Της Μαρίας Σπαράκη,
Η ρωσική πολιτική της Γαλλίας —του Φρανσουά Ολάντ και του Εμανουέλ Μακρόν— μπορεί να συνοψιστεί με μια διπλή πτυχή: «διάλογος και σταθερότητα». Το Παρίσι έχει δεσμευτεί να υπερασπιστεί σθεναρά την ασφάλειά του, την ευρωπαϊκή και διατλαντική αλληλεγγύη του, καθώς και τις δημοκρατικές και φιλελεύθερες αξίες, ενώ διατηρεί τον πολιτιστικό, οικονομικό και πολιτικό διάλογο με τη Μόσχα. Η σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ Γαλλίας και Ρωσίας έχει επηρεαστεί από την προσάρτηση της Κριμαίας, που οδήγησε στην υιοθέτηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση κυρώσεων κατά της Ρωσίας και στην αναστολή της Ρωσίας από την G8.
Ωστόσο, οι αρχές διατηρούν πολύ τακτικό διάλογο με τη Ρωσία, ιδίως για την επίλυση της σύγκρουσης στην ανατολική Ουκρανία, στο πλαίσιο της μορφής της Νορμανδίας (Γαλλία, Γερμανία, Ουκρανία, Ρωσία), συμπεριλαμβανομένης της συνόδου κορυφής που πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι στις 9 Δεκεμβρίου 2019. Ενώ οι διπλωματικές κινήσεις μεταξύ Γαλλίας και Ρωσίας παρέμειναν πολύ ενεργές με τη βούληση των Προέδρων Φρανσουά Ολάντ και Εμανουέλ Μακρόν, οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών μοιάζουν περισσότερο με μια ισορροπία δυνάμεων παρότι διαφωνούν στα περισσότερα θέματα, όπως η κρίση στην Ουκρανία ή ο εμφύλιος πόλεμος στη Συρία, αλλά των οποίων τα κοινά συμφέροντα επηρεάζουν την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και τη διαχείριση του φυσικού αερίου. Η σημασία αυτών των χωρών στην ευρωπαϊκή γεωπολιτική τους υποχρεώνει να συνεχίσουν τον διάλογο. Ωστόσο, οι σχέσεις παραμένουν χαρακτηρισμένες από έναν θεμελιώδη ιδεολογικό ανταγωνισμό μεταξύ μιας φιλελεύθερης Γαλλίας και μιας αυταρχικής Ρωσίας.
Αξίζει να αναφερθούμε, στα κατά χρονολογική σειρά πολιτικά δρώμενα, ώστε να γίνει κατανοητό τόσο το πλαίσιο συνεργασίας ανάμεσα σε Γαλλία και Ρωσία όσο και τα ατομικά συμφέροντα κάθε χώρας. Έχοντας τον έλεγχο του Κρεμλίνου για 22 χρόνια τώρα, χάρη στους νόμους και τα δημοψηφίσματα που ψήφισε για να εγγυηθεί τη συνέχιση της εξουσίας του, ο Βλαντιμίρ Πούτιν γνώρισε με τη σειρά του τέσσερις αρχηγούς του γαλλικού κράτους: τον Ζακ Σιράκ (πρόεδρος από το 1995 έως το 2007), τον Νικολά Σαρκοζί (2007-2012), τον Φρανσουά Ολάντ (2012-2017) και τον Εμανουέλ Μακρόν (2017-2022). Διατηρούσε διαφορετική πολιτική με τον καθένα από αυτούς, σχέσεις θαυμασμού, αντιπαλότητας, δυσπιστίας και κατανόησης. Ο Εμανουέλ Μακρόν στοχεύει σε ένα και μόνο όραμα. Ο Μακρόν προωθεί την ιδέα μιας Ευρωπαϊκής κυριαρχίας που ενισχύει την ανεξαρτησία της Γαλλίας δίνοντάς της τα μέσα, μέσω της συνεργασίας με τους ευρωπαίους εταίρους, να υπερασπιστεί τα γαλλικά συμφέροντα. Η κυριαρχία για τον Μακρόν δεν είναι μια αυταπάτη της πλήρους ανεξαρτησίας, καθώς κάτι τέτοιο δεν είναι σαφώς επιτεύξιμο.
Περαιτέρω, ο Εμανουέλ Μακρόν εστιάζει στην έννοια της κυριαρχίας, δηλαδή να ενεργούμε με συγκεκριμένους ορούς για να προστατεύσουμε τους εαυτούς μας και να υπερασπιστούμε τις αξίες. Επομένως, από τότε που ανέλαβε την εξουσία, ο πρόεδρος Μακρόν προσπάθησε να ξεκινήσει ένα νέο σερί στις σχέσεις μεταξύ Γαλλίας και Ρωσίας. Ωστόσο, το όραμα του Εμανουέλ Μακρόν φαίνεται ξεκάθαρο, και παρόλο που ο πρόεδρος επιμένει στην ανάγκη η Γαλλία να ανανεώσει τις σχέσεις της με τη Ρωσία, είναι επίσης σημαντικό να συσπειρώσει τους Ευρωπαίους εταίρους. Παρουσιάζοντας, λοιπόν, τη χώρα του ως παράδειγμα, ο Μακρόν ενθαρρύνει τους Ευρωπαίους εταίρους του να συμμετάσχουν σε έναν στρατηγικό διάλογο με τη Ρωσία. Πιστεύει ότι η Ρωσία πρέπει να είναι εποικοδομητικός παίκτης στην ευρωπαϊκή ασφάλεια.
Από την άλλη πλευρά, είναι σημαντικό να τονίσουμε την πολυπλοκότητα αυτής της διμερούς σχέσης. Η γαλλική διπλωματία αμφισβητείται με διάφορους τρόπους μακροπρόθεσμα. Στην πραγματικότητα, για να είναι αποτελεσματική, η εξωτερική πολιτική της Γαλλίας έναντι της Ρωσίας μπορεί να βασίζεται μόνο σε μια ισορροπία μεταξύ της ανάγκης διατήρησης στενού διαλόγου με αυτή τη χώρα, η οποία διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στη διεθνή κοινότητα, και της όχι λιγότερο αναγκαίας και ασυμβίβαστης υπενθύμισης των αξιών της.
Παρόλα αυτά, αυτό δεν καθίσταται εφικτό καθώς οι εξελίξεις στη Ουκρανία από την πλευρά της Ρωσίας προσβάλλουν την παγκόσμια δημοκρατία. Γεγονότα τα οποία διαδραματίζονται κατά τη διάρκεια ενός πολέμου μπορούν να εξεταστούν δικαστικώς από δύο απόψεις. Πρώτον, σε σχέση με τη «νομιμότητα του πολέμου» (άρθρο 2 παρ. 4 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών), και γενικώς την παραβίαση του διεθνούς δικαίου: οι διαφορές σε αυτή την περίπτωση είναι μεταξύ κρατών και αρμόδια γι αυτές είναι τα δυο διεθνή Δικαστήρια που εδρεύουν στη Χάγη, το Διεθνές Δικαστήριο (International Court of Justice) και το Διεθνές Δικαστήριο Εγκλημάτων Πολέμου (International Criminal Court). Δεύτερον, αναφορικά με τις παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων: οι διαφορές, μεταξύ κρατών αλλά και από ατομικές προσφυγές, εξετάζονται είτε από τα εθνικά δικαστήρια, είτε, για χώρες που ανήκουν στη δικαιοδοσία του, από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ).
Σύμφωνα με το άρθρο 2 παρ. 4 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών:
- Όλα τα Μέλη στις διεθνείς τους σχέσεις θα απέχουν από την απειλή ή τη χρήση βίας, που εκδηλώνεται εναντίον της εδαφικής ακεραιότητας ή της πολιτικής ανεξαρτησίας οποιουδήποτε κράτους είτε με οποιαδήποτε άλλη ενέργεια ασυμβίβαστη προς τους Σκοπούς των Ηνωμένων Εθνών.
Μέχρι στιγμής, έχουν ξεκινήσει, λόγω της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία, νομικές διαδικασίες κατά της Ρωσίας και στα δύο αυτά επίπεδα. Ο Εισαγγελέας του Διεθνούς Δικαστηρίου Εγκλημάτων Πολέμου ανακοίνωσε, στις 28 Φεβρουαρίου, ότι θα ζητήσει έγκριση από το Δικαστήριο για έρευνα πιθανών εγκλημάτων πολέμου –τέτοια θα μπορούσαν να είναι, για παράδειγμα, ο βομβαρδισμός αμάχων ή νοσοκομείων.
Το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης είχε εκκινήσει αντίστοιχη έρευνα κατά της Ρωσίας για πιθανά εγκλήματα πολέμου, που διαπράχθηκαν κατά την επίθεση που διέταξε ο Ρώσος Πρόεδρος κατά της Γεωργίας το 2008. Ταυτόχρονα, στις 2 Μαρτίου, μετά από προσωρινή αποπομπή της Ρωσίας από το Συμβούλιο της Ευρώπης –το πανευρωπαϊκό όργανο για την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το ΕΔΔΑ, από την αρμοδιότητα του οποίου δεν εξαιρείται η Ρωσία παρά την ως άνω προσωρινή αποπομπή– εξέδωσε απόφαση για τη λήψη προσωρινών μέτρων, σύμφωνα με το άρθρο 39 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 39 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης τω δικαιωμάτων του ανθρώπου:
- Σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, το Δικαστήριο μπορεί να θέσει εαυτό στην διάθεση των ενδιαφερομένων διαδίκων με σκοπό να επιτευχθεί φιλικός διακανονισμός της υπόθεσης στη βάση του σεβασμού των δικαιωμάτων του ανθρώπου, όπως αυτά ορίζονται στη Σύμβαση και τα Πρωτόκολλά της.
- Οι διαδικασίες που διεξάγονται βάσει της παραγράφου 1 είναι εμπιστευτικές.
- Σε περίπτωση επίτευξης φιλικού διακανονισμού, το Δικαστήριο διαγράφει την υπόθεση από το πινάκιο με απόφαση που περιορίζεται σε μία σύντομη έκθεση των γεγονότων και της λύσης που επιτεύχθηκε.
- Η απόφαση αυτή διαβιβάζεται στην Επιτροπή Υπουργών, η οποία εποπτεύει την εκτέλεση των όρων του φιλικού διακανονισμού, όπως αυτοί ορίζονται στην απόφαση.
Επιπλέον εντοπίζονται παραβιάσεις των άρθρων 2 παρ. 1 και 3 παρ.1:
Άρθρο 2 παρ. 1.: Το δικαίωμα εκάστου προσώπου εις την ζωήν προστατεύεται υπό του νόμου. Εις ουδένα δύναται να επιβληθή εκ προθέσεως θάνατος, ειμή εις εκτέλεσιν θανατικής ποινής εκδιδομένης υπό δικαστηρίου εν περιπτώσει αδικήματος τιμωρουμένου υπό του νόμου δια της ποινής ταύτης.
Άρθρο 3 παρ. 1: Ουδείς επιτρέπεται να υποβληθή εις βασάνους ούτε εις ποινάς ή μεταχείρισιν απανθρώπους ή εξευτελιστικά.
Καταληκτικά, η Ρωσία υπήρξε ακόμη και πριν την πυροδότηση της σοβαρότερης μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ανάφλεξης, με την εισβολή στην Ουκρανία, πρώτη σε επιθέσεις, παραβιάσεις και καταδικαστικές αποφάσεις. Το δίκαιο, όμως, δεν στέκεται άοπλο και αμέτοχο έναντι του πολέμου. Προτεραιότητα αποτελεί η διάσωση της τιμής και παγκόσμιας Δημοκρατίας, η οποία επιτυγχάνεται από ένα σύνολο ποινικών κυρώσεων οι οποίες έχουν επιβληθεί στη Ρωσία από την Ε.Ε.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
-
Relations entre la France et la Russie, διαθέσιμο εδώ
-
Russian International Affairs Council, διαθέσιμο εδώ