Της Αριάδνης-Παναγιώτας Φατσή,
Στον σύγχρονο κόσμο, το ιδιωτικό δίκαιο δεν αφορά πια μόνο υποθέσεις ανάμεσα σε ανθρώπους που βρίσκονται στην ίδια έννομη τάξη. Αυτό καθιστά αδήριτη την ανάγκη ενοποίησης, ή έστω εναρμόνισης, των εθνικών δικαίων, ώστε να είναι δυνατή η προσαρμογή και η επίλυση των διαφορών που προκύπτουν από τις συμβάσεις αυτές. Δύο είναι κυρίως οι τρόποι με τους οποίους μπορεί να συμβεί αυτή η προσέγγιση μεταξύ εθνικών δικαίων: α) μια βαθμιαία προσέγγιση των περιεχομένων του εσωτερικού δικαίου κάθε κράτους ή β) η σύναψη διεθνούς σύμβασης, η οποία εν συνεχεία μπορεί να εισαχθεί και στα εθνικά δίκαια.
Στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η εναρμόνιση επιτυγχάνεται κυρίως μέσα από το παράγωγο κοινοτικό δίκαιο, το οποίο εισάγει στα εθνικά δίκαια των μελών της Ε.Ε. πολλές νέες ρυθμίσεις, οι οποίες ρυθμίζουν μια σειρά από πεδία του ιδιωτικού δικαίου. Τέτοια πεδία μπορεί να είναι ο ανταγωνισμός, η πνευματική ιδιοκτησία ή το δίκαιο που αφορά τον καταναλωτή. Η Ευρωπαϊκή Ένωση σε πολλές περιπτώσεις έχει συντελέσει μέσα από τη νομοθετική της παραγωγή στην ενσωμάτωση νέων ρυθμίσεων στα εθνικά δίκαια, με χαρακτηριστικές τις αλλαγές που έγιναν και στον ελληνικό Αστικό Κώδικα το 2002, λόγω της Οδηγίας του 1999, η οποία ενσωμάτωσε πολλές από τις προβλέψεις της Σύμβασης της Βιέννης. Παρομοίως, η πρόσφατη οδηγία 2011/83 που αφορά τις πωλήσεις σε καταναλωτές οδήγησε σε πλήθος μεταρρυθμίσεων του γερμανικού Αστικού Κώδικα. Στα πλαίσια αυτά, ένα σημαντικό εργαλείο ενοποίησης του δικαίου σχετικά με τις πωλήσεις ήταν η Σύμβαση της Βιέννης (Convention on Contracts for the International Sale of Goods – CISG).
Οι πρώτες προσπάθειες για να ενοποιηθεί το δίκαιο της πώλησης έγιναν πολύ νωρίτερα από το 1980. Τη δεκαετία του 1920, ο ακαδημαϊκός Ernst Rabel από τη Γερμανία, μέλος της επιτροπής UNIDROIT, που αφορούσε την ενοποίηση του ιδιωτικού δικαίου, έγραψε μια εκτενέστατη αναφορά για την ενοποίηση του δικαίου της πώλησης. Ένα προσχέδιο για αυτό το ζήτημα εγκρίθηκε το 1939, βασισμένο στη συγκριτική μελέτη των εθνικών δικαίων για το δίκαιο της πώλησης που είχε καταρτίσει ο Rabel. Το έργο σταμάτησε απότομα λόγω του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, και συνεχίστηκε το 1951 στη Χάγη, όπου τα επόμενα χρόνια η διεθνής κοινότητα υιοθέτησε δύο συμβάσεις για το εμπορικό δίκαιο, οι οποίες όμως δεν τελεσφόρησαν, καθώς δεν επικυρώθηκαν από τον απαιτούμενο αριθμό κρατών, πράγμα που ίσως είχε περισσότερο πολιτική παρά νομική αιτία, καθώς τα σοσιαλιστικά κράτη θεώρησαν ότι οι συμβάσεις εξέφραζαν περισσότερο τον δυτικό κόσμο. Η αποτυχία των συμβάσεων της Χάγης έστρεψε την αρμόδια Επιτροπή (UNCITRAL) στη δημιουργία ενός πιο ομοιόμορφου δικαίου της πώλησης, με στόχο τη μεγαλύτερη δυνατή αποδοχή. Μετά από διαβουλεύσεις, με κύριους σταθμούς το Σχέδιο της Γενεύης το 1976 και το Σχέδιο της Νέας Υόρκης το 1978, στη συνδιάσκεψη της Βιέννης, το 1980 ψηφίστηκε το τελικό κείμενο.
Η σύμβαση της Βιέννης δομείται σε τέσσερα μέρη. Στα άρθρα 1-13, που αποτελούν το πρώτο από αυτά, ορίζεται το πεδίο εφαρμογής. Το πεδίο εφαρμογής έχει τρία βασικά στοιχεία: τον χώρο (τα κράτη στα οποία μπορεί να εφαρμοστεί), τις προϋποθέσεις (πότε και σε ποιες συμβάσεις), και τον χρόνο. Το πρώτο μέρος περιέχει, όμως, και πιο γενικές διατάξεις που αφορούν την εφαρμογή, που αφορούν ερμηνευτικούς κανόνες των δηλώσεων βούλησης, στις οποίες πρέπει κανείς να λάβει υπόψη τον διεθνή χαρακτήρα, την ομοιομορφία και την καλή πίστη στις συμβάσεις του παγκόσμιου εμπορίου. Τα άρθρα 14-24 που αφορούν το δεύτερο μέρος ρυθμίζουν τις προϋποθέσεις και τα στάδια της κατάρτισης μιας σύμβασης που αφορά πώληση (πρόταση, αποδοχή, υπαναχώρηση, ανάκληση, διαδικασίες Παρομοίως, τα άρθρα 25-88 αφορούν την ανώμαλη εξέλιξη της σύμβασης πώλησης, ιδίως σε ό,τι αφορά τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του αγοραστή και του πωλητή. Το τελευταίο και τέταρτο μέρος της Σύμβασης της Βιέννης, που αναφέρεται στα κράτη μέλη τα οποία έχουν προβεί σε επικύρωση της Σύμβασης, και στο εξής είναι συμβαλλόμενα μέρη (άρθρα 89-101).
Η Σύμβαση της Βιέννης συχνά θεωρείται ως μια ιδιαίτερα επιτυχημένη απόπειρα να διασφαλιστεί η ασφάλεια δικαίου και η δυνατότητα των μερών να διαχειρίζονται τις συμβάσεις τους αποτελεσματικά. Όλες οι χώρες που έχουν επικυρώσει τη Σύμβαση εφαρμόζουν τις διατάξεις της, ενώ, λόγω του ενδοτικού του χαρακτήρα της, η Σύμβαση αποτελεί ένα ελκυστικό νομικό κείμενο, το οποίο πολλοί επιλέγουν να αξιοποιήσουν όταν συναλλάσσονται για να διευκολύνουν τις συμβατικές τους σχέσεις. Φυσικά, υπάρχει και η δυνατότητα να μην αξιοποιηθεί η Σύμβαση —συχνά στο πρακτικό επίπεδο βλέπουμε τέτοιες συμφωνίες να διέπονται από το αγγλικό δίκαιο. Αυτή η δυνατότητα να επιλέξουν τα ίδια τα μέρη ποιο δίκαιο θα τους δεσμεύει, πηγάζει φυσικά από την αρχή της αυτονομίας, κατά την οποία κάθε άτομο μπορεί να συμβάλλεται με άλλους όπως επιθυμεί και να διαπλάθει τις έννομες σχέσεις του. Ουσιαστικά, τα μέλη μπορούν από μόνα τους να βρουν τους κανόνες που θέλουν να εφαρμοστούν στη μεταξύ τους συναλλαγή. Παρόλα αυτά, σε περίπτωση που δε συμβεί κάτι τέτοιο, η Σύμβαση της Βιέννης λειτουργεί και ως «ομπρέλα», κάτω από την οποία μπορούν να υπαχθούν οι συμβάσεις που δεν έχουν κάποια τέτοια πρόβλεψη, είτε από αβλεψία ή από ασυμφωνία των πλευρών. Συνεπώς, δεν έχουν άδικο όσοι θεωρούν τη Σύμβαση αυτή ένα από τα πιο σημαντικά επιτεύγματα για τον νομικό κόσμο τις τελευταίες δεκαετίες.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Φλάμπουρας, Δ. (2010). Το Δίκαιο της διεθνούς πώλησης κινητών. Αθήνα: εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη.
- Φλάμπουρας, Δ. & Πετρόχειλος, Γ. (2000). Η Σύμβαση της Βιέννης για τη διεθνή πώληση κινητών πραγμάτων, όπως ερμηνεύεται από τα διαιτητικά δικαστήρια, ΕΕμπΔ 2000, 1.