Της Ιωάννας Μπινιάρη,
Με αφορμή τον θάνατο της Ελισάβετ Β’, της μακροβιότερης μονάρχη στην Ιστορία του Ηνωμένου Βασιλείου, έχει τεθεί στον δημόσιο διάλογο το ζήτημα ως προς τον τρόπο άσκησης των συνταγματικών της αρμοδιοτήτων και τι ρόλο διαδραμάτισε στη χώρα της αυτά τα 70 χρόνια της βασιλείας της. Στο σημείο αυτό, σκόπιμο είναι να αναλυθεί ποιος είναι ο συνταγματικός ρόλος του Βασιλέα/Βασίλισσας στο Ηνωμένο Βασίλειο, με βάση το ισχύον πολίτευμα της συνταγματικής μοναρχίας.
Σε γενικές γραμμές, ο Μονάρχης είναι ο αρχηγός του κράτους, ήτοι «βασιλεύει, αλλά δεν κυβερνά». Οι αρμοδιότητές του προσδιορίζονται στο Βρετανικό Σύνταγμα, το οποίο δεν είναι τυποποιημένο σε ένα ενιαίο κείμενο, όπως στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, αλλά συνίσταται σε γραπτούς και άγραφους κανόνες συνταγματικών νόμων, αρχών, συμβάσεων, εθίμων και δικαστικών αποφάσεων, που συνιστούν, άλλωστε, και τις πηγές του. Οι αρμοδιότητες του Μονάρχη απορρέουν κατά κύριο λόγο από το βασιλικό προνόμιο (royal prerogative), το οποίο πλέον έχει περιοριστεί σημαντικά, και πολλές από τις εξουσίες που προέβλεπε παλαιότερα ασκούνται από την Κυβέρνηση.
Η δραστικότερη μείωση των αρμοδιοτήτων του Μονάρχη πραγματοποιήθηκε χάρη σε διάφορες συνταγματικές συνθήκες, με τις οποίες ο ρόλος του/της Βασιλέα/Βασίλισσας κατέστη πλέον περισσότερο συμβολικός παρά ουσιαστικός. Οι σημαντικότερες από αυτές τις συνθήκες είναι ότι κατά κύριο λόγο ο Μονάρχης:
α) μπορεί να ενεργεί μόνο μετά από έγκριση του αρμόδιου Υπουργού σε συγκεκριμένο θέμα ή μετά την έγκριση του Πρωθυπουργού,
β) υποχρεούται να καλέσει τον αρχηγό του κόμματος που έχει την πλειοψηφία στη Βουλή των Αντιπροσώπων, να σχηματίσει κυβέρνηση,
γ) διορίζει Υπουργούς αυτούς τους οποίους προτείνει ο Πρωθυπουργός
δ) οφείλει να δίνει πάντα τη «βασιλική έγκρισή» του (royal assent) στα νομοσχέδια που παρουσιάζονται ενώπιόν του,
ε) διαλύει τη Βουλή μόνο αν το ζητήσει ο Πρωθυπουργός.
Στην πραγματικότητα, λοιπόν, η άσκηση του βασιλικού προνομίου έχει καταστεί προνόμιο της εκάστοτε Κυβέρνησης, η οποία απολαμβάνει την εμπιστοσύνη της Βουλής των Κοινοτήτων. Με βάση, δηλαδή, τις συνθήκες του πολιτεύματος, ο Μονάρχης δεν ελέγχει τη σκοπιμότητα ή τη νομιμότητα των πράξεων των Υπουργών του και ενεργεί δεσμευτικά κατόπιν των «συμβουλών» τους (ministerial advises).
Επιπλέον, ο Μονάρχης ασκεί τα συνταγματικά (προσωπικά) προνόμια χωρίς την πρόταση/«συμβουλή» των Υπουργών, τα οποία αφορούν κυρίως την αρμοδιότητα του Βασιλέα να συμβουλεύει, ενθαρρύνει ή ακόμη και να προειδοποιεί τους Υπουργούς ή τον Πρωθυπουργό για τις συνέπειες των πράξεών τους και την απονομή των τίτλων τιμής. Αυτό συνήθως είναι κάτι που κάνει διακριτικά και μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, όπως ίσως μπορεί να διαπιστώσει και ένας φανατικός τηλεθεατής της βρετανικής δραματικής σειράς του Netflix “The Crown”, που συνιστά μια βιογραφική τηλεοπτική ιστορία της στέψης της βασίλισσας Ελισάβετ Β’.
Πάντως, ο Μονάρχης διατηρεί κάποιες περαιτέρω έκτακτες αρμοδιότητες (reserved powers), τις οποίες ασκεί, όμως, σε πολύ εξαιρετικές περιστάσεις χωρίς τη «συμβουλή» του Πρωθυπουργού ή των Υπουργών του. Τα συνταγματικά (προσωπικά) βασιλικά προνόμια που ασκούνται με πρόταση/«συμβουλή» και ευθύνη των Υπουργών ή του Πρωθυπουργού είναι κυρίως η κήρυξη πολέμου, η διεθνής εκπροσώπηση της χώρας, στο πλαίσιο αυτό η σύναψη και καταγγελία διεθνών συνθηκών, ο διορισμός των Υπουργών, η σύγκληση του Κοινοβουλίου (με τη λεγόμενη «Ομιλία του Θρόνου», όπου ανακοινώνει τις προγραμματικές δηλώσεις της Κυβέρνησης για το επόμενο κοινοβουλευτικό έτος), η κήρυξη του πέρατος των εργασιών του (prorogation), η διάλυση της Βουλής των Κοινοτήτων, και, τέλος, η απονομή χάρης (Royal prerogative of Pardon).
Εκτός από τις παραπάνω αναφερθείσες βασιλικές αρμοδιότητες, που απαιτούν κατά συνθήκη του πολιτεύματος την πρόταση/«συμβουλή» του αρμοδίου Υπουργού ή του Πρωθυπουργού και στην πράξη αποτελούν κυβερνητικό προνόμιο, υπάρχουν περαιτέρω εκτελεστικές/διοικητικές αρμοδιότητες που αφορούν την κυβερνητική πολιτική, όπως κυρίως: η διοίκηση των ενόπλων δυνάμεων και η αποστολή τους στο εξωτερικό, ο διορισμός των διπλωματών και η αποστολή τους σε διπλωματικές αποστολές του εξωτερικού, απευθύνοντάς τους τις σχετικές οδηγίες, ο διορισμός των δικαστών και των δημοσίων υπαλλήλων, η διοίκηση των υπερπόντιων περιοχών, και η εν γένει λήψη αποφάσεων κατά την άσκηση εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής.
Αυτές τις αρμοδιότητες τις ασκούν οι Υπουργοί ή η Κυβέρνηση συλλογικά στο όνομα του Μονάρχη, ο τελευταίος, όμως, κατά συνθήκη του πολιτεύματος δεν έχει την παραμικρή ουσιαστική αρμοδιότητα. Ορισμένες από τις παραπάνω αρμοδιότητες, κυρίως αυτές που αφορούν την άσκηση της εξωτερικής ή αμυντικής πολιτικής, δεν ασκούνται υπό τη μορφή γραπτού νομικού κειμένου, αλλά με πολιτικές δράσεις. Στο πλαίσιο αυτό, ο Μονάρχης αποτελεί ως Αρχηγός του Κράτους και σε συμφωνία με διεθνή εθιμικό κανόνα διεθνή παραστάτη της χώρας, στην πραγματικότητα, όμως, την εξωτερική πολιτική ασκεί η υπεύθυνη έναντι του Κοινοβουλίου Κυβέρνηση, ο δε ρόλος του Μονάρχη είναι κι εδώ συμβολικός.
Επομένως, γίνεται αντιληπτό ότι ο θεσμός του Μονάρχη είναι κυρίως εθιμοτυπικός και συμβολικός, καθώς στο Ηνωμένο Βασίλειο οι εξουσίες του πλέον είναι αρκετά περιορισμένες, χάριν της αρχής της κοινοβουλευτικής κυριαρχίας και της Κυβέρνησης. Με τις Συνθήκες του Πολιτεύματος, λοιπόν, ουσιαστικά οι αρμοδιότητες του Βρετανού Μονάρχη έχουν μειωθεί, ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις, όπως, για παράδειγμα, στην περίπτωση του βασιλικού προνομίου απονομής χάρης, που τέθηκε στο προσκήνιο την περίοδο του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα των Κυπρίων και την εκτέλεση των τότε αγωνιστών, αυτό ασκείται βάσει Συνθήκης του Πολιτεύματος, κατόπιν «συμβουλής» του Υπουργού Δικαιοσύνης (Secretary of Justice), δηλαδή ουσιαστικά ασκείται από την Κυβέρνηση, με την τυπική έγκριση του Μονάρχη, όπως και γενικά το βασιλικό προνόμιο.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Ο συνταγματικός ρόλος του Μονάρχη στο Ηνωμένο Βασίλειο, διαθέσιμο εδώ
- Ελισάβετ Β΄ του Ηνωμένου Βασιλείου, διαθέσιμο εδώ
- Υπάρχει μοναρχία μετά την Ελισάβετ;, διαθέσιμο εδώ