Του Αντώνη Ντούμα,
Με τον όρο οικονομικά της προσφοράς, γνωστά και ως trickle-down economics, ή όπως συχνά αποκαλούνται στους κόλπους της πολιτικής και της δημοσιογραφίας “reagonomics”, λόγω της πεποίθησης και της εφαρμογής των συγκεκριμένων ιδεών από τον πρώην πρόεδρο των Η.Π.Α. Ronald Reagan (1981-1989), αναφερόμαστε σε ένα σύνολο μακροοικονομικών θεωριών, οι οποίες εστιάζουν στον ρόλο που παίζουν τα φορολογικά κίνητρα στη συμπεριφορά της οικονομίας. Ειδικότερα, τα οικονομικά της προσφοράς δίνουν έμφαση στον επηρεασμό της προσφοράς εργασίας και αγαθών, μέσω της χρήσης φορολογικών περικοπών και περικοπών παροχών ως κίνητρα προκειμένου να αυξηθούν η εργασία και η παραγωγή αγαθών.
Η θεωρία των trickle-down economics εδράζεται πάνω σε τρεις πυλώνες, οι οποίοι είναι η φορολογική πολιτική, η ρυθμιστική πολιτική και η νομισματική πολιτική. Η βασική ιδέα πίσω από αυτή τη θεωρία είναι ότι η αύξηση της παραγωγής, και συνεπώς της προσφοράς, είναι αυτή που οδηγεί σε σταθερή οικονομική ανάπτυξη και ότι η κατανάλωση ή η ζήτηση είναι απλώς μια δευτερεύουσα συνέπεια, σε αντίθεση με τα τα κεϋνσιανά οικονομικά, ή τα οικονομικά από την πλευρά της ζήτησης (demand-side economics), τα οποία προκρίνουν το επίπεδο ζήτησης στην οικονομία ως τον καθοριστικό κινητήριο παράγοντα για την οικονομική ανάπτυξη.
Οι υποστηρικτές των οικονομικών της προσφοράς θεωρούν ότι μία αύξησή της θα οδηγήσει σε μείωση των τιμών και αύξηση της παραγωγής (εικόνα 1). Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τους ίδιους όταν οι εταιρείες προσωρινά «υπερπαράγουν», η άμεση συνέπεια θα είναι η δημιουργία πλεονάζοντος αποθέματος, γεγονός που με τη σειρά του θα προκαλέσει πτώση των τιμών, με τους καταναλωτές να αυξάνουν τις αγορές τους για να αντισταθμίσουν την πλεονάζουσα προσφορά. Αυτό ουσιαστικά συνδέεται με την πεποίθηση για μια κάθετη (ή σχεδόν κάθετη) καμπύλη προσφοράς (εικόνα 2).
Από την παραπάνω υπόθεση απορρέουν οι τρεις πυλώνες των οικονομικών από την πλευρά της προσφοράς (supply-side economics). Αναφορικά με τη φορολογική πολιτική, οι υποστηρικτές της θεωρίας ισχυρίζονται ότι οι χαμηλοί φορολογικοί συντελεστές θα λειτουργήσουν ευμενώς για την οικονομία, αφού οι χαμηλότεροι εταιρικοί φόροι στις μεγάλες επιχειρήσεις θα εξασφαλίσουν για αυτές περισσότερα χρήματα προκειμένου να προσλάβουν εργαζομένους, να επενδύσουν σε κεφαλαιουχικό εξοπλισμό, καθώς επίσης και να παράγουν περισσότερα αγαθά και υπηρεσίες. Από αυτή την άποψη προέρχεται και ο όρος trickle-down economics, καθώς οι φορολογικές ελαφρύνσεις και τα οφέλη για τις εταιρείες και τους πλούσιους θα «κατρακυλήσουν» και τελικά θα τους ωφελήσουν όλους. Παράλληλα, ο χαμηλότερος φορολογικός συντελεστής εισοδήματος θα αφήσει περισσότερα διαθέσιμα χρήματα στους καταναλωτές, οι οποίοι με τη σειρά τους θα αυξήσουν τη ζήτηση των αγαθών και υπηρεσιών τονώνοντας έτσι τη συνολική οικονομία. Επιπλέον, η τελευταία μείωση αναμένεται να οδηγήσει σε αύξηση των ανθρώπων που αναζητούν εργασία, δεδομένου ότι η απόφαση του ατόμου να διαθέσει μια μονάδα χρόνου είτε στην εργασία είτε στον ελεύθερο χρόνο εξαρτάται εν πολλοίς από το τρέχον εισόδημα, το οποίο θα αυξηθεί με τη μείωση του φόρου εισοδήματος.
Εις ό,τι αφορά το ζήτημα της ρυθμιστικής πολιτικής, εδώ οι θιασώτες των reagonomics συμφωνούν με τους κλασσικούς οικονομολόγους ως προς τη μείωση της κρατικής παρέμβασης και την απελευθέρωση της αγοράς. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η κυβέρνηση μπορεί να βοηθήσει προσωρινά μέσω των κρατικών δαπανών, η ζήτηση που θα προκληθεί δεν είναι σε θέση να αποτρέψει μια ύφεση ή να έχει βιώσιμο αντίκτυπο στην ανάπτυξη, αφού οι μεγάλες κρατικές δαπάνες συχνά οδηγούν σε έλλειμμα και τελικά σε εκτόπιση του ιδιωτικού τομέα.
Ο τρίτος πυλώνας αφορά τη νομισματική πολιτική, εκεί που οι οικονομολόγοι της πλευράς της προσφοράς δεν πιστεύουν ότι η πολιτική της Κεντρικής Τράπεζας μπορεί να δημιουργήσει αξία.
Η κυριότερη και η πλέον διάσημη θεωρία στην οποία στηρίζονται τα trickle-down economics είναι η καμπύλη Laffer, η οποία προτάθηκε από τον Αμερικανό οικονομολόγο Arthur Laffer το 1974 και εφαρμόστηκε κατά την περίοδο διακυβέρνησης του προέδρου Ronald Reagan. Ο Laffer γεννήθηκε στο Youngstown του Ohio το 1940 και μεγάλωσε στην περιοχή του Cleveland. Αποφοίτησε από το λύκειο (University School) του Cleveland το 1958, απέκτησε πτυχίο στα οικονομικά από το Πανεπιστήμιο Yale (1963) και Μ.Β.Α. (1965) καθώς και ένα Ph.D. στα οικονομικά (1972) από το Πανεπιστήμιο του Stanford. Ο Laffer ήταν Αναπληρωτής Καθηγητής Οικονομικών Επιχειρήσεων στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο από το 1970 έως το 1976 και μέλος της σχολής του Σικάγο από το 1967 έως το 1976. Από το 1976 έως το 1984 κατείχε την ιδιότητα του Charles B. Thornton Professor of Business Economics στο University of Southern California School of Business. Κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης Reagan υπηρέτησε ως μέλος της Συμβουλευτικής Επιτροπής Οικονομικής Πολιτικής.
Η καμπύλη Laffer δείχνει τη σχέση μεταξύ των φορολογικών συντελεστών και των συνολικών φορολογικών εσόδων. Πιο συγκεκριμένα, αποτελεί μια ανάλυση καμπύλης καμπάνας που απεικονίζει τη σχέση μεταξύ των αλλαγών στον φορολογικό συντελεστή της κυβέρνησης και των φορολογικών εσόδων. Ξεκινώντας από έναν μηδενικό φορολογικό συντελεστή, οι αυξήσεις στους φορολογικούς συντελεστές θα αυξήσουν τα φορολογικά έσοδα της κυβέρνησης, ωστόσο, πέρα από ένα σημείο, όταν οι συντελεστές γίνουν αρκετά υψηλοί, περαιτέρω αυξήσεις στους φορολογικούς συντελεστές θα μειώσουν τα έσοδα. Αυτό συμβαίνει επειδή οι υψηλότεροι φορολογικοί συντελεστές λειτουργούν ως ισχυρά αντικίνητρα για την απόκτηση ή τη δήλωση φορολογητέου εισοδήματος. Συνεπώς, οι περικοπές στους οριακούς φορολογικούς συντελεστές θα μπορούσαν να αυξήσουν τα φορολογικά έσοδα.
Στην πάνω εικόνα, τα φορολογικά έσοδα φτάνουν σε ένα βέλτιστο σημείο, που αντιπροσωπεύεται από το T* στο γράφημα. Στα αριστερά του T*, μια αύξηση του φορολογικού συντελεστή αυξάνει τα έσοδα από αυτά που χάνονται λόγω της αντιστάθμισης της συμπεριφοράς των εργαζομένων και των επενδυτών. Ωστόσο, οι αυξανόμενοι συντελεστές πέρα από το T* κάνουν τους ανθρώπους να μην εργάζονται τόσο πολύ ή καθόλου, μειώνοντας έτσι τα συνολικά φορολογικά έσοδα. Εάν ο τρέχων φορολογικός συντελεστής είναι στα δεξιά του T*, η μείωση του φορολογικού συντελεστή θα τονώσει την οικονομική ανάπτυξη αυξάνοντας τα κίνητρα για εργασία και επενδύσεις και συνακόλουθα, αυξάνοντας τα δημόσια έσοδα.
Θεωρίες των οικονομικών της προσφοράς δοκιμάστηκαν κυρίως επί Reagan και Bush στις Η.Π.Α., από τη Margaret Thatcher στη Μεγάλη Βρετανία, καθώς και σε χώρες της νοτιοανατολικής Ασίας. Σύμφωνα με μια μελέτη του 1996, από το Ινστιτούτο Cato, σε 8 από τις 10 βασικές οικονομικές μεταβλητές που εξετάστηκαν, η αμερικανική οικονομία είχε καλύτερες επιδόσεις κατά τα χρόνια του Reagan από ό,τι τις περιόδους πριν και μετά από αυτόν. Η μελέτη υποστήριξε ότι το πραγματικό μεσαίο οικογενειακό εισόδημα αυξήθηκε κατά $4.000 κατά τη διάρκεια των 8 ετών (1981-1989) και παρουσίασε απώλεια σχεδόν $1.500 στα χρόνια μετά τον Reagan. Τα επιτόκια, ο πληθωρισμός και η ανεργία μειώθηκαν ταχύτερα επί Reagan από ό,τι πριν ή μετά την προεδρία του.
Η κύρια οικονομική μεταβλητή που ήταν χαμηλότερη κατά τη διάρκεια της περιόδου ήταν το ποσοστό αποταμίευσης, το οποίο μειώθηκε ραγδαία τη δεκαετία του 1980. Το ποσοστό παραγωγικότητας ήταν υψηλότερο στα χρόνια πριν από τον Reagan, αλλά χαμηλότερο στα χρόνια μετά. Εντούτοις, είναι γνωστό ότι στα χρόνια του 40ού προέδρου των Η.Π.Α. το χρέος της χώρας γνώρισε πρωτόγνωρη αύξηση, αφού σχεδόν τριπλασιάστηκε σε ονομαστικούς όρους, από $738 δις σε $2,1 τρις. Αυτό οδήγησε στη μετακίνηση των Η.Π.Α. από τον μεγαλύτερο διεθνή πιστωτή στον κόσμο στο μεγαλύτερο έθνος οφειλέτη στον κόσμο. Ο Reagan περιέγραψε το νέο χρέος ως τη «μεγαλύτερη απογοήτευση» της προεδρίας του.
Κοντά στο τέλος της δεύτερης θητείας του, τα φορολογικά έσοδα που έλαβε η κυβέρνηση των Η.Π.Α. αυξήθηκαν στα $909 δις το 1988 από $517 δις το 1980. Ο πληθωρισμός μειώθηκε στο 4% και το ποσοστό ανεργίας μειώθηκε κάτω από 6%. Μεταξύ 1982 και 2000, ο βιομηχανικός Dow Jones (DJIA) αυξήθηκε σχεδόν 14 φορές και η οικονομία πρόσθεσε 40 εκατομμύρια νέες θέσεις εργασίας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι μέχρι σήμερα τα οικονομικά της προσφοράς είναι μία βαθιά αμφιλεγόμενη οικονομική θεωρία, η οποία συγκεντρώνει φανατικούς υποστηρικτές και ορκισμένους εχθρούς. Οι τελευταίοι της καταλογίζουν την πολύ ευνοϊκή στάση απέναντι στους πλουσίους, ενώ πολύ συχνά εστιάζουν και στο παράδειγμα του εξαιρετικά αυξημένου δημοσίου ελλείμματος του Reagan. Ανεξάρτητα, όμως, από την άποψη του καθενός αποτελούν αδιαμφισβήτητα ένα πολύ ενδιαφέρον πεδίο των οικονομικών και της πολιτικής.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Supply-Side Economics, investopedia.com, διαθέσιμο εδώ
- supply-side economics, britannica.com, διαθέσιμο εδώ
- Supply-Side Economics With Examples, thebalancemoney.com, διαθέσιμο εδώ
- Laffer Curve: History and Critique, investopedia.com, διαθέσιμο εδώ
- Arthur Laffer, britannica.com, διαθέσιμο εδώ
- Reaganomics: What It Was, Major Goals, and Long-Term Impact, investopedia.com, διαθέσιμο εδώ