Της Κατερίνας Αγγελοπούλου,
Όταν μιλάμε για την ελληνική ποίηση, δεν μπορούμε να παραλείψουμε το όνομα του Ανδρέα Κάλβου, ενός από τους πιο σημαντικούς και γνωστούς Έλληνες ποιητές. Δημιουργικός, με ξεχωριστό ύφος και καινοτόμες ιδέες, από πολλούς χαρακτηρίζεται ως ο κορυφαίος Έλληνας ποιητής. Γεννήθηκε το 1792 στο νησί της Ζακύνθου. Σε νεαρή ηλικία μετακόμισε μαζί με τον πατέρα του στο Λιβόρνο της Ιταλίας, εκεί όπου ξεκίνησε τις σπουδές του στον τομέα της Φιλολογίας. Το 1812, ο θάνατος του πατέρα του τον ανάγκασε να διακόψει τις σπουδές του και να εγκατασταθεί στη Φλωρεντία. Εκεί γνώρισε τον Ελληνο-Ιταλό και, επίσης, Ζακυνθινό ποιητή, Ούγκο Φώσκολο.
Το 1816, οι δυο ποιητές μετακομίζουν στο Λονδίνο, αφού ο Φώσκολος εξορίστηκε από την Ιταλία, λόγω των πολιτικών του απόψεων και έτσι ο Κάλβος έμελλε να τον ακολουθήσει, δείχνοντάς του την αφοσίωσή του. Ωστόσο, οι δυο άντρες ήρθαν σε ρήξη και ακολούθησαν διαφορετικά μονοπάτια, με τον Κάλβο να αναγνωρίζει και να αναφέρεται πάντως συχνά στη βοήθεια του Φώσκολο. Το 1820, ο Κάλβος εγκαταλείπει το Λονδίνο και επιστρέφει στη Φλωρεντία. Όντας άνθρωπος με τόλμη (όπως φάνηκε και μέσα από το έργο του), δε φοβήθηκε να εκφράσει ανοιχτά τις πολιτικές του απόψεις, γεγονός που του στέρησε, ωστόσο, την παραμονή του στην Ιταλία, αναγκάζοντάς τον να αναζητήσει νέες εμπειρίες στο Παρίσι.
Και εκεί, όμως, η παραμονή του ήταν πρόσκαιρη, αφού δύο χρόνια αργότερα αποφάσισε να επιστρέψει στην πατρίδα και συγκεκριμένα στο Ναύπλιο. Ο Ανδρέας Κάλβος επέλεξε να επιστρέψει στην Ελλάδα σε μία δύσκολη για τη χώρα εποχή, καθώς η Ελληνική Επανάσταση είχε ήδη ξεκινήσει, γι’ αυτό και το ποιητικό του έργο βασίζεται κυρίως στους ήρωες της επανάστασης. Το 1852 αποφασίζει ότι είχε έρθει η ώρα να εγκαταλείψει οριστικά την πατρίδα του και να επιστρέψει στην Αγγλία. Εκεί ερωτεύθηκε τη Σάρλοτ Γουάνταμς και την παντρεύτηκε. Εγκαταστάθηκαν στο Λάουθ του Λινκονσάιρ, όπου ίδρυσαν το παρθεναγωγείο της πόλης, στο οποίο δίδασκε και ο Κάλβος. Ο Ζακυνθινός ποιητής απεβίωσε το 1869. Τελευταία επιθυμία του ήταν να θαφτεί στο νησί του, τη Ζάκυνθο, όπως αναφέρει και ο ίδιος στο έργο του Ωδαί:
«Ἂς μὴ μοῦ δώσῃ ἡ μοῖρα μου
εἰς ξένην γῆν τὸν τάφον·
εἶναι γλυκὺς ὁ θάνατος
μόνον ὅταν κοιμώμεθα
εἰς τὴν πατρίδα».
Έτσι, το 1960 ο Γ. Σεφέρης, σε συνεργασία με την ελληνική κυβέρνηση, φρόντισαν να πραγματοποιηθεί αυτή η επιθυμία του και η σορός του επιστράφηκε στη Ζάκυνθο, όπου ενταφιάστηκε στο μαυσωλείο του Μουσείου Σολωμού και επιφανών Ζακυθινών. Ο Έλληνας ποιητής πλούτισε τον ελληνικό πολιτισμό, αφήνοντας πίσω του έναν πραγματικό «θησαυρό», τις δημιουργίες του. Το σημαντικότερο και πιο γνωστό του έργο είναι οι Ωδαί, οι οποίες απαρτίζονται από 20 ποιήματα. Τα πρώτα δέκα τα έγραψε το 1824 με τίτλο Λύρα Ωδαί και τα υπόλοιπα να συνέθεσε το 1826 με τίτλο Νέαι Ωδαί. Το θέμα των Ωδών του ήταν κατά κύριο λόγο η εξύμνηση της πατρίδας του, αλλά και όλων των τόπων που αντιστάθηκαν και πολέμησαν ηρωικά για την απελευθέρωσή της.
Τα έργα του Κάλβου δεν ήταν εύκολο να αναγνωστούν και να μοιραστούν στους συμπατριώτες, ωστόσο, με αγωνιστικό και απελευθερωτικό ύφος, προσπάθησε να βοηθήσει –κυρίως ψυχολογικά– τους αγωνιστές, αλλά και τον απλό κόσμο, που μπορεί να μην ήταν στο μέτωπο της μάχης, αλλά αντιστέκονταν και αυτοί με τον τρόπο τους στον Οθωμανικό ζυγό. Αναφέρει ιδέες πρωτόγνωρες για τον ελληνικό λαό, όπως η ελευθερία και η δικαιοσύνη. «Θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία», είναι μια από τις φράσεις που έγινε γνωστή στην ιστορία της ελληνικής ποίησης, με την οποία αποδεικνύει το πάθος του για την εξύψωση τέτοιων ιδανικών, όπως η ελευθερία.
Προσπάθησε να κρατήσει την ελληνική επανάσταση ως ένα γεγονός αναγκαίο και δίκαιο και όχι σαν μια ακόμα εξέγερση. Πίστευε ότι εχθρός του ελληνικού έθνους δεν είναι μόνο οι Οθωμανοί, αλλά και ο ίδιος ο ελληνικός λαός, κάνοντας πολλές αναφορές σε διχασμούς και προδοσίες ανάμεσα στους οπλαρχηγούς, οι οποίες απέβησαν μοιραίες για την εξέλιξη της χώρας.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΠΗΓΗ
- Ανδρέας Κάλβος, sansimera.gr, διαθέσιμο εδώ