Του Σωκράτη Κατσαρού,
Η ελληνική οικονομία κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και, συνάμα, του Εθνικού Διχασμού δοκιμάστηκε. Η έλευση χιλιάδων χριστιανών προσφύγων από την εμπόλεμη Οθωμανική Αυτοκρατορία, η διαχείριση των ανακτημένων από τους Βαλκανικούς Πολέμους εδαφών και τέλος, η επέμβαση της Entente και των Κεντρικών Δυνάμεων στα εσωτερικά της χώρας προκάλεσαν μια ανακατάταξη στην ελληνική οικονομία. Η ανακατάταξη αυτή συνεχίστηκε και στη διάρκεια της τριετούς Μικρασιατικής Εκστρατείας.
Καταρχάς, η ανάπτυξη της βιομηχανίας λόγω του πολεμικού κλίματος αναγκάστηκε να επιταχυνθεί, ώστε η Ελλάδα να ανταπεξέλθει στη συντήρηση των στρατευμάτων. Σύμφωνα με την απογραφή του 1920 έστω και με μη ακριβή στοιχεία, στην Ελλάδα υπήρχαν 33.811 βιομηχανικές επιχειρήσεις, από τις οποίες 30.958 χρησιμοποιούσαν 1 έως 5 εργάτες. Μόνο σε 488 βιομηχανικές μονάδες απασχολούνταν πάνω από 25 εργάτες. Παράλληλα, μηχανική δύναμη κινήσεως χρησιμοποιούσαν μόνο 7.887 επιχειρήσεις, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι πάνω από το 70% αυτών των μονάδων θα ήταν προτιμότερο να χαρακτηριστούν ως βιοτεχνίες παρά ως βιομηχανίες δυτικοευρωπαϊκών κρατών. Μόνο το ένα δέκατο από τις 24.275 μονάδες επεξεργασίας τροφίμων απασχολούσαν πάνω από 25 άτομα. Πέρα από την ανάγκη για επαρκείς πόρους στον πόλεμο με τους Τούρκους εθνικιστές, η προσάρτηση των νέων εδαφών μέχρι το 1922 και η ένταξη εκατομμυρίων νέων κατοίκων οδήγησαν, επίσης, στην αύξηση της βιομηχανίας.
Μολονότι η ελληνική βιομηχανία έδειχνε να αναπτύσσεται, λόγω αυτών των συνθηκών δεν έδειχνε απαραίτητα ότι άλλαζε και η δομή της, καθώς συνέχιζε, όπως και τις προηγούμενες δεκαετίες, να βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά σε εγχώριες πρώτες ύλες, διατηρώντας μη καινοτόμες μορφές εξελίξεως. Παραδείγματος χάριν, οι μεταλλουργικές και οι χημικές επιχειρήσεις, στυλοβάτες μιας ισχυρής βιομηχανίας, δεν γνώρισαν εντυπωσιακή ανάπτυξη, σε αντίθεση με την παραγωγή επεξεργασίας βασικών αγαθών. Γενικότερα, υπήρχε μια σειρά πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών παραγόντων που δεν επέτρεπε ριζοσπαστικές αλλαγές στην ελληνική βιομηχανία.
Η εμπορική ναυτιλία, από την άλλη πλευρά, παρότι είχε υποστεί ζημίες στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο συνέχιζε να έχει κέρδη. Οι εφοπλιστές, μάλιστα, εκμεταλλεύτηκαν την ανάγκη της Ελλάδας να καλύψει τα έξοδά της στη Μικρασιατική Εκστρατεία, πιέζοντας την κυβέρνηση Βενιζέλου το 1919 να τροποποιήσει με τον νόμο 1754 κανονισμό, ώστε να διπλασιαστούν τα κέρδη τους, μια κατάσταση που σταμάτησε το 1923, όταν η «Ελλάδα των Δύο Ηπείρων και των Πέντε Θαλασσών» δεν υπήρχε πλέον.
Η περίοδος της Μικρασιατικής Εκστρατείας αποσταθεροποίησε την ελληνική οικονομία στο κομμάτι των προσφύγων. Εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες Οθωμανοί υπήκοοι έφυγαν στην Ελλάδα το 1914-1919 και από το 1919-1921 πολλοί από αυτούς επέστρεψαν στη Μικρά Ασία, για να ξαναγυρίσουν στην Ελλάδα το 1922. Η ενσωμάτωσή τους σε όλες τις περιπτώσεις ήταν πολύ δύσκολη, καθώς δεν μπορούσαν πολλοί να βρουν θέσεις εργασίας, έστω και προσωρινά, εν καιρώ αστάθειας ακόμη και κατά το απόγειο της ελληνικής ισχύoς το 1920.
Στο μέτωπο της Μικράς Ασίας και στην εκστρατεία στην Κριμαία κατά τη διάρκεια του Ρωσικού Εμφυλίου Πολέμου, η Ελλάδα κάλυψε τις πολεμικές της ανάγκες με έναν εικονικό δανεισμό από τις δυνάμεις της Entente που είχε συναφθεί ήδη από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Συγκεκριμένα, οι Σύμμαχοι ενέκριναν δάνεια ύψους 12 εκατομμύριών αγγλικών λιρών, 300 εκατομμύριών γαλλικών φράγκων και 50 εκατομμυρίων δολαρίων Η.Π.Α. που δεν εκταμιεύτηκαν, ούτε δόθηκαν στην Ελλάδα, καθώς θεωρήθηκαν ως κάλυμμα για την έκδοση πρόσθετου χαρτονομίσματος με το οποίο η Ελλάδα θα χρηματοδοτούσε τις επιχειρήσεις της. Πρόκειται για ένα είδος αποθέματος σε χρυσό ή συνάλλαγμα χωρίς να το κατέχει το ελληνικό κράτος, παρά μόνο να το διαχειρίζεται.
Η Ελλάδα δεν κατάφερε να αξιοποιήσει αυτές τις πιστώσεις για πολλούς λόγους. Πρώτον, η εμπόλεμη κατάσταση του κράτους προκαλούσε τη νομισματική αστάθεια και την υποτίμηση της δραχμής. Αυτό, με τη σειρά του, είχε ως απόρροια να μείνουν αχρησιμοποίητα στο τέλος του 1920 το σύνολο των γαλλικών πιστώσεων, το 1/2 των αγγλικών και τα 2/3 των αμερικανικών. Δεύτερον, η ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του 1920 και η άνοδος του Βασιλιά Κωνσταντίνου στον θρόνο έδωσε την αφορμή στους Συμμάχους να ανακαλέσουν όλες τις αξιοποιήσιμες πιστώσεις. Ο πλασματικός δανεισμός είχε και άλλη μια συνέπεια στην ελληνική οικονομία. Με το άνοιγμα των πιστώσεων, προστέθηκαν πάνω από ένα δισεκατομμύριο δραχμές το 1918 και πολλαπλάσιες το 1919, μια έκδοση χαρτονομισμάτων χωρίς ισχύ, καθώς ο φαινομενικός δανεισμός ανέβασε τον πληθωρισμό. Στη διάρκεια της πρώτης φάσης της Μικρασιατικής Εκστρατείας, η κυβέρνηση Βενιζέλου επέβαλλε πληρωμή νέων φόρων και αύξηση πολλών παλαιών, φέρνοντας σε δυσμενή κατάσταση τα λαϊκά στρώματα. Αυτή η δυσαρέσκεια, σε συνδυασμό με την εξάντληση των Ελλήνων στρατιωτών, αλλά και την απραξία των ανώτερων στρωμάτων να συμμερισθούν τις φορολογικές υποχρεώσεις, στοίχησαν την εκλογική νίκη στον Βενιζέλο. Αξίζει να σημειωθεί ότι η Ελλάδα πήρε ελάχιστες πολεμικές αποζημιώσεις από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ουσιαστικά έμπαινε στον Μικρασιατικό Πόλεμο πλήρως ανέτοιμη από οικονομικής όψεως.
Η κατάσταση χειροτέρεψε μετά την ήττα στον Σαγγάριο το 1921 και τη σταδιακή υποχώρηση των Ελλήνων κατά μήκος του μετώπου έως τις αρχές του 1922. Τον Μάρτιο του ίδιου έτους και ενώ τα δημοσιονομικά δεδομένα ήταν απογοητευτικά, η κυβέρνηση Γούναρη προέβη σε αναγκαστικό εσωτερικό δανεισμό, διχοτομώντας τη δραχμή. Ειδικότερα, το αριστερό τμήμα του νομίσματος εξακολουθούσε να κυκλοφορεί στο 50% της αναγραφόμενης αξίας, ενώ το δεξί ανταλλάχθηκε με ομόλογα του Δημοσίου. Μια κίνηση ιδιαίτερα τολμηρή αλλά όχι αποτυχημένη, καθώς επαναλήφθηκε αργότερα, χωρίς, όμως, να καταφέρει να αποτρέψει την ήττα για τους Έλληνες.
Επομένως, παρά τις προσπάθειες η ελληνική οικονομία δεν μπόρεσε να ανταπεξέλθει στα νέα δεδομένα των οικονομικών συρράξεων και στο βάρος του πολέμου, με αποτέλεσμα να επέλθει το τέλος της Μεγάλης Ιδέας. Χωρίς πολιτική σταθερότητα, χωρίς στήριξη συμμάχων και χωρίς επαρκείς πόρους, η ζυγαριά έγειρε σταδιακά υπέρ της Τουρκίας σε έναν σκληρό και μακροχρόνιο πόλεμο.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Συλλογικό Έργο (1978), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Νεότερος Ελληνισμός από το 1913 έως το 1941, Τόμος ΙΕ΄, Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών Α.Ε
- Συλλογικό Έργο (1999), Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα ,οι Απαρχές 1900-1922, Α’ Τόμος, Α’ Μέρος, Θεσσαλονίκη: Βιβλιόραμα