Του Βασίλη Μυρλίδη,
Όταν σχεδόν 3 χρόνια πριν, ολόκληρος ο κόσμος ερχόταν αντιμέτωπος με την υγειονομική κρίση που προκλήθηκε από το ιό COVID-19, οι «ειδικοί» προέβλεπαν πως το 2023, θα ήταν η χρονιά που θα επιστρέφαμε στην κανονικότητα. Όπως όλα δείχνουν, οι προβλέψεις τους ήταν σωστές, τα υποχρεωτικά lockdown ανήκουν στο παρελθόν και η καθημερινότητα μοιάζει με αυτή που υπήρχε προ πανδημίας. Αυτό που κανένας δεν μπόρεσε να προβλέψει όμως, ήταν ένας πόλεμος στην Ευρώπη. Ένας πόλεμος που ξεκίνησε την 24η Φεβρουαρίου με την επίθεση της Ρωσίας στα εδάφη της Ουκρανίας. Η Ευρώπη έπρεπε να στηρίξει την Ουκρανία και ακριβώς αυτό έκανε, επιβάλλοντας σκληρές οικονομικές κυρώσεις και παρέχοντας αμυντικό υλικό και εκπαίδευση στους Ουκρανούς. Τα λάθη, όμως, της Ευρώπης και δη της Γερμανίας στο παρελθόν, την έχουν καταστήσει αρκετά ευάλωτη στον Ρωσικό παράγοντα.
Μπορούμε να πούμε πως η Ευρώπη έρχεται αντιμέτωπη με μία διαφορετική κρίση αυτή την φορά, μία κρίση που έχει πολλές πτυχές, καθώς μέχρι και η κλιμάκωση του πολέμου με χρήση πυρηνικών όπλων δε φαντάζει τόσο μακρινό σενάριο πλέον. Μία άλλη πτυχή είναι αυτή της ενεργειακής κρίσης, η οποία αναμένεται να επηρεάσει όλους τους κλάδους. Από τα νοικοκυριά, τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, τις μεγάλες ενεργοβόρες επιχειρήσεις μέχρι την πρωτογενή παραγωγή αγροδιατροφικών προϊόντων, προκαλώντας ελλείψεις σε αγαθά, αλλά και εκτινάσσοντας τα κόστη. Με την σειρά τους οι ελλείψεις και τα αυξημένα κόστη αναμένεται να προκαλέσουν προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα, κάτι που ενδέχεται να επιφέρει χρεοκοπίες επιχειρήσεων και στραγγαλισμό των νοικοκυριών. Σε αυτό το άρθρο, θα αναδειχθεί η τρέχουσα κατάσταση στη Γερμανία, χώρα που ναι μεν αποτελεί την πιο ισχυρή της Ε.Ε., αλλά πλέον βρίσκεται στο μάτι του κυκλώνα της ενεργειακής κρίσης.
Για να διαπιστωθεί αυτό το επιχείρημα, πρέπει να ανατρέξουμε στα γεγονότα που την οδήγησαν να είναι τόσο ευάλωτη. Αρχικά, το οικονομικό μοντέλο της Γερμανίας, που αποτελεί την κεφαλή της Ε.Ε., τόσα χρόνια στηριζόταν στα εμπορικά πλεονάσματα, τη σφιχτή δημοσιονομική πολιτική, τον ελεγχόμενο πληθωρισμό και την διατήρηση των μισθών σε σταθερά επίπεδα. Αυτή η πολιτική στηριζόταν κυρίως στο φθηνό ρωσικό αέριο και στη μεσαία βιομηχανία υψηλής τεχνολογίας, ιδιαίτερα αυτή που κατασκευάζει οχήματα–αυτοκίνητα με κινητήρες εσωτερικής καύσης. Το ρωσικό αέριο, λοιπόν, όντας ο κινητήριος μοχλός της οικονομίας σε συνδυασμό με την απροθυμία των ιθυνόντων στη Γερμανία να ανεξαρτητοποιηθούν από αυτό, είναι ο κύριος λόγος που αυτοί βρίσκονται σε τόσο δύσκολη θέση σήμερα.
Η οικονομία της Γερμανίας ξεκίνησε με τους καλύτερους οιωνούς στην αρχή του έτους. Οι καταναλωτές είχαν συσσωρεύσει εισοδήματα κατά την διάρκεια της πανδημίας, που ήταν έτοιμα να ξοδευτούν και όλοι οι αναλυτές προέβλεπαν οικονομική ανάπτυξη τόσο για το 2022, όσο και για το 2023. Η ενεργειακή κρίση που προκλήθηκε από τον πόλεμο, σε συνδυασμό με την απελευθέρωση στην οικονομία όλων αυτών των συσσωρευμένων κεφαλαίων (που δόθηκαν για την αντιμετώπιση των συνεπειών του COVID-19) προκάλεσαν υψηλούς ρυθμούς πληθωρισμού. Οι μισθοί από την άλλη παρέμειναν στάσιμοι, διαβρώνοντας, έτσι, το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, μειώνοντας την αγοραστική τους δύναμη.
Έτσι, παρόλο που πολλοί τομείς που σχετίζονται με τους καταναλωτές μπόρεσαν να επωφεληθούν από το τέλος του κύματος της μετάλλαξης «όμικρον» και επέκτειναν σημαντικά τις πωλήσεις τους μέχρι τον Μάιο, το καλοκαίρι μπορούμε να πούμε πως ήταν ιδιαίτερα ψυχρό. Η απροθυμία των καταναλωτών να ξοδέψουν έγινε αισθητή, επιδεινώνοντας κατά συνέπεια και το ευρύτερο επιχειρηματικό κλίμα. Η μεταποίηση υπέστη, επίσης, ένα πισωγύρισμα το καλοκαίρι. Αφενός, η παραγωγή παρεμποδίζεται από τα συνεχιζόμενα προβλήματα εφοδιασμού με πρώτες ύλες και ενδιάμεσα προϊόντα. Από την άλλη, η ζήτηση πλήττεται από τις υψηλές τιμές και την παγκόσμια οικονομική επιβράδυνση. Ωστόσο, η μείωση των παραγγελιών είναι μικρή και ο κλάδος έχει επιδεινωθεί ελάχιστα τους τελευταίους μήνες. Αντίθετα, ο κατασκευαστικός τομέας πάσχει πολύ περισσότερο, καθώς η αύξηση των επιτοκίων, η οποία προκαλεί δυσχέρεια στη χρηματοδότηση και η κατακόρυφη αύξηση του κόστους κατασκευής, οδήγησαν σε πολλές ακυρώσεις παραγγελιών.
Σύμφωνα με το ινστιτούτο οικονομικών ερευνών του Μονάχου IFO, η πρόβλεψη για οικονομική ανάπτυξη 2,5% για το 2022, πλέον δεν είναι εφικτή, με αυτήν να αναμένεται να πέσει στο 1,6%. Η πρόβλεψη πάλι για ανάπτυξη 3,7% το 2023 εξανεμίστηκε. Πλέον, οι προβλέψεις είναι πολύ πιο δυσοίωνες, καθώς η μεγαλύτερη οικονομία αναμένεται να συρρικνωθεί το 2023 κατά 0,3%, με τον πληθωρισμό να αναμένεται να αυξηθεί κατά 6 ποσοστιαίες μονάδες παραπάνω από την αρχική πρόβλεψη στο 9,3%. Η συρρίκνωση των εισοδημάτων, λόγω του πληθωρισμού και των αυξημένων τιμών δεν είναι η μόνη συνέπεια, καθώς θα υπάρξουν προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα, κάτι που θα επιβαρύνει περαιτέρω την κατάσταση.
Η χρήση φυσικού αερίου είναι απαραίτητη σε πολλούς βιομηχανικούς κλάδους, με τους πλέον εξαρτημένους τομείς να είναι τα βασικά μέταλλα (ιδίως ο χάλυβας), τα χημικά προϊόντα και άλλα μεταποιημένα υλικά, συμπεριλαμβανομένου του τσιμέντου και των κεραμικών. Παρόλα αυτά, η ενεργειακή κρίση, δεν θα πλήξει μόνο τις μεγάλες ενεργοβόρες επιχειρήσεις, οι οποίες για να αποφύγουν τη χρεοκοπία, θα πρέπει να αντιμετωπίσουν τα τρομερά αυξημένα κόστη, αλλά και κλάδους που ανήκουν στον πρωτογενή τομέα και τη μεταποίηση. Συγκεκριμένα, η έλλειψη του φυσικού αερίου έχει άμεσο αντίκτυπο στις βιομηχανίες λιπασμάτων, καθώς το φυσικό αέριο αποτελεί πρώτη ύλη για την παραγωγή αμμωνίας, η οποία με την σειρά της χρησιμοποιείται για την παραγωγή λιπάσματος (πλήγμα για τον πρωτογενή τομέα). Επίσης, το φυσικό αέριο χρησιμοποιείται για την παραγωγή διοξειδίου του άνθρακα, το οποίο με την σειρά του είναι πολύ σημαντικό για τη βιομηχανία τροφίμων. Χρησιμοποιείται για την αναισθησία των ζώων προς σφαγή, στη συσκευασία για να παρατείνει τη διάρκεια ζωής των προϊόντων και στο ξηρό πάγο που συντηρεί τα προϊόντα κατά την μεταφορά (Η Καθημερινή). Ήδη, πολλές επιχειρήσεις στη Γερμανία νιώθουν στο πετσί τους αυτές τις δυσκολίες, με την προοπτική του χειμώνα που έρχεται, να τους κατακλύζει με αβεβαιότητα.
Όταν ξεσπάει μία κρίση, αυτή πάντα ξεκινάει από έναν τομέα και επεκτείνεται και στους υπόλοιπους, όπως στην κρίση του 2008, που όλα ξεκίνησαν με την κατάρρευση του στεγαστικού τομέα. Αυτό που οφείλει να κάνει η Γερμανία και η Ε.Ε. κατ’ επέκταση, είναι να στραφεί στην Ευρωπαϊκή λύση. Το τελευταίο που χρειαζόμαστε, είναι περαιτέρω διχασμός, ακόμα και αν το 2008, η Ελλάδα πρώτη–πρώτη τέθηκε στο περιθώριο ως αποδιοπομπαίος τράγος. Η Ε.Ε. οφείλει στο εαυτό της και στους ευρωπαίους πολίτες επιτέλους να αναλάβει τις ευθύνες που της αναλογούν.
Η Γερμανία πρώτη πρέπει να δώσει το έναυσμα για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, αλλάζοντας το μοντέλο λειτουργίας της σε ένα που θα είναι ενσωματωμένο σε μία πλήρη δημοκρατική ευρωπαϊκή ομοσπονδία. Η Ευρώπη πρέπει να δημιουργήσει μία νέα πραγματικότητα, μια πραγματικότητα που είναι εστιασμένη στην βιώσιμη ανάπτυξη, στην προάσπιση των δημοκρατικών αξιών και στην παροχή του καλύτερο βιοτικού επιπέδου (καθαρό κλίμα, πρόνοια κ.α.) στον κόσμο. Για να πετύχει αυτούς τους στόχους, πρέπει να αναπτύξει πολιτική συνοχή ανάμεσα στα κράτη μέλη. Σίγουρα, αυτή η συγκυρία είναι μια καλή ευκαιρία ο οικονομικός γίγαντας της Ευρώπης να γίνει και πολιτικός γίγαντας, παρασύροντας και τις άλλες χώρες στο χορό. Ειδάλλως, αν ο διχασμός συνεχιστεί, αυτό το οικοδόμημα που λέγεται Ευρωπαϊκή Ένωση και έχει μπροστάρη τη Γερμανία, ενδέχεται να καταρρεύσει μπροστά στις συνεχιζόμενες προκλήσεις-κρίσεις. Κατάρρευση η οποία όταν συμβεί, θα δημιουργήσει μεγάλο κρότο.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Energy crisis will push Germany into deep recession, country.eiu.com, διαθέσιμο εδώ
- ifo Economic Forecast Autumn 2022: Inflation Stifles Private Consumption – German Economy Facing a Hard Winter, ifo.de, διαθέσιμο εδώ
- Why Germany’s business model is busted, afr.com, διαθέσιμο εδώ
- Η Ενεργειακή κρίση στην Ευρώπη απειλεί τις βιομηχανίες τροφίμων, έντυπη έκδοση Καθημερινής «Οικονομική», 14/09/2022
- Ύφεση το 2023 στη Γερμανία λόγω της ενεργειακής κρίσης, έντυπη έκδοση Καθημερινής «Οικονομική», 14/09/2022