Του Παναγιώτη Δωρή,
Πριν από τη διεξαγωγή των αυτοδιοικητικών εκλογών υπήρξα προσωπικώς πρωτοστάτης των νέων αλλαγών στους ΟΤΑ, καθώς οι νέες ρυθμίσεις φαίνονταν να αποτελούν ένα γερό επιστέγασμα της Ελλάδας στο αντίστοιχο ευρωπαϊκό, με την έννοια ότι πρωταρχική επιδίωξη της πολιτείας ήταν η επικαιροποίηση των στόχων της διοίκησης και η ταυτόχρονη διαδικασία εκλογής των μελών της.
Μία από τις πιο ρηξικέλευθες μεταρρυθμίσεις του «Κλεισθένη» (ν. 4555/2018) υπήρξε η ανεξαρτητοποίηση του ψηφοδελτίου της τοπικής κοινότητας από το αντίστοιχο του δημοτικού συμβουλίου. Οι οιωνοί καταδεικνύονταν εξαιρετικοί, καθώς είχε φτάσει το πλήρωμα του χρόνου (και στην Ελλάδα), ώστε να καταπολεμηθεί το πελατειακό κράτος, η ρουσφετολογία και η κατάχρηση εξουσίας, όπως αυτή πολλάκις παρατηρήθηκε στο εγγύς παρελθόν.
Η αιτιολογία της νέας ρύθμισης υπήρξε σαφέστατη και εξαιρετικά αρμόζουσα στις τρέχουσες πολιτικές συνθήκες. Όπως συχνά συμβαίνει στην ελληνική κοινωνία, η τάση του συντηρητισμού ξεπρόβαλε για άλλη μια φορά, με τους πολέμιους να προειδοποιούν για τη μη ορθή και ομαλή διοίκηση της τοπικής κοινότητας, έχοντας στο μυαλό τους το ίδιο επιχείρημα για την απλή αναλογική. Κανείς δεν αναφέρθηκε στη λέξη «δημοκρατία», όχι για φανφάρα, αλλά ουσιαστικώς, διατρανώνοντας ότι «θεμέλιο του πολιτεύματος είναι η λαϊκή κυριαρχία» και το ότι: «όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον λαό», όπως ορίζει το Σύνταγμά μας. Κανείς δεν αναφέρθηκε στη λέξη «συνεργασία», η οποία είναι επιβεβλημένη σε καταστάσεις τέτοιου είδους. Όλοι αναλώθηκαν στην κακής μορφής αντιπολίτευση, που θα δυσχεράνει το έργο της εκλεγμένης διοίκησης. Δυστυχώς χάσαμε το δάσος, παρατηρώντας μονάχα ένα δέντρο.
Παρ’ όλα αυτά, οι εκλογές διεξήχθησαν και ο μόνος αρμόδιος που θα ήταν ικανός να δώσει απαντήσεις σε όλα τα ερωτήματα της κοινωνίας ήταν ο χρόνος. Όπως είχα αναφέρει σε ένα προηγούμενο άρθρο μου, το μεγαλύτερο πρόβλημα του νέου νόμου ήταν η μη διασφάλιση της κυβερνησιμότητας, καθώς σε πλείστες περιπτώσεις ο δήμαρχος και ο περιφερειάρχης δεν κατέχουν την πλειοψηφία του συμβουλίου που εκπροσωπούν, επομένως καθίσταται δυσκολότερο το έργο τους. Όμως, αντίθετα, το θετικό της ρύθμισης αυτής είναι η μείωση της δύναμης του ενός και ισχυρού αρχηγού (δημαρχοκεντρικό σύστημα) και η μετεξέλιξη του συστήματος αυτού σε αναλογικό.
Ο δευτερεύων μεγαλύτερος κίνδυνος του «Κλεισθένη» υπήρξε σαφώς η εκλογή τοπικών συμβουλίων, αντίθετων από την παράταξη του δημάρχου. Όλοι διατείνονταν ότι πρόκειται για σοβαρό ατόπημα του νόμου που θα δημιουργήσει προστριβές, οι οποίες σε καμία περίπτωση δεν είναι ανεκτές από την ελληνική κοινωνία. Ως προς αυτό το κομμάτι, είμαι πλήρως σύμφωνος, καθώς το μόνο που χρειάζεται αυτήν την στιγμή η χώρα είναι τα τρία βασικά συστατικά της δημοκρατίας: σύνεση, συναίνεση, συνεργασία. Επομένως, όποιος καταχράται τη θέση του για να δημιουργήσει προσωπικές κόντρες με άλλη παράταξη, όχι μόνο θεωρείται κατακριτέος, αλλά και επικίνδυνος για την πατρίδα.
Μιλώντας και λιγάκι νομικά, η λειτουργία της δημόσιας διοίκησης διέπεται από μία ουσιαστικότατη και γεμάτη ευθύνες αρχή, την αρχή της χρηστής διοίκησης, η οποία αποτελεί μία δικλείδα ασφαλείας και παράλληλα δικαίωμα του κάθε διοικουμένου για εμπιστοσύνη στα διοικητικά όργανα και προστασία απέναντι στην κακή χρήση της διακριτικής ευχέρειας της διοίκησης. Εν ολίγοις, η διοίκηση δεν κατέχει μόνο το δικαίωμα να διοικεί ορθά και χρηστά, αλλά και την αντίστοιχη υποχρέωση έναντι των πολιτών.
Όπως γνωρίζουμε, με βάση τα άρθρα 82, 83, 84 του ν. 4555/2018, οι αρμοδιότητες του προέδρου, αλλά και του συμβουλίου της κοινότητας είναι αρκετά συγκεκριμενοποιημένες, με αποτέλεσμα να έχουν την υποχρέωση τα μέλη του συμβουλίου να δρουν εντός των ορίων του νόμου. Παρατηρώντας τις αρμοδιότητές τους, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι αυτές λαμβάνουν τη μορφή πρόληψης, με την έννοια ότι οι τοπικές κοινότητες δεν έχουν νομική προσωπικότητα και επομένως δε δρουν αυτοδιοίκητα, αλλά μόνο σε σχέση προϊστάμενου-υφιστάμενου με τον δήμαρχο και τους καθ’ ύλην αρμόδιους αντιδημάρχους και εντεταλμένους συμβούλους. Η καταπολέμηση καθημερινών βιοτικών προβλημάτων της κοινότητας εναπόκειται εν ολίγοις αποκλειστικά στη διακριτική ευχέρεια των δεύτερων.
Βέβαια, υφίστανται και ορισμένες δικαιικές ασφαλιστικές δικλείδες. Ο δήμαρχος δεν είναι «πάπας», με το απαραίτητο δογματικό αλάθητο, αλλά ένα εκλεγμένο πρόσωπο της διοίκησης, υπόλογο σε ένα άλλο ανώτερο, συχνά στον γενικό γραμματέα της αποκεντρωμένης διοίκησης. Δυστυχώς, όμως, η Ελλάδα δεν έχει εφεύρει ακόμη τους απαραίτητους ελεγκτικούς μηχανισμούς, που θα δύνανται να προλάβουν τυχόν ατασθαλίες των οργάνων της διοίκησης, με αποτέλεσμα συχνά οι δήμαρχοι να δρουν με την τακτική του «άστε ντούα», μη λαμβάνοντας υπόψη τις υποδείξεις των τοπικών συμβούλων, αφ’ ης στιγμής δεν υφίσταται νομοθετημένη και κατοχυρωμένη υποχρέωση ακρόασής τους. Ως απλό παράδειγμα, η μη απόδοση των κλειδιών του γραφείου της κοινότητας στον πρόεδρό της, η οποία κρίνεται κρίσιμη, καθώς δίχως αυτή δε δύνανται να ληφθούν αποφάσεις του τοπικού συμβουλίου προς όφελος της τοπικής κοινότητας, αποτελεί παρακώλυση δημόσιας διοίκησης και τιμωρείται με βάση το 259 ΠΚ, ως παράβαση καθήκοντος.
Όλα αυτά που προβάλαμε είναι κατανοητό ότι συμβαίνουν στις περιπτώσεις που η πλειοψηφία του τοπικού συμβουλίου είναι αντίθετη του δημάρχου. Βέβαια, υπάρχουν τέτοιου είδους καταστάσεις και με τη σύμφωνη πλειοψηφία. Καταδεικνύεται σαφέστατα ότι ο θεσμός των κοινοτήτων χρεοκόπησε, με αποτέλεσμα να χρειαστεί ριζική αναδιάρθρωση έως τις επόμενες εκλογές. Μία αρκετά έξυπνη ιδέα θα ήταν η μετακύλιση αποφασιστικών αρμοδιοτήτων στις τοπικές κοινότητες, με την ταυτόχρονη απαραίτητη χρηματοδότησή τους, ή η κατάργηση της κοινότητας με μόνη εγγύηση τη σύγκλιση κοινότητας κατοίκων ανά εξάμηνο ή γενικά ανά τακτά χρονικά διαστήματα.
Δυστυχώς, όμως, μέσα σε λίγο καιρό από την 1η Σεπτεμβρίου παρατηρούνται φαινόμενα μη χρηστής και απαραίτητης συνεργασίας δήμου και κοινότητας. Καλό θα ήταν, πριν κρίνουμε το τοπικό συμβούλιο, να αναζητήσουμε τις αρμοδιότητές του, γιατί πολλές φορές σφάλλουμε στην κριτική μας και παρατηρείται το φαινόμενο του «ευρωβουλευτή» (πολύ πιο υπεύθυνος από τον βουλευτή, αλλά δίχως κριτική). Συμπεραίνουμε, λοιπόν, ότι ύψιστο καθήκον της διοίκησης αποτελεί το συμφέρον του κυρίαρχου λαού. Απαραίτητα στοιχεία, βέβαια, είναι η συνεργασία, η σύνεση, η συναίνεση και ο αποκλεισμός πολιτικών τερτιπιών, είτε από τον προϊστάμενο είτε από τον υφιστάμενο. Το συμφέρον του πολίτη τίθεται υψηλότερα του συμφέροντος της παράταξης και με βάση αυτό διοικείται χρηστά η πολιτεία.
Προσοχή, λοιπόν, να μη χάσουμε το δάσος, παρατηρώντας μονάχα το δέντρο.
Έχει γεννηθεί και μεγαλώσει στο Ναύπλιο. Σπουδάζει στη Νομική σχολή του Δ.Π.Θ. Όντας πολύ καλός γνώστης αγγλικών, έχει συμμετάσχει σε προσομοιώσεις και σε αρκετά επιστημονικά συνέδρια. Το ενδιαφέρον του κεντρίζεται γύρω από τα ζητήματα της τοπικής αυτοδιοίκησης, αλλά και την πολιτική ενεργοποίηση των νέων.