Της Κλεάνθης Αποστόλου,
Το σύνδρομο Bloom αποτελεί μία σπάνια γενετική διαταραχή, η οποία χαρακτηρίζεται από χαμηλό ανάστημα, υψηλή προδιάθεση για καρκίνο και έντονη γονιδιωματική αστάθεια. Παρά την εξαιρετικά μειωμένη συχνότητά της, είναι σχετικά πιο κοινή στους Εβραίους Ασκενάζι της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης (1/48.000 Ασκενάζι, δηλαδή το 1/3 των περιπτώσεων σε παγκόσμιο επίπεδο). Πρέπει να σημειωθεί ότι αυτό το σύνδρομο είναι κληρονομικό, καθώς αποτελεί μία αυτοσωμική υπολειπόμενη διαταραχή. Για αυτόν τον λόγο, προϋποθέτει τουλάχιστον και οι 2 γονείς να είναι φορείς (η πιο συχνή περίπτωση), είτε να νοσούν και οι δύο είτε ακόμα και να υπάρχει συνδυασμός αυτών των δύο (φορέας και ασθενής).
Τα κλινικά χαρακτηριστικά του συνδρόμου Bloom ποικίλλουν και ο συνδυασμός αυτών αποκαλύπτει εάν κάποιος νοσεί. Ειδικότερα, τα προσβεβλημένα άτομα έχουν δέρμα που είναι ευαίσθητο στην έκθεση στον ήλιο και συνήθως αναπτύσσουν ένα κοκκινισμένο δέρμα σε σχήμα πεταλούδας στη μύτη και στα μάγουλα. Ένα δερματικό εξάνθημα μπορεί, επίσης, να εμφανιστεί σε άλλες περιοχές που, συνήθως, εκτίθενται στον ήλιο, όπως το πίσω μέρος των χεριών και οι βραχίονες. Στο εξάνθημα, δεν είναι λίγες οι φορές που εμφανίζονται μικρές ομάδες διευρυμένων αιμοφόρων αγγείων (τηλεαγγειεκτασίες). Τηλεαγγειεκτασίες μπορεί, επίσης, να εμφανιστούν στα μάτια. Επιπλέον, παρατηρείται αυξημένη πιθανότητα εμφάνισης διαφόρων τύπου καρκίνου, ακόμα και συνδυασμός, με τη διαφορά από τον υπόλοιπο πληθυσμό ότι εμφανίζονται νωρίτερα.
Όσον αφορά την εμφάνιση, οι πάσχοντες έχουν διακριτικά χαρακτηριστικά του προσώπου, συμπεριλαμβανομένου ενός μακριού, στενού προσώπου, μια μικρή κάτω γνάθο, προεξέχουσα μύτη και αυτιά. Άλλα χαρακτηριστικά μπορεί να περιλαμβάνουν μαθησιακές δυσκολίες, αυξημένο κίνδυνο διαβήτη, χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια και ήπιες ανωμαλίες του ανοσοποιητικού συστήματος, που οδηγούν σε επαναλαμβανόμενες λοιμώξεις της ανώτερης αναπνευστικής οδού, των αυτιών και των πνευμόνων κατά τη βρεφική ηλικία. Οι άνδρες με σύνδρομο Bloom συνήθως δεν παράγουν σπέρμα και ως αποτέλεσμα, δεν μπορούν να κάνουν παιδιά (στείροι). Από την άλλη, οι γυναίκες με τη διαταραχή έχουν γενικά μειωμένη γονιμότητα και εμφανίζουν εμμηνόπαυση σε μικρότερη ηλικία από το συνηθισμένο.
Για το γενετικό υπόβαθρο της ασθένειας Bloom υπεύθυνες είναι οι μεταλλάξεις στο γονίδιο BLM. Γενικά, το BLM αφορά την πρωτεΐνη μιας ευρύτερης ομάδας πρωτεϊνών, η οποία εκφράζει τις ελικάσες RecQ. Οι ελικάσες είναι ένζυμα, τα οποία δεσμεύονται στο DNA και ξετυλίγουν τη διπλή έλικα. Αυτή η αποσύνθεση είναι απαραίτητη σε διάφορες διεργασίες του πυρήνα, τόσο για την προετοιμασία της κυτταρικής διαίρεσης όσο και για την επιδιόρθωση βλαβών στο γενετικό υλικό. Συγκεκριμένα, οι ελικάσες RecQ βοηθούν στη διατήρηση της δομής και της ακεραιότητας του DNA, γι’ αυτό είναι γνωστές ως «φροντιστές του γονιδιώματος»!
Γενικά, όταν ένα κύτταρο προετοιμάζεται να διαιρεθεί για να σχηματίσει δύο κύτταρα, το DNA που αποτελεί τα χρωμοσώματα αντιγράφεται, έτσι ώστε κάθε νέο κύτταρο να έχει δύο αντίγραφα κάθε χρωμοσώματος, ένα από κάθε γονέα. Το αντιγεγραμμένο DNA από κάθε χρωμόσωμα είναι διατεταγμένο σε δύο πανομοιότυπες δομές, που ονομάζονται αδελφές χρωματίδες, οι οποίες συνδέονται μεταξύ τους κατά τα πρώτα στάδια της κυτταρικής διαίρεσης. Οι αδελφές χρωματίδες ανταλλάσσουν περιστασιακά μικρά τμήματα DNA κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, μια διαδικασία γνωστή ως ανταλλαγή αδελφών χρωματίδων. Οι ερευνητές προτείνουν ότι αυτές οι ανταλλαγές μπορεί να είναι μια απάντηση στη βλάβη του DNA κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αντιγραφής. Η πρωτεΐνη BLM βοηθά στην πρόληψη της υπερβολικής ανταλλαγής αδελφών χρωματίδων και εμπλέκεται, επίσης, σε άλλες διαδικασίες που βοηθούν στη διατήρηση της σταθερότητας του DNA κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αντιγραφής.
Οι μεταλλάξεις του γονιδίου έχουν ως αποτέλεσμα την απουσία λειτουργικής πρωτεΐνης BLM. Ως αποτέλεσμα, η συχνότητα ανταλλαγής αδελφών χρωματίδων είναι περίπου 10 φορές υψηλότερη από τον μέσο όρο. Η ανταλλαγή DNA μεταξύ χρωμοσωμάτων που προέρχονται από τη μητέρα και τον πατέρα του ατόμου αυξάνεται, επίσης, σε άτομα με μεταλλάξεις γονιδίων BLM. Επιπλέον, η θραύση των χρωμοσωμάτων εμφανίζεται συχνότερα στα προσβεβλημένα άτομα. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα τα περισσότερα συμπτώματα του συνδρόμου να προκαλούνται από τα συχνά κενά του γενετικού υλικού, τα οποία υπό κανονικές συνθήκες σχετίζονται με φυσιολογικές λειτουργίες του οργανισμού. Ειδικότερα, χωρίς την πρωτεΐνη BLM, το κύτταρο είναι λιγότερο ικανό να επιδιορθώσει τη βλάβη του DNA που προκαλείται από το υπεριώδες φως, γεγονός που οδηγεί σε αυξημένη ευαισθησία στον ήλιο. Έτσι, οι γενετικές αλλαγές που επιτρέπουν στα κύτταρα να διαιρούνται με ανεξέλεγκτο τρόπο οδηγούν σε ποικίλους τύπους καρκίνου, οι οποίοι εμφανίζονται συχνότερα σε άτομα με σύνδρομο Bloom.
Δυστυχώς, δεν έχει βρεθεί ίαση για τους ασθενείς που πάσχουν από σύνδρομο Bloom. H θεραπεία για τον καθένα είναι διαφοροποιημένη και κατάλληλα υποστηρικτική ανάλογα με τη συμπτωματικότητα. Συνήθως, ο ασθενής πρέπει να αποφεύγει την έκθεση στον ήλιο με κάθε τρόπο, να πηγαίνει τακτικά για δερματολογικές εξετάσεις και για ανίχνευση καρκινικών τύπων ασθένειας. Τέλος, λόγω του αδύναμου ανοσοποιητικού συστήματος, προτείνεται η χορήγηση αντιβιοτικών για τη θεραπεία των λοιμώξεων.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Bloom syndrome, medlineplus.gov. Διαθέσιμο εδώ
- Φέρρη Τ. (2018), Γενετικά Σύνδρομα, easywriter.gr. Διαθέσιμο εδώ