Της Δήμητρας Αργυρού,
Ο γάμος αποτελούσε ανέκαθεν έναν πολύ ουσιώδες θεσμό, τον οποίο οι κοινωνίες προσπαθούσαν εξαρχής να ρυθμίσουν. Γάμος στο μεταβυζαντινό δίκαιο εκλαμβανόταν ως η συμβίωση των δύο φύλων, αναγκαία για τη μετέπειτα νομιμοποίηση των φυσικών τους απογόνων. Ο γάμος, περαιτέρω, θεωρούνταν: «ανδρός και γυναικός συνάφεια και συγκλήρωσις του βίου παντός, θείου τε και ανθρωπίνου δικαίου κοινωνία». Αυτός ήταν ο ορισμός του Ρωμαίου νομοδιδάσκαλου Modestinus. Λεπτομερέστερα, ο γάμος σημαίνει: α) ανδρός και γυναικός συνάφεια (μονογαμία), β) συγκλήρωσις του βίου παντός (το αδιάσπαστο της ένωσης), γ) θείου δικαίου κοινωνία (στενότατη ηθική κοινωνία των συζύγων) και τέλος δ) κοινωνία ανθρωπίνου δικαίου (ισότητα δικαιωμάτων μεταξύ άνδρα και γυναίκας).
Βασικές προϋποθέσεις για τη σύναψη του γάμου, όπως συνέβαινε στο ρωμαϊκό δίκαιο, εξακολουθούσαν να ισχύουν, π.χ. η συναίνεση των μελλονύμφων και των εξουσιαστών τους, καθώς και η νόμιμη ηλικία, δηλαδή τα 12 έτη για τα κορίτσια και 14 για τα αγόρια! Η σύναψη γάμου σε τόσο μικρή ηλικία πραγματοποιούνταν λόγω της μεγάλης θνησιμότητας της εποχής. Η επιλογή συζύγου γινόταν, αρχικά, από τον πατέρα. Αργότερα, όμως, με τη νομοθεσία των Ισαύρων (8ος-9ος αιώνας), απαιτείται η συγκατάθεση και των δύο γονέων για τη σύναψη του γάμου.
Η επικράτηση του Χριστιανισμού επέφερε ουσιώδεις μεταβολές σε ό,τι αφορά τους γάμους. Ειδικότερα, η Εκκλησία επενέβαινε ευθέως στα ζητήματα που αφορούσαν τον γάμο και ενδεικτικά κάποιες αλλαγές που επήλθαν ήταν οι εξής:
- Επιβλήθηκε σταδιακά η ιερολογία τόσο του γάμου όσο και της μνηστείας.
- Αυστηροποιήθηκε το κώλυμα λόγω συγγένειας.
- Περιορίστηκε ο αριθμός των γάμων, που επιτρεπόταν κανείς να συνάψει.
Παρακάτω, θα εμβαθύνουμε στις ανωτέρω μεταβολές:
Ι. Η ιερολογία του γάμου:
Αρχικά, έγκυρος γάμος θεωρούνταν μόνο ο πολιτικός, ωστόσο, από τον 9ο αιώνα και μετά, ο γάμος έπρεπε υποχρεωτικά να έχει ευλογηθεί από την Εκκλησία. Βασική προϋπόθεση ήταν τα άτομα που παντρευόντουσαν να ήταν του ίδιου θρησκεύματος και δόγματος και να ανήκουν στην ίδια κοινωνική και οικονομική τάξη. Ο 1ος γάμος, ιερός και απαραβίαστος, θεωρούταν άψογος. Ο 2ος κρινόταν ως ευπρεπής μοιχεία και ο 3ος πολυγαμία. Η ιερολογία τόσο του γάμου όσο και της μνηστείας δεν αποτελούσε παρά μία εξωτερική εκδήλωση της γαμικής διάθεσης, που γινόταν με θρησκευτική τελετή.
Η Εκλογή επικύρωσε την εκκλησιαστική «ευλογία» ως εναλλακτική ολοκλήρωση ενός γάμου και ο Λέων ΣΤ’, με την 89η Νεαρά του (*Νεαρά: νομική διάταξη του αυτοκράτορα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας) έδωσε για πρώτη φορά στην εκκλησία το αποκλειστικό δικαίωμα να νομιμοποιεί τους γάμους, θέτοντας στην αρμοδιότητα των εκκλησιαστικών δικαστηρίων τα νομικά προβλήματα του γάμου, το διαζύγιο και τις συνέπειές του. Επιπλέον, με τη Νεαρά 91 απαγόρευσε την παλλακεία (κάτι παρόμοιο με τη σημερινή ελεύθερη συμβίωση), έτσι ώστε να μην είναι νοητή νομικά η συμβίωση ανθρώπων που δεν είχαν ευλογηθεί από την Εκκλησία.
ΙΙ. Το κώλυμα λόγω συγγένειας:
Πολλοί αυτοκράτορες ανά τους καιρούς επιχείρησαν να κάνουν αλλαγές στο κώλυμα της συγγένειας. Αξίζει να αναφερθούμε στην πιο τρανταχτή διεύρυνση του κωλύματος από συγγένεια, το έτος 1166, όπου το κώλυμα, διευρύνθηκε μέχρι τον 7ο βαθμό συγγένειας εξ αίματος (γάμος με τέκνο δεύτερου εξαδέλφου!). Η απόφαση αυτή πάρθηκε από την πατριαρχική σύνοδο και επικυρώθηκε με Νεαρά του αυτοκράτορα Μανουήλ Α΄ Κομνηνού.
ΙΙΙ. Ο επιτρεπόμενος αριθμός γάμων:
Τον τρίτο γάμο απαγόρευσε με Νεαρά της η αυτοκράτειρα Ειρήνη, ενώ, μάλιστα, τον αποδοκίμασε με τη Νεαρά 90 και ο Λέων ΣΤ’. Παρ’ όλα αυτά, είναι γνωστό πως ο ίδιος ο αυτοκράτορας σύναψε όχι μόνον τρεις, αλλά τέσσερις γάμους! Το ζήτημα του αριθμού των επιτρεπόμενων γάμων αντιμετωπίστηκε ολοκληρωτικά το έτος 920 με τον Τόμο της Ενώσεως, μετά από απόφαση της Συνόδου της Ενώσεως, όπου απαγορεύτηκε, χωρίς καμία εξαίρεση, ο τέταρτος γάμος. Σχετικά με τον τρίτο, ορίστηκαν ορισμένα ηλικιακά κριτήρια των ενδιαφερομένων και λήφθηκε υπόψιν και το κατά πόσον αυτοί είχαν ήδη παιδιά. Μεγαλύτερη επιείκεια, λοιπόν, έλαβαν όσοι ήταν άτεκνοι και κάτω των 40 ετών. Συνοψίζοντας, πάντως, η Εκκλησία αντιμετώπιζε γενικότερα με δυσμενή τρόπο τη σύναψη νέου γάμου μετά την, με οποιονδήποτε τρόπο, λύση του προηγούμενου. Δεν έλειπαν ακόμη και εκκλησιαστικές ποινές, όπως π.χ. αυτή του αφορισμού για τους παραβάτες.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Ελευθερία Παπαγιάννη / Ηλίας Αρναούτογλου / Αθηνά Δημοπούλου/ Δημήτρης Καράμπελας / Αλέξανδρος Λιαρμακόπουλος / Ιωάννης Χατζάκης / Ανδρέας Χέλμης, Ιστορία Δικαίου, Ελληνικά Ακαδημαϊκά Συγγράμματα και Βοηθήματα, διαθέσιμο εδώ
- Ο ΓΑΜΟΣ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ, διαθέσιμο εδώ