική πολιτική, η τοπική αυτοδιοίκηση, η οικονομία κ.α. Στην Ελλάδα, στα χρόνια των μνημονίων έγιναν ουκ ολίγες μεταρρυθμίσεις και μάλιστα κάποιες από αυτές ήταν επιτακτικό να γίνουν. Το 2019, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας είναι η πρώτη μετά από 10 χρόνια που δεν υφίσταται μνημονιακή επιτήρηση, ενώ δεσμεύεται για μια σειρά μεταρρυθμίσεων που θα βοηθήσουν στη χρηστή διοίκηση. Από τις πρώτες αλλαγές που συμβαίνουν είναι η ψήφιση του νομοσχεδίου που αφορά το επιτελικό κράτος.
Το νομοσχέδιο που κατατέθηκε στη βουλή τις πρώτες μέρες της κυβέρνησης αποτελείται από τέσσερα μέρη. Το πρώτο, με τίτλο «Κυβέρνηση και Κυβερνητικά όργανα», συγκεντρώνει και κατηγοριοποιεί διατάξεις που προκύπτουν σήμερα είτε απευθείας από το Σύνταγμα είτε από ειδικούς νόμους. Ως κύρια καινοτομία προβάλλει η δημιουργία δύο κυβερνητικών Συμβουλίων, για την Οικονομική Πολιτική και για την Εθνική Ασφάλεια. Το δεύτερο μέρος αναφέρεται στην «Οργάνωση της Κεντρικής Δημόσιας Διοίκησης», που αποτελείται από την Προεδρία της Δημοκρατίας, την Προεδρία της Κυβέρνησης, τα Υπουργεία και τις αποκεντρωμένες υπηρεσίες τους, τις αποκεντρωμένες διοικήσεις (αυτοδιοίκηση) και τις ανεξάρτητες αρχές.
Οι βασικές καινοτομίες που υπάρχουν εδώ είναι αφενός «η αρχή καλής διακυβέρνησης και χρηστής διοίκησης» –νομιμότητα, διαύγεια και λογοδοσία, αποτελεσματικότητα και αποδοτικότητα, αναγκαιότητα και επικουρικότητα, αξιοκρατία και επαγγελματισμός– και αφετέρου η θέσπιση από «κανόνες καλής νομοθέτησης». Το τρίτο μέρος έχει να κάνει με την «Λειτουργία Επιτελικού κράτους» και τα περί προγραμματισμού, υλοποίησης και αξιολόγησης του κυβερνητικού έργου. Το τέταρτο μέρος αναγράφεται ως «Διαφάνεια και Ακεραιότητα» και θεσμοθετεί διατάξεις για ασυμβίβαστα μελών επιτροπών και δημοσίων υπαλλήλων.
Στα θετικά στοιχεία του νομοσχεδίου μπορούν να συμπεριληφθούν η έμφαση στη διαύγεια και η προσπάθεια να δοθούν περαιτέρω αρμοδιότητες και στην αποκεντρωμένη Διοίκηση και στην ιεραρχία εντός των Υπουργείων για μια σειρά ατομικών διοικητικών πράξεων (π.χ. προκηρύξεις, σύσταση). Ωστόσο, ένα πρόβλημα είναι η υπερφόρτωση του διοικητικού μηχανισμού, έτσι ώστε το «επιτελικό» κράτος να έχει προβλήματα ως προς την ευελιξία και να μην δρα με αναποτελεσματικότητα. Το προτεινόμενο μοντέλο δημόσιας διοίκησης έχει αρκετά Υπουργεία και Γραμματείς (Γενικούς, Ειδικούς, Υπηρεσιακούς) καθώς και ουκ ολίγες επικαλύψεις αρμοδιοτήτων. Όλα αυτά πλήττουν και την ευελιξία και την αποτελεσματικότητα και, τελικά, την «επιτελικότητα». Επιπλέον, η εν λόγω διάρθρωση, ενώ στοχεύει στην αποκέντρωση καθηκόντων, την υπονομεύει δημιουργώντας δυο υπερσυγκεντρωτικές δομές. Αρχικά την Προεδρία της Κυβέρνησης, που ονομάζεται «υπηρεσία». Είναι, όμως, στην πραγματικότητα ένα Υπερ-υπουργείο με έξι Γενικές γραμματείες και πολυπληθές μόνιμο και «πολιτικό» προσωπικό που ασκεί πολιτική παράλληλα, ή σε βάρος, όλων των άλλων φορέων αλλά και την Εθνική Αρχή Διαφάνειας. Η τελευταία συγκεντρώνει τα καθήκοντα των έξι υπαρχόντων ελεγκτικών μηχανισμών, τις εκτείνει στις κρατικές δομές και ενισχύει τον συντονιστικό τους ρόλο, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται πρακτικά προβλήματα.
Ένα άλλο πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει το «επιτελικό κράτος» είναι η καχυποψία των πολιτών αλλά και οι πολιτικές συγκρούσεις, καθώς σε κάθε αστοχία η αντιπολίτευση το επικαλείται ειρωνικά. Η χλεύη και η απαξίωση του «επιτελικού κράτους» εντάσσονται σε έναν από τους εμφυλίους που μαίνονται από συστάσεως του ελληνικού κράτους για σειρά ζητημάτων. Οι εχθροί ενός ενιαίου διοικητικού συστήματος δεν ορίζονται από κομματικά πρόσημα, αλλά από νοοτροπίες. Το «επιτελικό κράτος» είναι από μόνο του στόχος για τη σωστή λειτουργία της δημόσιας διοίκησης. Ωστόσο, αποτυχίες στο κυβερνητικό και κρατικό έργο δείχνουν ότι υπάρχουν αντίπαλοι και εντός των τειχών: παρά τα ρηξικέλευθα σχέδια, τις ψηφιακές υποδομές και τα νέα μέσα διοίκησης, το έργο βρίσκει σε «παραδοσιακές» μορφές εξουσίας, με αναποτελεσματικά σχέδια στα υπουργεία, με υπουργούς και γραμματείς να μην δίνουν την βαρύνουσα σημασία στον συντονισμό και υπηρεσίες να μην επικοινωνούν μεταξύ τους όσο θα έπρεπε.
Καταληκτικά, η δημιουργία του «επιτελικού κράτους» ήταν ένα αναγκαίο και σημαντικό βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Ωστόσο, η αποτελεσματική εφαρμογή του παραμένει το ζητούμενο. Οι αστοχίες που γίνονται δεν πρέπει να επαναλαμβάνονται, ενώ το νομοσχέδιο θα μπορούσε να είναι πιο απλό προκειμένου να περιορίζει την κριτική της αντιπολίτευσης αλλά και τα διάφορα λάθη. Έτσι, μόνο η Ελλάδα μπορεί να αποκτήσει μια σωστή δημόσια διοίκηση, η οποία δεν θα αποτελεί τροχοπέδη για την ανάπτυξή της σε όλους τους τομείς.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Το επιτελικό κράτος και οι εχθροί του, kathimerini.gr, διαθέσιμο εδώ
- Το επιτελικό κράτος: Παράδειγμα προς αποφυγήν η δείγμα καλών προθέσεων;, syntagmawatch.gr, διαθέσιμο εδώ